Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ο ΩΝΑΣΗΣ, Ο ΤΣΙΟΔΡΑΣ, Ο ΕΛΥΤΗΣ

Ο Ωνάσης, μπορεί να μιλούσε με ευκολία με τους μεγαλόσχημους της εποχής του, προέδρους και πρωθυπουργούς, όποτε ήθελε, αλλά με την ίδια ευκολία μιλούσε και με τους υπηρέτες του, με τους εργάτες του, με τα μαστόρια.Την γούσταρε την φάση. Αυτός ήταν ο Αρίστος!
Κάποτε λοιπόν, μιλούσε με τους μπογιατζήδες του, τον Λάμπρο και τον Βαγγέλη που τελείωναν ένα βάψιμο συντήρησης πάνω στην Θαλαμηγό Χριστίνα.
- Παίδες τι γίνεται; Τελειώνουμε;
- Τελειώνουμε σε λίγο, κύριε Αριστοτέλη.
- Αυτά τα χρώματα εκεί, τι είναι για πέταμα;
- Ναι κύριε Αριστοτέλη, αυτά περισσέψανε, θα τα πετάξουμε εμείς.
Εκεί ήρθε του Αριστοτέλη η τρελή ιδέα:
Πρότεινε στους Λάμπρο και Βαγγέλη, μόλις τελειώσουν την δουλειά, με τα περισσέματα των χρωμάτων να πασαλείψουν 2-3 τελάρα ζωγραφικής σαν να είναι πίνακες.
- Μα κύριε Αριστοτέλη, εμείς δεν είμαστε ζωγράφοι...
- Ποιός το λέει αυτό; Θα ζωγραφίσατε τα τελάρα και θα υπογράψετε κι όλας με τα ονόματά σας, αλλά με αγγλικά γράμματα.
Οι μπογιατζήδες υπάκουσαν και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Έριξαν δηλαδή, ατάκτως τα χρώματα όπως-όπως πάνω στους καμβάδες και με τα χέρια τους και με τις πινελάτζες τα ανακάτεψαν. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι σαν από ψαρόσουπες του φημισμένου ζωγράφου Pollock.
Ο Ωνάσης, τους τοποθέτησε ανάμεσα σε άλλα σπάνια έργα ζωγράφων που είχε και την επόμενη φορά που έφερε καλεσμένους στην θαλαμηγό, περίμενε να τους αποκαλύψει κάτι νέους καταπληκτικούς πίνακες που πρόσφατα απέκτησε. Ήθελε με τους φιλότεχνους φίλους του να σπάσει πολύ πλάκα.
Έτσι και έγινε. Οι καλεσμένοι εκστασιάστηκαν. Τι τέχνη ήταν αυτή; Πόσο μπροστά από την εποχή της; Και ποιοί ήταν οι μοναδικοί, μεγαλοφυείς, δημιουργοί;
Ο Ωνάσης απολάμβανε το σκηνικό και στο τέλος για να έρθει και σε οργασμό ηδονής, αποκάλυψε τα ονόματα των μεγάλων ζωγράφων, του Λάμπρου και του Βαγγέλη, που ήταν μπογιατζήδες!
Έμειναν όλοι καγκελόξυλα:
Ωραίος χοραταντζής, ο Αρίστος!
Ο συμπαθής επιστήμων Σωτήρης Τσιόδρας, αποφάσισε να κλείσει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του με ένα ποίημα, που εσφαλμένα νόμιζε πως το έγραψε ο Ελύτης και δεν ήταν και ποίημα! Αντί να διαλέξει κάτι που δείχνει αγώνα για ζωή, κάτι που θα είχε και το μήνυμα των ημερών, αλλά και του δικού του αγώνα, επέλεξε ατυχώς, κάτι με αντίθετο μήνυμα! Κάτι με πνεύμα αφασίας και ραχατιού!
Μάλλον παγιδευμένος για να δείξει, προφανώς και μια ακόμη ευαίσθητη πλευρά της προσωπικότητάς του...
Όλοι όσοι παρακολουθούσαν ζωντανά, πληροφορούνται για τους στίχους του Ελύτη! Ναι! Αυτού του... κολοσσού της ποιήσεως!
Οπότε, το ελληνικό κοινό, στην πλειοψηφία του συγκινήθηκε και το ρούφηξε σαν μεγάλη αξία, αφού το έγραψε ο γίγαντας Ελύτης!
Έλα όμως, που αυτό δεν το έγραψε ο μεγάλος γίγαντας και δεν είναι καν ποίημα!
Όποιος ήταν εναντίον και επικριτικός με το περιεχόμενο του κειμένου αυτού, μέτραγε μούντζες.
Μα ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις τον Ελύτη; Όταν μιλάς για τον Τσιόδρα να πλένεις το στόμα σου. Και άλλο: Για να κρίνεις εσύ τον γίγαντα Ελύτη, θα πρέπει να είσαι σχιζοφρενής ....και άλλα τέτοια αριστουργήματα! (προς εμένα όλα αυτά!)
Κάνα-δυό δημοσιογράφοι, το πήραν είδηση και πολύ προσεχτικά είπαν, μήπως δεν είναι του Ελύτη; Σε καμμία ανθολογία του δεν υπάρχει αυτό το ποίημα, κ.λπ.
Μερικοί άρχισαν να ψάχνουν για το ποιός το έγραψε.
Τελικά, έλαβα ένα μέιλ από μια φίλη από την Ιρλανδία που μου αποκάλυπτε πως, αυτό το κείμενο είναι ένα μικρό μέρος από ένα πολύ μεγαλύτερο κείμενο πεζό, ένα κουραστικό παραλήρημα από κάποια γυναίκα άγνωστη, και κυκλοφόρησε πριν χρόνια στην Ιρλανδία, από κάτι βλαμμένους σαν προσευχή σε μαζώξεις!
Κάποιος το μετέφρασε κάποτε στα ελληνικά και συμπλήρωσε μέσα και ονόματα Χατζηδάκι και Καββαδία και κάτι άλλες ελληνικούρες και έκτοτε κυκλοφορεί ξανά εμπλουτισμένο με διάφορες σαχλαμάρες, αλλά ανώνυμο γύρω γύρω και πέρα δώθε. ‘Έγινε θρύλος!!
Πήγε το μυαλό μου στον Ωνάση! Μήπως έβαλε τον γάτο του να το γράψει για να σπάσει πλάκα; Αλλά, δεν νομίζω...
Βέβαια το γλυκανάλατο αυτό κουραστικό, μπλαμπλαδίάρικο και επικίνδυνο στην ουσία του, κείμενο, θα μπορούσε να ανήκει στον Ελύτη. Κάτι τέτοιες αισιόδοξες ξενέρωτες αηδίες, έγραφε κι αυτός πολύ συχνά!
Οπότε: Όλοι αθώοι.
Ο Ωνάσης το έκανε για την πλάκα του.
Ο Τσιόδρας ηπατήθη, γιατί νόμιζε πως μπορεί να κρατήσει τρία καρπούζια στην μασχάλη του, (επιστήμη, Χριστανική ψαλμωδία, ποίηση).
Ο Ελύτης, φυσικά αθώος, απλώς μας θύμησε τα δικά του.
Τι γνώμη να έχουν άραγε για το ζήτημα, εκείνοι οι μπογιατζήδες, Λάμπρος και Βαγγέλης;

Βιτριολήςς
.............................................................................................................
.............................................................................................................


ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΓΕΛΟΙΟ ΚΑΙ ΜΠΛΑΜΠΛΑΔΙΑΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΒΛΑΚΟΣ!
Ο ύμνος του απλού για την ζωή. Τελικά, ζητάει όχι λίγα, αλλά μέχρι σκασμού τα άντερά του! Όποιος αντέξει, να το διαβάσει όλο, ως τιμωρία για τις αμαρτίες του!
Με διακατέχει το σύνδρομο "παράθυρα χωρίς θέα".
Κάποιοι, μπορεί να τ' ονομάζουν θλίψη. Η, απογοήτευση. Η, απελπισία. Η, απαισιοδοξία, οι πιό αισιόδοξοι.
Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος.
Μπορώ να γίνω ευτυχισμένη με τα πιό απλά πράγματα. Και με τα πιό μικρά. Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών. Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους. Που τα καλοκαίρια έχουν νησιά. Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια. Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερεις άνθρωποι, πολύ. Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερεις ανθρώπους, πολύ. Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς. Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι. Που δε με νοιάζει να με θυμούνται. Που μπορώ και κλαίω ακόμα. Και που τραγουδάω, μερικές φορές. Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν. Και ευωδιές που με γοητεύουν.
Μου φτάνουν οι στίχοι του Καββαδία. Ο Μικρός Πρίγκηπας του Σαιντ Εξυπερύ. Οι μουσικές του Μάνου Χατζιδάκη. Το χρώμα στους πίνακες του Βάν Γκόνγκ. Και των πεσμένων φύλλων στο κήπο μου.
Το αναμένο τζάκι. Το χουρ-χουρ της γάτας μου. Ο καφές με άρωμα φουντούκι. Το κρασί.
Είμαι ένας απλός, καθημερινός, αισιόδοξος άνθρωπος.
Αλλά, δεν αντέχω τα παράθυρα χωρίς θέα.
Τα παράθυρα βρίσκονται εκεί για να ταξιδεύουν τη ματιά. Για ν' αποκαλύπτουν ορίζοντες. Για να υπόσχονται το "παραπέρα". Για να λούζουν στο αληθινό φώς τ' άδεια δωμάτια. Για να φτιάχνουν σκιές με χρώμα πάνω στούς λευκούς τοίχους. Για να δίνουν πνοή στη φαντασία. Για να οριοθετούν το "διαφορετικό". Για να μας κάνουν να καβαλάμε περβάζια. Για όπου...
Το σπίτι που ζώ το λένε Ελλάδα και κάθε μέρα χτίζεται κι' απο μιά σειρά τούβλα στα παράθυρά του. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ψηλώσουν λίγο παραπάνω απ' τη τελευταία αράδα πόυ έχει χτιστεί. Στέκονται στις μύτες των παπουτσιών και παλεύουν για λίγη θέα. Τα μιστριά όμως, δουλεύουν γρήγορα. Το βλέμμα ποτέ δεν τα προλαβαίνει. Ο αέρας που μπαίνει στο σπίτι μυρίζει τσιμέντο και μούχλα. Κάθε πρωί, άλλη μιά σειρά απο τούβλα έχει προστεθεί πάνω στη προηγούμενη. Οι άνθρωποι τότε, παίρνουν σκαμνιά. Μέσα απο χαραμάδες βλέπουν πιά. Τα δωμάτια σκοτεινιάζουν όλο και πιό πολύ. Μπαίνουν τα όρια. Μέχρι εδώ η ζωή μας. Εκεί έξω υπάρχει το "αύριο". Οι άνθρωποι κοντεύουν να πιστέψουν πως αυτό το "εκειέξω" ονομάζεται "μή-ζωή". Χτίζουν τα παράθυρα για να μη το βλέπουμε, να μη το επιθυμούμε. Να μη το υποψιαζόμαστε. Να το ξεχάσουμε σιγά-σιγά. Να συνηθίσουμε την ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων. Να βάφουμε τα όνειρά μας στις αποχρώσεις του Νεοπάλ. Χρώμα πλαστικό καλής ποιότητας. Με μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων, για όλα τα γούστα.
Μόλις τελειώσει το χτίσιμο, οι άνθρωποι θα πάψουν να ψηλώνουν. Δεν θά'χει νόημα πιά. Αντιθέτως, θα μάθουν να ζούν σκυφτοί για να μοιάζει ψηλότερο το ταβάνι. Λίγο-λίγο, θα συνηθίσουν να περπατούν καμπουριαστοί, να κάθονται ανακούρκουδα, να καταλαμβάνουν όλο και λιγότερο απ' το χώρο που τους αναλογεί μες στα δωμάτια. Θα μάθουν να έρπουν με ευκολία ανάμεσα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να προσανατολίζονται θαυμάσια προς τον τοίχο του βορά, προς την ανατολή του προσκέφαλού τους, προς τη δύση της οθόνης της τηλεόρασης, προς το νότο της πόρτας που οδηγεί σε διάδρομο τυφλό.
Θα προσαρμοστούν γρήγορα στο ν' αγκαλιάζουν τα ξύλινα πατώματα και να μετρούν τις σκλήθρες, και θα ταϊζουν το σαράκι που μοιράζεται το χώρο τους. Και το χρόνο τους.
Σιγα-σιγά θ' αποκοιμιούνται κουλουριασμένοι και το τικ-τακ των ρολογιών θα γίνει οι εποχές τους, η μέρα και η νύχτα τους, θα γίνει σύντροφος κι' εχθρός συγχρόνως, ενώ τα ξυπνητήρια θα σιγήσουν, για ν' αποδυναμώσουν τη μνήμη, να ξεχαστεί εκείνο το "εκεί έξω", να σβύσουν τα χρώματα τ' αληθινά και μαζί τους η λέξη "ελπίδα"...
Είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Που δεν αντέχει τα παράθυρα χωρίς θέα. Τη ζωή χωρίς "αύριο". Τα μαυρόασπρα όνειρα. Τα μή-όνειρα. Τα σκοτεινά δωμάτια. Τα μάτια που ξέχασαν να χαμογελούν. Τις εβδομάδες χωρίς Κυριακές. Το νεκρό χρόνο. Τα πλαστικά χρώματα. Το "μέχρι εδώ".
Θέλω να κουλουριαστώ σαν έμβρυο πάνω στο κρεβάτι μου. Να βάλω τρυφερές μουσικές να παίζουν. Να μετρήσω μέχρι τα εκατό. Να πώ "φτού και βγαίνω". Και να βγώ απ' το σπίτι που το λένε Ελλάδα, μέσα απ' τη τελευταία χαραμάδα που δε προλάβανε να χτίσουν ακόμη.
Να τρέξω έξω, στον καθαρό αέρα, να συναντήσω όλα τα "θά" που μου ανήκουν και δικαιούμαι, και κοιτώντας πίσω μου να ψιθυρίσω με ραγισμένη φωνή: Φτού ξελευθερία!