Όταν το πένθος εκδικείται, η σκιά του ανθρώπινου πόνου γίνεται ένα δηλητηριώδες κτήνος. Ο πενθών—που υπήρξε θύμα αδικίας ή απώλειας—μπορεί να φτάσει στο σημείο να απαρνηθεί κάθε μέτρο και λογική. Είναι οργισμένος, πυρπολημένος από ένα παράπονο που κλαίει δυνατά μέσα του· και μέσα στην πλάνη του θρηνητικού του παραληρήματος, γεννιέται μια ξεδιάντροπη δίψα να κάνει κι άλλους να πονούν. Να ξεπλυθεί, τάχα, το άδικο με επιπλέον άδικο.
Κι εκεί αρχίζει η πιο αδυσώπητη όψη του ανθρώπινου
δράματος. Ο πενθών δεν παραμένει απλώς στο σκοτάδι της θλίψης· σκαρφαλώνει με
λύσσα σε έναν θρόνο εγωισμού, έχοντας την εμμονή πως του χρωστούν κι άλλα.
Φτάνει να πείθει τον εαυτό του πως ο πόνος του αποτελεί πάσο για κάθε
βιαιότητα. Γίνεται υποκριτής και τύραννος· με τη μάσκα του ριγμένου, ζητά
όλεθρο αντί για γιατρειά, απαιτεί να γίνει ο δυνάστης των άλλων για να
εξισορροπήσει το δικό του βαρύ φορτίο.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το πένθος που
γίνεται κάρβουνο στην καρδιά και φωτιά στο μυαλό. Απλώνει τα νύχια του, και
αντί να βρει λύτρωση, κατρακυλά βαθύτερα σε μια δίνη απομόνωσης. Μέσα του,
βρυχάται ο εγωισμός:
“Μου έκαναν κακό, οπότε τώρα ήρθε η σειρά μου να το ανταποδώσω”.
Δεν αναζητά λύση ή σοφία∙ σβήνει κάθε απόπειρα γνήσιας παρηγοριάς, γιατί, στην
πραγματικότητα, απολαμβάνει τη θέση του «αδικημένου εκδικητή». Στέκει εκεί, με
φθόνο και μίσος, χτίζοντας μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας πάνω στα ερείπια του
χαμού του.
Κι όμως, αυτή η εκδικητική διάθεση είναι το απόλυτο
δηλητήριο. Καθώς ο πενθών βυθίζεται στον ζόφο της εκδίκησης, η αλήθεια είναι
πως καταστρέφει ολοσχερώς τον ίδιο του τον εαυτό. Το παράπονο γίνεται μίσος, το
μίσος γίνεται συνήθεια· κι εκεί που θα έπρεπε να μεγαλώσει η ενσυναίσθηση,
αφανίζεται κάθε ικμάδα ανθρωπιάς. Ο κύκλος της βίας που απελευθερώνει δεν έχει
τέλος—ένα σπιράλ κακόβουλης δικαιολογίας για νέες πράξεις αδικίας.
Σε τούτο το σημείο βρίσκεται και το κλειδί: το να ψάξεις
διέξοδο από τον πόνο μέσα από την εξόντωση άλλων ψυχών είναι σαν να πίνεις
δηλητήριο ελπίζοντας πως θα πεθάνει ο εχθρός. Η μοίρα του παράφρονα πενθούντος
δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της ίδιας του της παράνοιας. Αντί να
καλλιεργήσει την μνήμη του αδικοχαμένου, δηλητηριάζει την μνήμη αυτή,
καταδικάζοντάς την σε ρόλο προσχήματος για κακό.
Όταν το πένθος ζητά εκδίκηση, τότε ο άνθρωπος τυφλώνεται
και γίνεται ο ίδιος φονιάς της λύτρωσής του. Σε μια τέτοια περίπτωση, όσο κι αν
απαλύνει φευγαλέα την πίκρα της ψυχής του καταστρέφοντας τους άλλους, κανείς
δεν σώζεται. Πνίγει τον πόνο με περισσότερο πόνο—όμως δεν στεγνώνει ποτέ το
δάκρυ. Διαιωνίζει την αδικία, όταν θα μπορούσε να της δώσει ένα τέλος· και
μένει μόνος μέσα στην αυτοκαταστροφική του αυταπάτη, σέρνοντας πίσω του τα
ερείπια των νέων θυμάτων.
Τελικά, η εκδίκηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το
ακατέργαστο είδωλο του θυμού: μια κραυγή αυτολύπησης που ζητά κι άλλες φωνές,
κι άλλους λυγμούς, για να βαυκαλίσει τον θρήνο της. Η μόνη έξοδος, αν υπάρχει,
βρίσκεται στην αποδοχή της απώλειας και στο σθένος να δεχτεί κανείς το βάρος
της, χωρίς να το μεταμορφώσει σε νέες αλυσίδες αδικίας. Διότι εκείνος που
επιζητεί να εκδικηθεί, χωρίς ενδοσκόπηση, γίνεται θεατής της ίδιας του της
καταστροφής—και οφείλει να το συνειδητοποιήσει, προτού καταβροχθιστεί ολοκληρωτικά
από την ασύδοτη σκληρότητα του πένθους του.
Δημήτρης Βίκτωρ