Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΜΑΤΑΙΟΥ:

“Η ζωή είναι άδικη” - “Θεός δεν υπάρχει” - “Σκοπός δεν υπάρχει”

*** Πεθαίνεις για πάντα.

 Το παραπάνω απόφθεγμα σκιαγραφεί ένα βαθιά πεσιμιστικό ή ρεαλιστικό βλέμμα επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εμπεριέχει τρεις πυλώνες –το “τρίπτυχο του μάταιου”– οι οποίοι, όταν τους πάρουμε κυριολεκτικά, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ζωή δεν διαθέτει ούτε δίκαιο, ούτε θείο, ούτε έστω έναν εγγενή σκοπό. Το αμείλικτο τελικό συμπέρασμα, «πεθαίνεις για πάντα», επιτείνει αυτό το αίσθημα κενού.

 «Η ζωή είναι άδικη»

Η κοινή εμπειρία και η καθημερινή παρατήρηση μας αποκαλύπτουν πως η ζωή εμφανίζεται «άδικη»: άνθρωποι χάνουν τις ευκαιρίες τους λόγω τυχαίων παραγόντων, άλλοι υποφέρουν από τραγωδίες ή ασθένειες χωρίς να φέρουν καμία προσωπική ευθύνη. Είναι όμως η ίδια η ζωή, ως οντότητα, άδικη; Ή η αντίληψη περί αδικίας προέρχεται από την ανθρώπινη επινόηση ηθικών κριτηρίων;

Ο κόσμος δεν έρχεται πακέτο με έτοιμες αξίες ή κανόνες δικαιοσύνης. Οι έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» είναι ανθρώπινες κατασκευές, και η πραγματικότητα γύρω μας δεν δεσμεύεται από αυτές. Αντιλαμβανόμαστε τη ζωή ως «άδικη» διότι προβάλουμε σε αυτήν αξίες και προσδοκίες που πιθανώς δεν έχουν αντικειμενικό αντίκρισμα.
Πολλές φορές, η αίσθηση της αδικίας ανακύπτει από την ανυπαρξία ισότητας ή από την επενέργεια τυχαίων συμβάντων. Ο κόσμος δεν είναι ορθά “τακτοποιημένος” σύμφωνα με κάποια θεία ή κοσμική δικαιοσύνη και αυτή η αίσθηση αδικίας είναι ο πιο φυσικός τρόπος να διαπιστώνουμε το χάος ή την τυχαιότητα. 

«Θεός δεν υπάρχει»

Η θέση αυτή, εκφρασμένη ριζικά, αντανακλά την αθεϊστική ή αγνωστικιστική άποψη, ότι καμία ανώτερη δύναμη δεν ελέγχει ή νοηματοδοτεί τον κόσμο. Ο Φρίντριχ Νίτσε, ήδη από τον 19ο αιώνα, στο περίφημο απόφθεγμά του «Ο Θεός πέθανε», τόνισε τον θάνατο των παραδοσιακών αξιών και των δογμάτων που στήριζαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αφού δεν υπάρχει Θεός, κατά τους υπαρξιστές, ο άνθρωπος καθίσταται ριζικά ελεύθερος, αλλά και ριζικά υπεύθυνος για τις πράξεις και τις επιλογές του. Παύει να υπάρχει μια υπέρτατη δύναμη που λειτουργεί ως εγγυητής ή κριτής. Αυτό μπορεί να βυθίσει τον άνθρωπο στην αγωνία, αλλά ταυτόχρονα του προσφέρει μια ευκαιρία αυτοκαθορισμού.
Ακόμα και σε μια κοινωνία χωρίς παραδοσιακή θρησκευτική πίστη, πολλοί άνθρωποι αναζητούν κάποιο νόημα ή κάποια μορφή «ιερού» που να πλαισιώνει τη ζωή τους. Μπορεί να λάβει την μορφή της τέχνης, της επιστήμης ή μιας ευρύτερης ηθικής κοσμοθεώρησης. Η δήλωση «Θεός δεν υπάρχει» ακυρώνει την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου για υπέρβαση· και την μετατοπίζει σε άλλα πεδία.

 «Σκοπός δεν υπάρχει»

Σε συνέχεια της έλλειψης μιας υπέρτατης δύναμης, έρχεται η πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει σκοπός». Δεν υφίσταται, δηλαδή, κανένα έμφυτο νόημα στη ζωή, κανένας προορισμός, κανένας “ανώτερος” λόγος για τον οποίο υπάρχουμε.

Το «Παράλογο»,  γεννιέται ακριβώς από τη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης επιθυμίας για νόημα και της σιωπής του κόσμου. Όσο κι αν ρωτάμε «Γιατί υπάρχουμε;», το Σύμπαν δεν απαντά. Αυτή η αδιάφορη σιωπή γεννά τη σκέψη πως δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός σκοπός. Ωστόσο, η άρνηση ενός μεταφυσικού ή αντικειμενικού σκοπού δεν αποκλείει την δυνατότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει ο ίδιος ένα υποκειμενικό ή προσωπικό «νόημα». Ακόμα κι αν ο Κόσμος δεν έχει εγγενή σκοπό, εμείς, με τις ελεύθερες επιλογές μας, μπορούμε να προσδώσουμε στόχους στη ζωή μας. Ο υπαρξισμός προτάσσει ακριβώς αυτό: ότι το νόημα “γεννιέται” από τη συνειδητή δράση του ανθρώπου.

«Πεθαίνεις για πάντα»

Η φράση αυτή κορυφώνει το αίσθημα του μάταιου. Ο θάνατος, ως οριστική παύση της ανθρώπινης ύπαρξης, αναιρεί κάθε ελπίδα για συνέχιση ζωής, για ουράνια ανταμοιβή ή τιμωρία, για κάποιο μετά θάνατον μέλλον. Αν το «πεθαίνεις για πάντα» είναι το απόλυτο τέλος, τότε φαίνεται να εδραιώνει περαιτέρω την ματαιότητα.

Από την αρχαιότητα, ο άνθρωπος φοβόταν την ανυπαρξία. Ο Επίκουρος, πάντως, προσπαθώντας να μας απαλλάξει από αυτόν τον φόβο, θύμιζε: «Όταν εμείς είμαστε, ο θάνατος δεν είναι εδώ· και όταν έρθει ο θάνατος, τότε εμείς δεν είμαστε πια». Ορισμένοι φιλόσοφοι βρίσκουν παρηγοριά σε αυτήν την λογική, πως δεν υφίσταται συνείδηση για να “νιώσει” την ίδια την ανυπαρξία.

Για άλλους, η επίγνωση της θνητότητάς μας μπορεί να λειτουργεί ως εγερτήριο. Όταν ξέρουμε πως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος, αποκτούμε προσανατολισμό ώστε να ζούμε με πληρότητα, να δρούμε ηθικά ή να διεκδικούμε όσα μας κάνουν ευτυχισμένους. Η σκέψη ότι “πεθαίνεις για πάντα” προσδίδει βαρύτητα στην κάθε στιγμή του παρόντος.

Η συνολική αίσθηση που αποπνέει το «τρίπτυχο του μάταιου» είναι μια δυνατή δόση υπαρξιακού κενού. Εντούτοις, ορισμένοι φιλόσοφοι και στοχαστές βλέπουν αυτό το κενό ως εφαλτήριο μιας δημιουργικής επανάστασης απέναντι στο πεπρωμένο.

Ο άνθρωπος μοιάζει με τον Σίσυφο, που είναι καταδικασμένος να σπρώχνει τον βράχο στην κορυφή του βουνού γνωρίζοντας πως θα ξανακυλήσει. Παρόλα αυτά, ο Σίσυφος παραμένει «ευτυχισμένος» στη μυθολογία του Καμύ, διότι βρίσκει μια μορφή “ελευθερίας” στην επίγνωσή του. Γνωρίζει ότι το έργο είναι μάταιο, κι όμως το υλοποιεί, επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ο Νίτσε, προτείνοντας την έννοια της «θέλησης για δύναμη», πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί ηθικά και πνευματικά, υπερβαίνοντας τον θάνατο των παλαιών αξιών. Η βούληση για δημιουργία νέων αξιών γίνεται εσωτερική πηγή νοήματος.

Από ψυχολογική σκοπιά, ακόμα και αν ορισμένοι άνθρωποι δεν αποδέχονται την ύπαρξη κάποιου κοσμικού σκοπού ή θεού, η αγάπη, η φιλία, η αλληλεγγύη, η δημιουργική έκφραση και η αναζήτηση της γνώσης προσφέρουν ένα είδος εγκόσμιου νοήματος. Η ανθρώπινη εμπειρία διαθέτει, έστω και υποκειμενικά, αξία που δεν μηδενίζεται μόνο και μόνο επειδή ο θάνατος είναι αναπόδραστος.

Το «τρίπτυχο του μάταιου» –η πεποίθηση ότι η ζωή είναι άδικη, ότι δεν υπάρχει Θεός και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει σκοπός, μαζί με τη βεβαιότητα πως ο θάνατος είναι οριστικός– μοιάζει να οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα ψυχρό, κενό σύμπαν. Ωστόσο, η ανθρώπινη σκέψη μάς δείχνει ότι από αυτή τη διαπίστωση της ματαιότητας μπορούν να αναδυθούν δύο δρόμοι:

Ο πρώτος είναι η απελπισία και η παραίτηση, πως ο άνθρωπος, πειθόμενος ότι όλα είναι τυχαία και μάταια, μένει αδρανής ή παρασύρεται σε αρνητικά συναισθήματα.

Ο δεύτερος είναι η δημιουργική “άμυνα”: η συνειδητή ανάληψη της ευθύνης και της ελευθερίας μας, η αναζήτηση υποκειμενικών σκοπών, η αγάπη για τη ζωή, η καλλιέργεια του εαυτού και των σχέσεών μας. Μέσα από αυτή τη στάση, η έλλειψη ενός δεδομένου, «αντικειμενικού» σκοπού μπορεί να μεταμορφωθεί σε ευκαιρία να πλάσουμε εμείς το δικό μας νόημα.

Όπως, τελικά, μας ψιθυρίζει ο Καμύ, «πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Μπορεί ο βράχος της ύπαρξης να μας φαίνεται αβάσταχτος, όμως η ελεύθερη επιλογή να τον “σπρώχνουμε” καθημερινά ενδεχομένως να αποτελεί την πιο υψηλή έκφραση του ανθρώπινου μεγαλείου μέσα στο παράλογο σύμπαν.

Δημήτρης Βίκτωρ

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου