Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Απόνερα της Αλώσεως – (Μάιος 1453)

 

Μα πόσα γράφτηκαν γι’ αυτήν την Άλωση!
Φαντάσου να επρόκειτο και για Ελληνική υπόθεση!

Θρηνούν ακόμα κάτι Έλληνες για αυτό το σκουπίδι της ιστορίας, το Βυζάντιο.

Όσο το ψάχνεις τόσο και λυπάσαι, όχι για την Άλωση καθαυτή, αλλά για τους ανθρώπους που σχετίζονται με το γεγονός και τις πράξεις τους.

Να ένα ακόμα καθοριστικό:

Οι πατριωτάρες της χρεωκοπημένης Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (που ονομάστηκε κάποια στιγμή αργότερα Βυζαντινή), οι πιστοί ορθόδοξοι ελέω θεού χριστιανοί, οι προύχοντες που είχαν την δύναμη και το χρήμα, κατάφεραν να παίξουν τον ρόλο τους για την χρεωκοπία και την τελική πτώση.

Πολύ πριν, έβγαλαν τα χρήματά τους στην Βενετία, που την εποχή εκείνη δημιουργούνταν τράπεζες.

Εκτός αυτού γίνονταν και πολίτες του εξωτερικού με χαρτί που πλήρωναν στους Βενετούς. Έτσι κατάφερναν να μην πληρώνουν καθόλου φόρους.

Οπότε τα τελευταία χρόνια, τα δημόσια ταμεία ήταν εντελώς άδεια και δεν υπήρχε και τρόπος για εισπράξεις.

Εκείνος ο Ούγγρος, ο Ουρβανός που έφτιαξε το μεγάλο το κανόνι αργότερα για τον Μωάμεθ τον Πορθητή, πρώτα πήγε στον Κωνσταντίνο Πλαιολόγο και του πρότεινε την κατασκευή.
«Θα σου φτιάξω μία κανονάρα που με δυό βολές θα εξαφανίσεις τον στρατό του Μωάμεθ», είπε στον άφραγκο αυτοκράτορα.
Κι εκείνος ο δυστυχής του απάντησε, «Δεν έχω μία».

Πως να έχει, αφού τα φράγκα των πιστών του υπηκόων είχαν κάνει προ πολλού φτερά;

Έτσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και του είπε τα ίδια.

Κι εκείνος του απάντησε: «Και το ρωτάς; Προχώρα μεγάλε…»

Μπάμ, το κανόνι μία… Μπάμ το κανόνι δεύτερη… Μπάμ το κανόνι τρίτη… Πάει το τείχος!

 Άνοιξε μια τρυπάρα, Να!

Στην τέταρτο Μπάμ, ανατινάχτηκε και το ίδιο το κανόνι και πάει και ο Ουρβανός!
Αλλά η τρύπα είχε ανοιχτεί.

Οι πολιορκημένοι κοίταζαν και χάζεψαν και αφαιρέθηκαν.

Και, ναι! Ξέχασαν ανοιχτή την κερκόπορτα!
Μάλλον από εκεί είχαν βγάλει τα τελευταία τους λεφτά οι πιστοί χριστιανοί της Πόλης.

Έτσι, ατυχώς ….Εάλω…!

Εάλω η Πίστις και όλα τα σχετικά…!

 

Δημήτρης Βίκτωρ



 

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

" ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΚΤΩΡ " - Ποίημα: Δημήτρης Βίκτωρ


Ποίημα για τον Βίκτωρ  (24 Μαΐου, 2045 μ.)

Πέθανε ο Βίκτωρ ξαφνικά μόνος μέσα στη νύχτα.
Πλήρης ως ήταν ημερών, δίκαιος ο χαμός του.
Μαζεύτηκαν οι φίλοι κι απομείναντες γνωστοί
σε συνοδεία να συμπράξουν στο καθήκον
μνήμης να δώσουν ύστατο χαιρετισμό.
 
Αυτός τα έγραψε όλα σε χαρτί περγαμηνής
αρνούμενος κάθε είδους τελετής
μόνο μια μάζωξη απλή και ταπεινή
χωρίς λόγους ιδιαίτερους για θλίψη περιττή.
 
Άθεος ήταν, το δήλωνε συχνά
με υπερηφάνεια, μακριά από θρησκευτικά.
Ήταν επίσης ο καλός τους ποιητής
συχνά χάριζε στίχους δείχνοντας ευτυχής.
 
Θυμάμαι πριν δυο χρόνια μέσα σ’ ανατριχίλα
απήγγειλε ένα ποίημα για τον φίλο τους Λεωνίδα.
Πριν από άλλα τρία χρόνια ακριβώς
οι συγγενείς φέρθηκαν απρεπώς
και σ’ άλλου φίλου τέλους πορεία
γιατί δεν ήταν ταιριαστό ποίημα, σε χριστιανών κηδεία.
 
Τώρα ο φίλος με τους στίχους έφυγε για πάντα
κι ζώντες νοιώθουνε κενό
που δεν υπάρχει ποίημα εδώ
ν’ απαγγελθεί, να ακουστεί
όπως αρμόζει με τιμή.
 
Ύστερα από την καύση της σορού
μαζεύτηκαν ξανά όλοι μαζί
στο κοντινό το καφενείο
να προσπαθήσουν, ποίημα για αντίο.
 
Δημήτρης Βίκτωρ
Μάιος- 2013

-------------------------------------------------------

Σχολιασμός και φιλοσοφική ανάλυση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή

Το
ποίημα («Ποίημα για τον Βίκτωρ (24 Μαΐου, 2045 μ.)», κοιτά τον θάνατο μέσα από ένα ήπιο, σχεδόν καθημερινό βλέμμα. Ο ποιητής περιγράφει την ίδια του την κηδεία, αφήνοντας τον λόγο να ρέει σαν αφήγηση. Η γραμμική αναφορά σε παρελθόντα περιστατικά –«πριν δυο χρόνια», «πριν τρία»– λειτουργεί ως χρονικά στηρίγματα που βοηθούν τον αναγνώστη να ακολουθήσει την τελετουργία και συγχρόνως να νιώσει τη ρευστότητα του χρόνου.

Η πρώτη ειρωνεία γεννιέται από την έλλειψη ποιήματος στην τελετή του ίδιου του δημιουργού. Ο Βίκτωρ, «ο καλός τους ποιητής», αρνείται οποιονδήποτε επίσημο λόγο. Οι φίλοι, συνηθισμένοι να καταφεύγουν στη δική του τέχνη για να δώσουν νόημα σε ξένους θανάτους, νιώθουν τώρα ένα άβολο κενό. Η φυγή του δείχνει ότι ακόμη και η πιο ριζοσπαστική άρνηση τελετής δεν σβήνει την ανθρώπινη ανάγκη για μια τελευταία λέξη.

Η ρητή δήλωση αθεΐας ενισχύει αυτή την άρνηση. Χωρίς θρησκευτικό πλαίσιο, ο Βίκτωρ ορίζει μόνος του τους όρους αναχώρησης: καμία ιεροπραξία, απλώς μια σεμνή συγκέντρωση. Στο ποίημα διαγράφεται η σύγκρουση ανάμεσα στην αυτονομία του ατόμου και στη συλλογική συνθήκη που απαιτεί κάποιο τελετουργικό περικάλυμμα. Το 2045, η καύση της σορού υπονοείται ως πιο συνηθισμένη, μα η ανάγκη συμβόλου παραμένει.

Οι σύντομες μνήμες παλιότερων κηδειών φωτίζουν την σχέση του ποιητή με τον λόγο: στον φίλο Λεωνίδα χάρισε ανατριχιαστικό ποίημα, σε έναν άλλο φίλο ήρθε σε ρήξη με τους συγγενείς. Οι εικόνες αυτές δείχνουν πόσο εύθραυστες είναι οι κοινωνικές συμβάσεις όταν η καλλιτεχνική φωνή παρεμβαίνει σε ιεραρχημένους χώρους, ιδίως όταν αμφισβητεί θρησκευτικά μοτίβα.

Ύστερα από την καύση, το ανθρώπινο τοπίο μεταφέρεται σε καφενείο. Εκεί, μακριά από ψαλμούς και τελετάρχες, οι ζωντανοί φίλοι ψάχνουν να συντάξουν «ποίημα για αντίο», κάτι όχι τόσο απλό!

Αναδύεται έτσι η αγωνία των φίλων: Θα το καταφέρουμε; Είναι τόσο εφικτό αυτό; Και επίσης, γεννάται το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα: ποιος έχει τον τελικό λόγο στον αποχαιρετισμό; Ο θανών, που όρισε την απουσία λόγου, ή οι ζωντανοί, που χρειάζονται έναν συμβολικό μηχανισμό για να διαχειριστούν την απώλεια; Το ποίημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι η ελευθερία του ενός δεν ακυρώνει τις ανάγκες των πολλών, αλλά απλώς μεταθέτει το βάρος της δημιουργίας σε εκείνους που μένουν.

Η ποίηση προβάλλει τελικά ως επινοημένη κοινή γλώσσα. ακόμη κι όταν εκλείπει από την επίσημη τελετή, ξεπηδά έπειτα, στο τραπέζι του καφενείου, για να γεμίσει το κενό. Η τέχνη μπορεί να απουσιάζει κατ’ επιθυμία του δημιουργού, μπορεί όμως και να ξαναγεννηθεί ως συλλογική απάντηση στον χαμό του.

Ο χρόνος, διάσπαρτος σε σύντομες αναδρομές, τονίζει ότι οι ζωές πλέκονται συνεχώς μέχρι να διαλυθούν· Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι παρεξηγήσεις, όλα δομούν ένα μωσαϊκό που ολοκληρώνεται μόνο με τον θάνατο. γι’ αυτό και κάθε επιθυμία, παραμένει σχετική μπροστά στη ροή των γεγονότων.

Εντέλει, το ποίημα δείχνει πως ο θάνατος είναι κοινός τόπος αλλά η διαχείρισή του πολυφωνική. Ο Βίκτωρ διεκδικεί το δικαίωμα σιωπής, οι φίλοι διεκδικούν το δικαίωμα λόγου, και το αποτέλεσμα είναι μια άτυπη, ανθρώπινη σύνθεση που συνενώνει και τις δύο στάσεις. Ο θάνατος ωθεί στην αναζήτηση νοήματος. Η τέχνη, ακόμη και όταν λείπει, παραμένει πρόθυμη να το προσφέρει εκ των υστέρων. Έτσι, στον απόηχο μιας άφωνης κηδείας, πρέπει να γεννηθεί ένα νέο ποίημα, γραμμένο όχι από τον νεκρό αλλά για χάρη του, δείχνοντας ότι μνήμη και δημιουργία προχωρούν πάντα μαζί.

Ναι, αλλά είναι εύκολο να γραφτεί ένα ποίημα για τον Ποιητή Βίκτωρ;

Αυτό το γνωρίζει ο ποιητής και σαρκάζει την σκέψη και την προσπάθεια των φίλων. Και επειδή γνωρίζει πως δεν θα τα καταφέρουν, μάλλον τους το αφήνει ο ίδιος…!

Δημήτρης Βίκτωρ

 

 

 


Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΑ ΛΑΘΗ

Ανέκαθεν οι ελίτ ενθουσιάζονταν με παραλογισμούς, κυρίως επειδή οι εφαρμογές αυτών των παραλογισμών δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή τους.

Ιδεοληψία, ριζοσπαστισμός, τύφλωση και η παθολογία της «ιδεολογικής συνέπειας»

Συχνά η δυσπιστία των λαών έναντι των ελίτ οδηγεί στην ανάδειξη ανίκανων και αλλοπρόσαλλων ηγεσιών — όμως, αξίζουν πράγματι οι ελίτ εμπιστοσύνη; Η εμπειρία δείχνει το αντίθετο.

Ας δεχτούμε, για τις ανάγκες ενός σύντομου άρθρου, ότι μέρος των ελίτ είναι οι «διανοούμενοι» κι ότι αυτός ο δεύτερος όρος αντιστοιχεί σε πολυπτυχιούχους ή σε ανθρώπους που ασχολούνται συστηματικά με τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες σε τέτοιο επίπεδο ώστε να διατυπώνουν δημοσίως γνώμες τόσο στον τομέα τους όσο και έξω από αυτόν, επηρεάζοντας τους υπολοίπους. Αυτοί οι άνθρωποι, αν και πιο μορφωμένοι, σε ένα γνωστικό πεδίο τουλάχιστον, πλανώνται συχνότερα απ’ όσο έχουν δίκιο και η διορατικότητά τους έχει αποδειχθεί ελλειμματική. Η πνευματική καλλιέργεια, η ευφυΐα και η εκπαίδευση όχι μόνο δεν αποτελούν εγγύηση σοφίας, αλλά προδιάθεση για λανθασμένες εκτιμήσεις, απάνθρωπες προτροπές και κακόβουλες πράξεις. Σε πλήθος περιστάσεων στην ιστορία, ιδιαίτερα σ’ εκείνη του 20ού και 21ου αιώνα, που μας αφορά περισσότερο, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης στήριξαν αιμοσταγή καθεστώτα, επέμειναν πεισματικά σε ξοφλημένες ιδεολογίες και προσκολλήθηκαν σε θεωρίες και σε θεωρητικούς που είχαν ήδη διαψευστεί με τον πιο κατάφωρο τρόπο. Πολλά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διεπράχθησαν με την πρωτοβουλία μορφωμένων ατόμων — στην Καμπότζη, ανάμεσα στους Ερυθρούς Χμερ, υπεύθυνους για τον βίαιο θάνατο σχεδόν δύο εκατομμυρίων συμπατριωτών τους στη δεκαετία του 1970 ήσαν οκτώ γαλλόφωνοι διανοούμενοι, πέντε εκ των οποίων είχαν σπουδάσει στη Σορβόνη: εκεί είχαν διδαχθεί τις ανοησίες του Ζαν-Πολ Σαρτρ για την επαναστατική βία και για τον καθαγιασμό των μέσων «με καλό σκοπό».

Ο Σαρτρ, αν και σήμερα δεν έχει την επιρροή που είχε πριν από πενήντα χρόνια, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα παραπλανημένου και φανατικού διανοούμενου που έγινε σύμβολο των απανταχού παραπλανημένων και φανατικών. Αλλά ίσως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να ήταν ακόμα χειρότερος σε ακρισία και σε πολιτική (και προσωπική) εχθροπάθεια· αμφότεροι στήριξαν τις σταλινικές δίκες-φάρσες, τις εκτελέσεις διαφωνούντων ή και μη διαφωνούντων των κομμουνιστικών καθεστώτων, τους δικτάτορες και τους τυράννους. Δεν ήσαν απλώς χρήσιμοι ηλίθιοι, ήσαν ενεργά όργανα προπαγάνδας.

Μπορώ να απαριθμήσω πολλούς από μια μακρά σειρά μελών της ελίτ που προσχώρησαν στον φασισμό, στον ναζισμό ή στον κομμουνισμό: Μαρινέτι, Ντ’ Ανούντσιο, Έζρα Πάουντ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Πολ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα, Γιάννης Ρίτσος, Καρλ Σμιτ, Λένι Ρίφενσταλ, Λουί Αλτουσέρ, Αντρέ Γκλυξμάν, Νόαμ Τσόμσκι. Σε ολόκληρες γενιές διανοουμένων, λιγοστοί ήσαν όσοι έβλεπαν τι συνέβαινε ολόγυρά τους· κι αυτοί όχι από την αρχή —απλώς, κάποιοι είχαν το στοιχειώδες θάρρος, τη στοιχειώδη εντιμότητα, να παραδεχτούν ότι σε μια περίοδο της ζωής τους έκαναν φρικτά λάθη παρασύροντας σε πλάνες και πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο Τζορτζ Όργουελ ήταν ένας απ’ αυτούς: σήμερα, παραδόξως, τον επικαλείται η αριστερά· ίσως αυτή η συχνή αναφορά να οφείλεται σε άγνοια· ο Όργουελ υπήρξε σφοδρός επικριτής της. Όσο για τους διανοουμένους που δεν έπεσαν στην παγίδα της αγελαίας νοοτροπίας —η Άιν Ραντ, ο Ρεϊμόν Αρόν, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τόμας Μαν— αν και το έργο τους αναγνωρίστηκε, οι απόψεις τους λοιδορήθηκαν.

Αν εξετάσουμε βήμα βήμα την ιστορία, θα διαπιστώσουμε πως, ακόμα και λαμπρές προσωπικότητες —ο Μπέρτραντ Ράσελ λόγου χάρη— έκαναν καταστροφικές προτάσεις στις ηγεσίες και στους λαούς. Πού θα είχε οδηγήσει τη Βρετανία η ιδέα του Ράσελ για αφοπλισμό πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Υπενθυμίζω ότι στη δεκαετία του 1930, ως πασιφιστής, πρότεινε τον αφοπλισμό της χώρας του: «Αν εισβάλουν οι στρατιώτες του Χίτλερ» έλεγε, «πρέπει να τους υποδεχτούμε φιλικά, σαν να είναι τουρίστες […] Έτσι, θα χάσουν την αυστηρότητά τους και ίσως βρουν ελκυστικό τον τρόπο της ζωής μας». Dream on…

Στο βιβλίο «Η προδοσία των διανοουμένων», που εκδόθηκε το 1927, ο Ζιλιέν Μπεντά (αναφέρομαι συχνά σ’ αυτό το δοκίμιο, όπως, αναπόφευκτα, και στο «Όπιο των διανοουμένων» του Ρεϊμόν Αρόν) τεκμηριώνει το πώς πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διανοούμενοι ήσαν τόσο έκθαμβοι μπροστά στην άνοδο των ολοκληρωτισμών ώστε πολλοί εξ αυτών εγκατέλειψαν την αναζήτηση της αλήθειας για να υπηρετήσουν ζοφερές ιδεολογίες. (Η ειρωνεία: είκοσι χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Μπεντά άρχισε να τα μασάει γύρω από τις εκτελέσεις «τροτσκιστών» στην ΕΣΣΔ: μήπως επρόκειτο για προπαγάνδα της Δύσης; Ή μήπως η εξόντωση των εσωτερικών εχθρών ήταν εντέλει «αναγκαίο κακό»;)

Εν πάση περιπτώσει, καθώς προχωρούσε ο 20ός αιώνας, η τύφλωση, η αφέλεια, η κακή πίστη έναντι της δημοκρατίας και ο κυνισμός οργίαζαν: μεγάλη επιτυχία γνώρισαν ο Τσε Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο, οι οποίοι, ως ρομαντικοί επαναστάτες, δέχονταν επισκέψεις πολλών Ευρωπαίων και Αμερικανών διανοουμένων. Εκτός του ότι η Ανιές Βαρντά γύρισε προπαγανδιστική ταινία όπου συνέκρινε τον Φιντέλ με τον Γκάρυ Κούπερ (ο Σολ Λάνταου επίσης), ο Σαρτρ έγραψε δεκαέξι εγκωμιαστικά άρθρα στην εφημερίδα France-Soir και η Σιμόν ντε Μποβουάρ —ένα έτσι κι αλλιώς μέτριο πνεύμα— τον επαίνεσε ξανά και ξανά σε τηλεοπτικές εκπομπές και στον Nouvel Observateur. Αλλά, το αποκορύφωμα της τύφλωσης δεν ήταν η εκτίμηση για τον Φιντέλ Κάστρο, αλλά εκείνη για τον Μάο τσε Τουνγκ: ο μαοϊσμός των διανοουμένων στη δεκαετία του 1960 και 1970 υπήρξε η πιο τρομακτική διάθλαση της όρασης στον 20ό αιώνα.

Στη Γαλλία, κυρίως στους κύκλους της Ecole Normale, καθώς και στον χώρο του πειραματικού κινηματογράφου, φούντωσε το κίνημα εναντίον της υλιστικής και φιλελεύθερης Δύσης, με παράλληλη ανάπτυξη της φιλοκινεζικής ρητορικής. Προσωπικότητες όπως ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Αλτουσέρ, ο Αλέν Μπαντιού, ο Σιλβάν Λαζαρούς, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και ο Μισέλ Φουκό χειροκρότησαν την Πολιτιστική Επανάσταση και την αγροτική μεταρρύθμιση στην Κίνα στηλιτεύοντας τον δυτικό «κομφορμισμό» και «ατομισμό». Οι δηλώσεις τους δεν απείχαν πολύ από την προσωπολατρία: η Μποβουάρ εξήρε την «αμίμητη φυσικότητα» του Μεγάλου Τιμονιέρη και το πώς τα πρόσωπα του Μάο και του Τσου Ενλάι «όχι μόνο σαγηνεύουν αλλά και εμπνέουν ένα πολύ σπάνιο συναίσθημα, τον σεβασμό».

Όπως όλοι ξέρουμε, ο Μάο ήταν υπεύθυνος για καμιά 50ριά εκατομμύρια θανάτους, κάτι που τον καθιστά τον χειρότερο κατά συρροή δολοφόνο στην ανθρώπινη ιστορία — αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για όσους στοχάζονταν στα καφέ του Σεν Ζερμέν ντε Πρε και στα campuses των αμερικανικών πανεπιστημίων. Ο δε Ρολάν Μπαρτ ταξίδεψε στην Κίνα, τα βρήκε όλα υπέροχα κι έγραψε, μεταξύ άλλων, για την ειρήνη που επικρατούσε στη χώρα, για τη «σύνθετη κουζίνα» της και για τα «παιδιά που δεν κουράζεσαι να κοιτάς τις εκφράσεις τους, τόσο διαφορετικές είναι» (;;;). Τσιμουδιά για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των Κινέζων. Αντιθέτως: «Στον δρόμο, στα εργαστήρια, στα σχολεία, στους επαρχιακούς δρόμους, ένας λαός που μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια έχει ήδη χτίσει ένα σημαντικό έθνος, μετακινείται, εργάζεται, πίνει το τσάι του ή κάνει τη μοναχική του γυμναστική, χωρίς θέατρο, χωρίς θόρυβο, χωρίς να ποζάρει, με λίγα λόγια χωρίς υστερίες» (Le Monde, Μάιος 1974). Αν και ο Μπαρτ δεν είδε τίποτα αρνητικό στη ζωή στην Κίνα, αγανάκτησε για το φαγητό που του σέρβιραν στην Air France στο ταξίδι της επιστροφής: «Το πρωινό της Air France είναι τόσο αηδιαστικό (λίγο μπαγιάτικο ψωμί, κοτόπουλο βουλιαγμένο στη σάλτσα, πολύχρωμη σαλάτα — και όχι σαμπάνια!)· θα γράψω στην αεροπορική εταιρεία για να διαμαρτυρηθώ!» Με λίγα λόγια, ορίστε οι δυτικές «υστερίες», οι οποίες βεβαίως εκδηλώθηκαν και με πιο δραστικές μεθόδους: το κίνημα της αριστερής τρομοκρατίας παντού στη Δύση —κυρίως στην Ιταλία και στη Γερμανία— εμπνέονταν από τον μαοϊσμό και τον παναραβισμό· οι επικεφαλής του ήσαν «διανοούμενοι».

Η αλήθεια είναι ότι στο πέρασμα του χρόνου πολλοί ακροαριστεροί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ εξελίχθηκαν και αφηγήθηκαν με κριτικό βλέμμα τις τρέλες της νιότης τους (προσφάτως, o γνωστός κοινωνιολόγος Ζαν-Πιερ Λε Γκοφ, πρώην μαοϊκός, εξέδωσε σχετικό βιβλίο)· όμως, το συνηθισμένο χαρακτηριστικό της διανόησης δεν είναι η εξέλιξη· είναι η αγκίστρωση σε οποιαδήποτε ιδεολογική παλαβομάρα, η δικαιολόγησή της κι αυτό που ονομάζουν «συνέπεια» — το να σκέφτεσαι δηλαδή με τον ίδιο ηλίθιο τρόπο όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νιότης σου, αλλά μέχρι το πικρό σου τέλος. Πόσο θλιβερό: άνθρωποι, μορφωμένοι άνθρωποι, στα σαράντα τους, στα πενήντα τους, σκέφτονται και ενεργούν όπως όταν ήσαν δεκαεπτά ετών. Και επιπλέον υπερηφανεύονται γι’ αυτή την αναστολή της ανάπτυξης.

Το 1979, οι τιτάνες της αριστερής σκέψης χειροκρότησαν την επανάσταση των μουλάδων στο Ιράν. Ήδη πριν από την ισλαμική επανάσταση, όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ζούσε στη Γαλλία ως δήθεν πιθανό θύμα του καθεστώτος του Σάχη, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των αριστερών διανοουμένων: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Έτσι, ο Μισέλ Φουκό είδε στους μουλάδες μια «πνευματική εξουσία χωρίς διοικητικό ή εποπτικό ρόλο» και βάλθηκε να επαινεί το Κοράνι, το οποίο υποτίθεται ότι στο εξής θα διείπε την ενάρετη ιρανική ζωή με την αξία της εργασίας, με την κοινοκτημοσύνη των πόρων (νερό, υπέδαφος), με όρια της ελευθερίας που να τηρούνται έτσι ώστε να μη βλάπτουν τους άλλους, με σεβασμό των μειονοτήτων, με ισότητα και αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών, με λογοδοσία των κυβερνώντων. Αυτά διάβαζε στο Κοράνι ο Φουκό. Σήμερα, αν και έχει μειωθεί ο αριθμός εκείνων που ξεστομίζουν τέτοιες μωρίες, στον χώρο της αριστεράς σ’ αυτές τις μωρίες στηρίζεται η ισλαμοφιλία, όπως και όλα τα φιλο-ολοκληρωτικά ιδεολογήματα. Άλλωστε, τα ινδάλματα των αριστερών διανοουμένων εξακολουθούν να είναι ο Φουκό και ο Έντουαρντ Σαΐντ· όσοι εμπότισαν την αριστερά με μεταφυσικές ιδέες, αυθαιρεσία, ψευδοεπιστήμη, αντιδυτικισμό, οικοφοβία.

Ανέκαθεν οι ελίτ ενθουσιάζονταν με παραλογισμούς, κυρίως επειδή οι εφαρμογές αυτών των παραλογισμών δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή τους. Για παράδειγμα, τα ανοιχτά σύνορα και η ελεύθερη μετανάστευση ελάχιστα επηρεάζουν τους κατοίκους των «καλών» συνοικιών· άρα, ακούγεται ευχάριστα ακραίο και ριζοσπαστικό να μιλούν εναντίον των συνοριακών φραγμών. Εξάλλου, ενώ οι πολιτικοί που κάνουν γκάφες συνήθως τιμωρούνται με μη επανεκλογή ή με γελοιοποίηση, οι διανοούμενοι μπορούν να κάνουν τη μια γκάφα πάνω στην άλλη χωρίς να χάνουν το κύρος τους· πάντοτε θα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που θα τους θαυμάζει και θα τους ακολουθεί. Κι εκτός αυτού, όσο πιο εξωφρενική είναι μια ιδέα, τόσο περισσότερο ερεθίζει το ενδιαφέρον του κοινού, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από περγαμηνές, τίτλους και ύφος χιλίων καρδιναλίων.

Σώτη Τριανταφύλλου

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

«Η απόρριψη του θεού, είναι άθλος του ανθρώπινου μυαλού»

 

Η φράση «Η απόρριψη του θεού, είναι άθλος του ανθρώπινου μυαλού» αναδεικνύει μια βαθιά πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης: την ικανότητά μας να αμφισβητούμε τα πιο σταθερά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκαν κοινωνίες, πολιτισμοί και κοσμοθεωρίες. Η πίστη ή η αμφιβολία γύρω από την ύπαρξη του θεού δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό ζήτημα· αποτελεί, παράλληλα, και φιλοσοφική διερώτηση για το τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι μέσα στο σύμπαν.

Ο «άθλος» αυτός απαιτεί θάρρος, γιατί προϋποθέτει την αποκοπή του ανθρώπου από ένα από τα αρχαιότερα συστήματα ερμηνείας της πραγματικότητας. Αν τοποθετήσουμε την έννοια του «θεού» ως την αλήθεια, την απόλυτη εξήγηση και την ύψιστη αρχή που κατευθύνει τη ζωή και τη φύση, τότε η απόρριψη αυτής της κοσμοθεωρίας σημαίνει την ανάληψη της ευθύνης τού να βαδίσουμε χωρίς μεταφυσικά στηρίγματα. Το ανθρώπινο μυαλό αναλαμβάνει, σε αυτή την περίπτωση, το δύσκολο έργο να οικοδομήσει το ίδιο το νόημά του, χωρίς να αποζητά απαντήσεις υπερφυσικής προέλευσης.

Στο πέρασμα των αιώνων, πολλοί στοχαστές, από τον Επίκουρο μέχρι τον Νίτσε, επιχείρησαν να «σπάσουν» τα δεσμά του θεϊκού ορισμού της ύπαρξης. Για εκείνους, η ελευθερία του νου δεν ήταν μόνο ζήτημα διάνοιας· ήταν και μια εσωτερική ηθική-υπαρξιακή στάση, που προσέδιδε στον άνθρωπο τη δύναμη να αναζητά μόνος του την αλήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο, η πνευματική ανεξαρτησία, η κριτική σκέψη και η διαρκής αμφισβήτηση αναδεικνύονται σε θεμελιώδεις αρετές.

Ωστόσο, όπως κάθε άθλος, έτσι και αυτός συνεπάγεται κόπο, κινδύνους και σύγχυση. Η απουσία ενός απόλυτου νοητικού πλαισίου συχνά γεννά αγωνία, υπαρξιακό κενό, ακόμα και φόβο μπροστά στην ευθύνη της αυτοκαθοδήγησης. Το «ανθρώπινο μυαλό», όμως, διαθέτει αστείρευτη δύναμη όταν τροφοδοτείται από στοχασμό, φαντασία, και αυτογνωσία. Γι’ αυτό, η απόρριψη του θεού δεν δηλώνει απλώς την έλλειψη πίστης, αλλά τον ηρωισμό του νου να σταθεί όρθιος μέσα στο άγνωστο, αναλαμβάνοντας τη δημιουργία δικών του αξιών, δικών του δρόμων και, τελικά, τη σκυτάλη της ελευθερίας της σκέψης.

Δημήτρης Βίκτωρ



Για Τον Θανάση Βέγγο

Για τον Θανάση Βέγγο     

(Γράφτηκε στις 3/5/2011, ημέρα του θανάτου του)


Στην τελευταία παράσταση του καθένα λέγονται τα περισσότερα.
Τα ενώνεις και έχεις κάποια γνώμη για το άτομο.
Και πάντα υπάρχει και κάτι ακόμα…
Έτσι δεν είναι;

Όταν ήρθα στην Αθήνα ήμουν 18 ετών. Έφερα μαζί μου και ένα μικρό μηχανάκι 50 κυβικών, δίχρονο benelli
Κύλισαν τα χρόνια, επέζησα μέχρι σήμερα. Το μηχανάκι επέζησε κι αυτό. Πολύτιμη συντροφιά τα πρώτα χρόνια, παροπλίστηκε στη συνέχεια και έμεινε σιωπηλό.
Ο χώρος στο στούντιο ήταν πολύτιμος και τοποθετήθηκε στον ακάλυπτο.
Και εκεί αφημένο για άλλα 26 χρόνια σκούριασε, αχρηστεύτηκε. Αλλά και εμπόδιζε.
Πολλές φορές σκέφτηκα να το πετάξω στα σκουπίδια. Αλλά κάθε φορά άλλαζα γνώμη:
«Άσ' το, ας είναι... Αναμνήσεις!... Είναι θρυλικό, έπαιξε και σε ταινία με τον Βέγγο!».

 Άρχισα να εργάζομαι στα στούντιο της Φίνος Φίλμ στα Σπάτα. Δύσκολα χρόνια, Χούντα, ελάχιστες ταινίες γυρίζονταν.
Εγώ εκστασιασμένος που κατάφερα να βρίσκομαι σε αυτό το χώρο.
Και όχι μόνον. Η ταινία που γυρίζονταν ήταν με τον Βέγγο!
Περίμενα με ανυπομονησία να τον δω από κοντά. Σήμερα είχε καθυστερήσει και ο σκηνοθέτης, ο Ερρίκος Θαλασσινός γκρίνιαζε.
Εντύπωση όμως μου έκαναν τα απαξιωτικά λόγια, σχεδόν υβριστικά του υπόλοιπου συνεργείου για τον Θανάση. Και όχι λόγω της καθυστέρησης. Έτσι μιλούσαν πάντα γι' εαυτόν!...
Κάποια στιγμή φάνηκε ένα κιτρινόμαυρο παλιό Ντάτσουν και ο Βέγγος έφτασε και κατέβηκε. Τρεχάτος και βιαστικός. Όπως στις ταινίες.
Σαν σίφουνας μπήκε μέσα και κάθισε στην καρέκλα του μακιγιάζ.
Η Αργυρώ άρχισε να τον μεταμορφώνει σε παππού για της ανάγκες της πρώτης σκηνής.
Ο Βέγγος μέσα στα νεύρα. Βιάζονταν. Διέκοπτε την μακιγιέζ συνεχώς:
« Τέλειωνε, τέλειωνε σου λέω! Δεν είμαι πουτάνα εγώ για να με πασπατεύεις! Δεν είμαι Βουγιουκλάκη εγώ!».
Η Αργυρώ μες την τρομάρα προσπαθούσε να τελειώσει. Ο Βέγγος την σταματάει ουρλιάζοντας:
«Χέσε με! Τελείωσα! Και σ' όποιον αρέσει!»
Πετάγεται επάνω και τρέχει στο πλατό.
 Όλο το συνεργείο τρέχει και παίρνει θέσεις. Ο σκηνοθέτης με το σενάριο στα χέρια πλησιάζει τον Θανάση. Αυτός  το αρπάζει από τα χέρια του και αρχίζει να διαβάζει βιαστικά τις σελίδες. Τις διάβαζε σχεδόν κάθετα! Μουρμούριζε τα λόγια και έδειχνε μια προσπάθεια για να τα μάθει απ' έξω.
Οπότε σε μια στιγμή σταματάει και σκίζει τη σελίδα φωνάζοντας δυνατά:
«Πετάμε αυτές τις μαλακίες εδώ και πάμε παρακάτω!»
Και... άρχισε το γύρισμα!

Αυτή ήταν η πρώτη μέρα.
Κάπως έτσι όμως γίνονταν πάντα.
Νεύρα, νεύρα, νεύρα. Έδειχνε ήρεμος μόνο όταν κάποιος ηθοποιός είχε πρόβλημα και ήθελε πρόβες.
Ο Βέγγος δεν ήθελε ποτέ πρόβα. Το έπαιζε όλα κατ' ευθείαν. Μια και έξω! Όσες φορές και να το έπαιζε, και αυτό γίνονταν επειδή οι άλλοι ηθοποιοί είχαν πρόβλημα, αυτός το έπαιζε ίδια!
Μα ακριβώς ίδια! Και με έναν δικό του συγκεκριμένο τρόπο. Είχε μια μοναδική σχέση με την υποκριτική, σχεδόν σχιζοφρενική.

 Με την πάροδο των ημερών δεν απορούσα πια για τα νεύρα του και τις φωνές του. 
Έμαθα και την αιτία:

Ο Βέγγος, πριν από λίγα χρόνια, είχε κάνει δική του εταιρεία παραγωγής.
Η πρώτη του μεγάλη ταινία, υπερπαραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής "Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρηση Γης Μαδιάμ", ενώ έκανε πολλά εισιτήρια στις αίθουσες, για τον Βέγγο ήταν οικονομική καταστροφή. Και αυτό γιατί ο ρομαντικός και γενναιόδωρος αυτός άνθρωπος ήταν τόσο ανοιχτοχέρης, που έδινε παραπάνω χρήματα σε όλους.
Δεν είχε ιδέα από λογαριασμούς και ότι χρήματα είχε αποκομίσει από τις προηγούμενες ταινίες του τα έριξε στην παραγωγή. Φαλίρισε λοιπόν και βγήκε χρεωμένος σε πολλούς και ειδικά στον Φίνο ο οποίος ύστερα από διαμάχες, τον υποχρέωσε να του κάνει δύο ταινίες τζάμπα για το χρέος.
Ο Βέγγος, λοιπόν, σε αυτή την κατάσταση, γύριζε την δεύτερη ταινία για να ξεχρεώσει. Ήταν τελείως άφραγκος και στα όρια της τρέλας.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο πιο δυνατά ακούγονταν οι φωνές του.
Και πάντα έβαζε και τη Βουγιουκλάκη στα λόγια του:
«Δεν είμαι πουτάνα Βουγιουκλάκη εγώ! Μην με πασπατεύεις σου λέω».
Και άλλα, όπως:
«Η Βουγιουκλάκη έχει την πουτανιά, εγώ όμως έχω την τρεχάλα μου, τον πόνο μου, την μουσικούλα μου. Δεν γίνεται Βέγγος χωρίς τη μουσικούλα του».
Και γυρίζοντας προς εμένα:
«Κατάλαβες Δημητράκη; Δημητράκη σου λέω, κατάλαβες;».

 Μια μέρα έφυγε από το γύρισμα νωρίς.
«Δημητράκη θα φύγουμε μαζί. Έλα να σε πάω σπίτι».
Και φύγαμε μαζί.
«Θα πάμε μέσα από την Καλογρέζα για να κόψουμε δρόμο», μου είπε.
Εγώ που να ξέρω τι εννοούσε;
Τότε στην Καλογρέζα δεν υπήρχε Ολυμπιακό Στάδιο. Και η Βεΐκου δεν είχε ακόμα ανοιχθεί. Σαν ραλίστας ο Θανάσης όρμησε στον χωματόδρομο.
Σκόνη μέχρι τον ουρανό. Τον ρώτησα:
«Πόσα χρόνια το έχεις αυτό το αμάξι;»
«Εννιά χρόνια. Άστα, αφραγκίες. Δεν έχω μπικικίνια να το αλλάξω. Φοβάσαι που τρέχω; Μη φοβάσαι ο Βέγγος τρέχει αλλά προσέχει. Εσύ από που ήρθες; Δεν είσαι Αθηναίος, έτσι; Από που είναι η μανούλα σου;»
«Από τη Λευκάδα»
«Κοίταξε να δεις! Και εμένα η γυναίκα μου είναι από τη Λευκάδα! Ωραία σύμπτωση…».
Και συνέχισε σε άλλο ύφος:
«Η γυναίκα μου είναι άρρωστη… Ζω άφραγκος, με μια γυναίκα άρρωστη όλη μου τη ζωή και με ένα σαραβαλιασμένο ντάτσουν εννέα ετών. Εσύ τι ζητάς στη Αθήνα;»
«Θέλω να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο»
«Ψωνάρα κι εσύ, έτσι;».
Σκεφτόμουν τι να απαντήσω.
Ο Θανάσης, όμως, έδειχνε να μην έχει όρεξη να ακούσει τίποτα. Κοίταζε μπροστά καθώς οδηγούσε νευρικά και είχε βυθιστεί στην σιωπή του. Παρατηρούσα το προφίλ του, θλιμμένο, βασανισμένο… Η σκόνη που άφηνε το δαιμονισμένο ντάτσουν στην Καλογρέζα, σύννεφο μέχρι τον ουρανό...

Μία από τις επόμενες μέρες ο φροντιστής έφερε μία βέσπα για τις ανάγκες του γυρίσματος. Ο Θανάσης μόλις την είδε είπε:
«Τι μαλακία είναι αυτή εδώ; Θα βάλουμε το μηχανάκι του Δημητράκη. Είναι πιο αστείο!».
Και έτσι έγινε. Η Γκρέτα υποτίθεται ότι ήρθε από τη Γερμανία με το benelli και ο Θανάσης στη συνέχεια σαλαγάει τα πρόβατα με αυτό.

Χρόνια αργότερα ήμουν στην οδό Πατησίων  σε κάποιο φανάρι και ακούω μια φωνή:
«Δημητράκη με το μηχανάκι!» 
Ήταν ο Θανάσης με το ίδιο Ντάτσουν!...
«Θανάση!», φώναξα, ενθουσιασμένος και ο Θανάσης γελώντας και κουνώντας το χέρι του έστριψε αριστερά.
Μόλις πρόλαβα να σηκώσω και εγώ το δικό μου χέρι.

Κύλησε ο χρόνος και το μηχανάκι σκούριαζε ασταμάτητα, ώσπου λίγο καιρό πριν καθώς το κοίταζα ήρθαν οι μνήμες… Και αυτές με τον Θανάση…
«Ευτυχώς που δεν το πέταξα», σκέφτηκα.
Και ύστερα: «Και δεν το επισκευάζω;».

Έτσι και έγινε. Δύσκολο, αλλά έγινε και τέλειωσε πριν λίγες μέρες.
Στην ώρα του!  
Δεν είναι κάτι που κυκλοφορεί πια στους δρόμους. Και είναι συλλεκτικό.

 Σήμερα θα το καβαλήσω και θα πάω στο Θησείο, εκεί όπου η Ελλάδα θα δακρύσει για τον Θανάση Βέγγο.

 Ελπίζω να τον πλησιάσω αρκετά... Πολύς ο κόσμος!...

Δημήτρης Βίκτωρ / Μάιος -  2011


To Benelli όπως είναι σήμερα



Από την ταινία  "Ο Τσαρλατάνος"