Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Απόνερα της Αλώσεως – (Μάιος 1453)

 

Μα πόσα γράφτηκαν γι’ αυτήν την Άλωση!
Φαντάσου να επρόκειτο και για Ελληνική υπόθεση!

Θρηνούν ακόμα κάτι Έλληνες για αυτό το σκουπίδι της ιστορίας, το Βυζάντιο.

Όσο το ψάχνεις τόσο και λυπάσαι, όχι για την Άλωση καθαυτή, αλλά για τους ανθρώπους που σχετίζονται με το γεγονός και τις πράξεις τους.

Να ένα ακόμα καθοριστικό:

Οι πατριωτάρες της χρεωκοπημένης Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (που ονομάστηκε κάποια στιγμή αργότερα Βυζαντινή), οι πιστοί ορθόδοξοι ελέω θεού χριστιανοί, οι προύχοντες που είχαν την δύναμη και το χρήμα, κατάφεραν να παίξουν τον ρόλο τους για την χρεωκοπία και την τελική πτώση.

Πολύ πριν, έβγαλαν τα χρήματά τους στην Βενετία, που την εποχή εκείνη δημιουργούνταν τράπεζες.

Εκτός αυτού γίνονταν και πολίτες του εξωτερικού με χαρτί που πλήρωναν στους Βενετούς. Έτσι κατάφερναν να μην πληρώνουν καθόλου φόρους.

Οπότε τα τελευταία χρόνια, τα δημόσια ταμεία ήταν εντελώς άδεια και δεν υπήρχε και τρόπος για εισπράξεις.

Εκείνος ο Ούγγρος, ο Ουρβανός που έφτιαξε το μεγάλο το κανόνι αργότερα για τον Μωάμεθ τον Πορθητή, πρώτα πήγε στον Κωνσταντίνο Πλαιολόγο και του πρότεινε την κατασκευή.
«Θα σου φτιάξω μία κανονάρα που με δυό βολές θα εξαφανίσεις τον στρατό του Μωάμεθ», είπε στον άφραγκο αυτοκράτορα.
Κι εκείνος ο δυστυχής του απάντησε, «Δεν έχω μία».

Πως να έχει, αφού τα φράγκα των πιστών του υπηκόων είχαν κάνει προ πολλού φτερά;

Έτσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και του είπε τα ίδια.

Κι εκείνος του απάντησε: «Και το ρωτάς; Προχώρα μεγάλε…»

Μπάμ, το κανόνι μία… Μπάμ το κανόνι δεύτερη… Μπάμ το κανόνι τρίτη… Πάει το τείχος!

 Άνοιξε μια τρυπάρα, Να!

Στην τέταρτο Μπάμ, ανατινάχτηκε και το ίδιο το κανόνι και πάει και ο Ουρβανός!
Αλλά η τρύπα είχε ανοιχτεί.

Οι πολιορκημένοι κοίταζαν και χάζεψαν και αφαιρέθηκαν.

Και, ναι! Ξέχασαν ανοιχτή την κερκόπορτα!
Μάλλον από εκεί είχαν βγάλει τα τελευταία τους λεφτά οι πιστοί χριστιανοί της Πόλης.

Έτσι, ατυχώς ….Εάλω…!

Εάλω η Πίστις και όλα τα σχετικά…!

 

Δημήτρης Βίκτωρ



 

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

ΑΥΤΑ ΑΦΑΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

 

«Οι πατριωτικές ανοησίες.
Οι κοινωνικές ανισότητες.

Οι κομουνιστικές ουτοπίες.
Οι θρησκευτικές ψευτιές.
Αυτά αφανίζουν τον άνθρωπο»

 

 Το παραπάνω απόφθεγμα ακούγεται σαν μια περιεκτική καταγγελία διαφορετικών πλευρών της ανθρώπινης εμπειρίας: τα «πατριωτικά φληναφήματα», οι «κοινωνικές ανισότητες», οι «κομμουνιστικές ουτοπίες» και οι «θρησκευτικές ψευτιές». Σε πρώτη ματιά, μοιάζουν σαν τέσσερις διακριτές όψεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου, οι οποίες ωστόσο συγκλίνουν σε έναν κοινό παρονομαστή: σύμφωνα με το απόφθεγμα, αυτές οι τέσσερις μορφές σκέψης ή πρακτικής «αφανίζουν τον άνθρωπο». Με άλλα λόγια, φαίνεται να υπονοείται ότι βλάπτουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία ή ανάπτυξη.

Στην προσπάθεια να αναλύσουμε αυτό το τετράπτυχο, ας λάβουμε υπόψη ότι κάθε στοιχείο έχει τη δική του ιστορική και ιδεολογική φόρτιση. Στο βάθος αναδεικνύεται η αγωνία για την αναζήτηση αλήθειας, δικαιοσύνης και υγιούς κοινωνικής οργάνωσης, σε αντιδιαστολή με το ψέμα, την ανισότητα και την επιφανειακή, «οπαδική» ψυχολογία.

 «Οι πατριωτικές ανοησίες»

Ο όρος “πατριωτικές ανοησίες” (ή “πατριωτικά φληναφήματα”) στηλιτεύει την άκριτη ή φανατική υπερ-ταύτιση με μια πατρίδα, όταν αυτή στηρίζεται σε μύθους, ψευδαισθήσεις ή μισαλλόδοξες ιδέες. Η έννοια της πατρίδας ως κοινής ιστορικής και πολιτισμικής βάσης μπορεί να είναι αξιέπαινη, ωστόσο:

Συχνά, η αγάπη για την πατρίδα εκτρέπεται σε ακραίο εθνικισμό, που στρέφεται εναντίον άλλων λαών ή ενθαρρύνει την τυφλή υπακοή σε ηγέτες με υπερφίαλες φιλοδοξίες. Ο “πατριωτισμός” τότε λειτουργεί σαν εργαλείο χειραγώγησης των μαζών.

Ένας φιλοσοφημένος, κριτικός πατριωτισμός δεν απορρίπτει την αγάπη για τον τόπο και την ιστορία, αλλά αποφεύγει τις θεωρίες περί “ανωτερότητας” και τα εθνικιστικά παραληρήματα που θολώνουν την ανθρώπινη σκέψη. Η «ανοησία» έγκειται στο ότι το συλλογικό ένστικτο δικαιολογεί κάθε αδικία ή επιθετικότητα στο όνομα της “εθνικής υπερηφάνειας”.

 «Οι κοινωνικές ανισότητες»

Η δεύτερη κατηγορία συνιστά μια ουσιαστική πληγή της ανθρώπινης κοινωνίας: οι ταξικές, οικονομικές, μορφωτικές και πολιτισμικές ανισότητες. Αυτές εμφανίζονται διαχρονικά σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, διατηρώντας μια ιεραρχία εξουσίας και πλούτου:

Η κοινωνική ανισότητα σηματοδοτεί ότι ορισμένοι άνθρωποι αποκλείονται από βασικά αγαθά, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, πολιτικά δικαιώματα. Τούτη η κατάσταση παραβιάζει την ιδέα της “ισότητας” που εννοιολογικά χαρακτηρίζει τον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μια δίκαιη κοινωνία προσπαθεί να εξισορροπήσει τις “τυχαίες” κατανομές φυσικών ικανοτήτων ή κοινωνικής τάξης. Παρότι η πλήρης κατάργηση όλων των ανισοτήτων ίσως είναι αδύνατη, η μεγάλη ψαλίδα μεταξύ ευημερίας και φτώχειας καταδεικνύει ότι η κοινωνία μας απέχει πολύ από την ηθική ισορροπία.

Οι ανισότητες μπορούν να “αφανίσουν” τον άνθρωπο είτε σωματικά, μέσω της ανέχειας, είτε ηθικά, οδηγώντας σε απόγνωση, βία ή εκμετάλλευση. Παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων και βάλλουν στην αυτοεκτίμηση όσων είναι αποκλεισμένοι.

«Οι κομμουνιστικές ουτοπίες»

Το τρίτο σημείο επικαλείται τις “κομμουνιστικές ουτοπίες”. Με αυτό εννοούνται οι ιδεολογίες που οραματίζονται μια τέλεια, αταξική κοινωνία, όπου όλα τα αγαθά είναι κοινά και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο έχει εκλείψει. Αν και το όραμα του κομμουνισμού, σε θεωρητικό επίπεδο, γεννήθηκε ως αντίδραση στις κοινωνικές ανισότητες της βιομηχανικής εποχής, η πραγματικότητα υπήρξε συχνά πολύ διαφορετική:

Μια ουτοπική ιδέα, όσα αγαθά κι αν περιέχει, τείνει στη μονομέρεια και απλουστεύει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Ιστορικά, τα καθεστώτα που επιχείρησαν να εφαρμόσουν κομμουνιστικές αρχές επέβαλαν συνήθως κεντρικό έλεγχο, καταπίεση αντιφρονούντων και νέα ιεραρχικά στρώματα. Με άλλα λόγια, δεν κατάφεραν να πραγματώσουν την ιδεατή ισότητα.

Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που μπορεί να λειτουργήσει μόνο με ομαδική συνείδηση ή μόνον ως “κοινωνικό άτομο” χωρίς ατομικές φιλοδοξίες, ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Μια “ιδανική” κοινότητα, εάν δεν λάβει υπόψη τις σύνθετες ανθρώπινες παρορμήσεις και ελευθερίες, γίνεται απολυταρχική.

Όπως και με άλλες ιδεολογίες, η έμμονη πίστη σε μια πλήρως συλλογική “ουτοπία” μπορεί να συντρίψει την ανθρώπινη ελευθερία και ατομικότητα. Έτσι, αντί να απελευθερώσει, καταλήγει να ισοπεδώνει και τελικά να «αφανίζει» τον άνθρωπο, στερώντας του αυθορμητισμό, προσωπική έκφραση και κριτικό πνεύμα.

 «Οι θρησκευτικές ψευτιές»

Το τέταρτο στοιχείο αφορά στις “θρησκευτικές ψευτιές”. Εδώ η κριτική κατευθύνεται στις περιπτώσεις που οι θρησκείες ή οι θρησκευτικοί θεσμοί προβάλλουν ψευδή δόγματα, εκμεταλλεύονται την πνευματικότητα του ανθρώπου ή επιβάλλουν καταπιεστικές ηθικές.

Σε πολλά ιστορικά παραδείγματα, η εκκλησιαστική εξουσία συνεργάστηκε με πολιτικές ή οικονομικές ελίτ, νομιμοποιώντας αδικίες ή ακόμα και βία, για να διατηρήσει την επιρροή της. Στις περιπτώσεις αυτές, η θρησκεία μετατρέπεται σε μηχανισμό χειραγώγησης, αντί σε μέσο ηθικής καθοδήγησης.

Είναι προφανές πως ο άνθρωπος διαθέτει μια έμφυτη ανάγκη για το “υπερβατικό”. Όταν όμως αυτή η ανάγκη εκφυλίζεται σε δόγματα που επιστρατεύουν τον φόβο, τις προκαταλήψεις ή την εξουσία επί των συνειδήσεων, τότε η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στο ψέμα και την απάτη.

Όταν μια θρησκεία παραπλανεί τους οπαδούς της ή τους εγκλωβίζει σε αναληθείς εκδοχές του κόσμου, στερώντας τους το κριτικό τους πνεύμα και τη χαρά της πραγματικής πνευματικής αναζήτησης, τότε υπονομεύεται ο ίδιος ο σκοπός της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αντί να ελευθερώνει ή να παρηγορεί, εγκλωβίζει και εκφοβίζει.

Συνοψίζοντας, το αποφθεγματικό “τετράπτυχο” αναφέρει τέσσερις παράγοντες που, παρά τις διαφορές τους, έχουν κοινές παθογένειες:

Πατριωτισμός χωρίς κριτήριο Εθνικισμός / μισαλλοδοξία

Κοινωνικές ανισότητες Διάσπαση της κοινωνίας / αδικία

Κομμουνιστικές ουτοπίες Άρνηση ανθρώπινης πολυπλοκότητας / πιθανοί ολοκληρωτισμοί

Θρησκευτικά ψεύδη Παραπλάνηση και πνευματική καταπίεση

Όλα αυτά “αφανίζουν τον άνθρωπο” στο βαθμό που αφαιρούν από τη ζωή του ουσιώδεις διαστάσεις: την ελευθερία, την ισότητα, την αυθεντική πνευματικότητα και τη δυνατότητα να σκέφτεται και να δρα κριτικά. Μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ένα παθητικό ον ή σε “οπαδό” μιας ιδεολογίας, θρησκείας ή οικονομικής ανισότητας, που συχνά τροφοδοτεί τη βία και την αδικία.

Παρά τη ζοφερή πλευρά του αποφθέγματος, μπορούμε να αναζητήσουμε εναλλακτικές:

Μπορεί κανείς να αγαπά τον τόπο του, αναγνωρίζοντας συνάμα τις αδυναμίες και τα λάθη του έθνους του, προωθώντας συνεργασία και ειρηνικές σχέσεις με άλλους λαούς.

Η προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων, μέσα από αλληλεγγύη, πολιτικές πρόνοιας και προώθηση ίσων ευκαιριών, προάγει τον ανθρωπισμό.

Αντί των ουτοπιών (που συχνά καταλήγουν σε αυταρχισμό), μπορούμε να επιδιώκουμε μεταρρυθμίσεις με βάση τα ιστορικά διδάγματα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και των σχέσεων παραγωγής.

Η αυθεντική θρησκεία ή φιλοσοφική πνευματικότητα προσκαλεί τον άνθρωπο σε ενδοσκόπηση, αγάπη προς τον άλλον και διεύρυνση της συνείδησης· δεν επιβάλλει στείρα δόγματα, δεν αναλώνεται σε “ψευτιές”.

Το αποφθεγματικό «Αυτά αφανίζουν τον άνθρωπο» συνοψίζει με αιχμηρό τρόπο τις καταστάσεις που, άλλοτε φανατικά και άλλοτε από αδράνεια, οδηγούν σε διάβρωση της προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας, δικαιοσύνης και αλήθειας. Πατριωτισμός δίχως μέτρο, ανισότητα δίχως φρένο, ιδεολογική “ουτοπία” δίχως ρεαλισμό και θρησκευτική απάτη δίχως ηθική είναι όψεις ενός κόσμου που ευνοεί τη χειραγώγηση, την απόγνωση ή τον φανατισμό.

Εντέλει, το κρίσιμο δίλημμα είναι αν θα παραδώσουμε τις ζωές μας σε σχήματα που υπόσχονται τυφλή πίστη, υπακοή και υποταγή, ή αν θα επιδιώξουμε μια πιο κριτική, ισορροπημένη και αλληλέγγυα κοινωνία. Η φιλοσοφία, ως τέχνη του να σκεφτόμαστε ελεύθερα και να διακρίνουμε την ουσία από το ψέμα, μας βοηθά να μην παρασυρόμαστε από “φανταχτερές” ιδεολογικές ματαιότητες, αλλά να υπηρετούμε περισσότερο την ανθρωπιά και την αλήθεια.


 Δημήτρης Βίκτωρ




 

 

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

" ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΚΤΩΡ " - Ποίημα: Δημήτρης Βίκτωρ


Ποίημα για τον Βίκτωρ  (24 Μαΐου, 2045 μ.)

Πέθανε ο Βίκτωρ ξαφνικά μόνος μέσα στη νύχτα.
Πλήρης ως ήταν ημερών, δίκαιος ο χαμός του.
Μαζεύτηκαν οι φίλοι κι απομείναντες γνωστοί
σε συνοδεία να συμπράξουν στο καθήκον
μνήμης να δώσουν ύστατο χαιρετισμό.
 
Αυτός τα έγραψε όλα σε χαρτί περγαμηνής
αρνούμενος κάθε είδους τελετής
μόνο μια μάζωξη απλή και ταπεινή
χωρίς λόγους ιδιαίτερους για θλίψη περιττή.
 
Άθεος ήταν, το δήλωνε συχνά
με υπερηφάνεια, μακριά από θρησκευτικά.
Ήταν επίσης ο καλός τους ποιητής
συχνά χάριζε στίχους δείχνοντας ευτυχής.
 
Θυμάμαι πριν δυο χρόνια μέσα σ’ ανατριχίλα
απήγγειλε ένα ποίημα για τον φίλο τους Λεωνίδα.
Πριν από άλλα τρία χρόνια ακριβώς
οι συγγενείς φέρθηκαν απρεπώς
και σ’ άλλου φίλου τέλους πορεία
γιατί δεν ήταν ταιριαστό ποίημα, σε χριστιανών κηδεία.
 
Τώρα ο φίλος με τους στίχους έφυγε για πάντα
κι ζώντες νοιώθουνε κενό
που δεν υπάρχει ποίημα εδώ
ν’ απαγγελθεί, να ακουστεί
όπως αρμόζει με τιμή.
 
Ύστερα από την καύση της σορού
μαζεύτηκαν ξανά όλοι μαζί
στο κοντινό το καφενείο
να προσπαθήσουν, ποίημα για αντίο.
 
Δημήτρης Βίκτωρ
Μάιος- 2013

-------------------------------------------------------

Σχολιασμός και φιλοσοφική ανάλυση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή

Το
ποίημα («Ποίημα για τον Βίκτωρ (24 Μαΐου, 2045 μ.)», κοιτά τον θάνατο μέσα από ένα ήπιο, σχεδόν καθημερινό βλέμμα. Ο ποιητής περιγράφει την ίδια του την κηδεία, αφήνοντας τον λόγο να ρέει σαν αφήγηση. Η γραμμική αναφορά σε παρελθόντα περιστατικά –«πριν δυο χρόνια», «πριν τρία»– λειτουργεί ως χρονικά στηρίγματα που βοηθούν τον αναγνώστη να ακολουθήσει την τελετουργία και συγχρόνως να νιώσει τη ρευστότητα του χρόνου.

Η πρώτη ειρωνεία γεννιέται από την έλλειψη ποιήματος στην τελετή του ίδιου του δημιουργού. Ο Βίκτωρ, «ο καλός τους ποιητής», αρνείται οποιονδήποτε επίσημο λόγο. Οι φίλοι, συνηθισμένοι να καταφεύγουν στη δική του τέχνη για να δώσουν νόημα σε ξένους θανάτους, νιώθουν τώρα ένα άβολο κενό. Η φυγή του δείχνει ότι ακόμη και η πιο ριζοσπαστική άρνηση τελετής δεν σβήνει την ανθρώπινη ανάγκη για μια τελευταία λέξη.

Η ρητή δήλωση αθεΐας ενισχύει αυτή την άρνηση. Χωρίς θρησκευτικό πλαίσιο, ο Βίκτωρ ορίζει μόνος του τους όρους αναχώρησης: καμία ιεροπραξία, απλώς μια σεμνή συγκέντρωση. Στο ποίημα διαγράφεται η σύγκρουση ανάμεσα στην αυτονομία του ατόμου και στη συλλογική συνθήκη που απαιτεί κάποιο τελετουργικό περικάλυμμα. Το 2045, η καύση της σορού υπονοείται ως πιο συνηθισμένη, μα η ανάγκη συμβόλου παραμένει.

Οι σύντομες μνήμες παλιότερων κηδειών φωτίζουν την σχέση του ποιητή με τον λόγο: στον φίλο Λεωνίδα χάρισε ανατριχιαστικό ποίημα, σε έναν άλλο φίλο ήρθε σε ρήξη με τους συγγενείς. Οι εικόνες αυτές δείχνουν πόσο εύθραυστες είναι οι κοινωνικές συμβάσεις όταν η καλλιτεχνική φωνή παρεμβαίνει σε ιεραρχημένους χώρους, ιδίως όταν αμφισβητεί θρησκευτικά μοτίβα.

Ύστερα από την καύση, το ανθρώπινο τοπίο μεταφέρεται σε καφενείο. Εκεί, μακριά από ψαλμούς και τελετάρχες, οι ζωντανοί φίλοι ψάχνουν να συντάξουν «ποίημα για αντίο», κάτι όχι τόσο απλό!

Αναδύεται έτσι η αγωνία των φίλων: Θα το καταφέρουμε; Είναι τόσο εφικτό αυτό; Και επίσης, γεννάται το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα: ποιος έχει τον τελικό λόγο στον αποχαιρετισμό; Ο θανών, που όρισε την απουσία λόγου, ή οι ζωντανοί, που χρειάζονται έναν συμβολικό μηχανισμό για να διαχειριστούν την απώλεια; Το ποίημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι η ελευθερία του ενός δεν ακυρώνει τις ανάγκες των πολλών, αλλά απλώς μεταθέτει το βάρος της δημιουργίας σε εκείνους που μένουν.

Η ποίηση προβάλλει τελικά ως επινοημένη κοινή γλώσσα. ακόμη κι όταν εκλείπει από την επίσημη τελετή, ξεπηδά έπειτα, στο τραπέζι του καφενείου, για να γεμίσει το κενό. Η τέχνη μπορεί να απουσιάζει κατ’ επιθυμία του δημιουργού, μπορεί όμως και να ξαναγεννηθεί ως συλλογική απάντηση στον χαμό του.

Ο χρόνος, διάσπαρτος σε σύντομες αναδρομές, τονίζει ότι οι ζωές πλέκονται συνεχώς μέχρι να διαλυθούν· Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι παρεξηγήσεις, όλα δομούν ένα μωσαϊκό που ολοκληρώνεται μόνο με τον θάνατο. γι’ αυτό και κάθε επιθυμία, παραμένει σχετική μπροστά στη ροή των γεγονότων.

Εντέλει, το ποίημα δείχνει πως ο θάνατος είναι κοινός τόπος αλλά η διαχείρισή του πολυφωνική. Ο Βίκτωρ διεκδικεί το δικαίωμα σιωπής, οι φίλοι διεκδικούν το δικαίωμα λόγου, και το αποτέλεσμα είναι μια άτυπη, ανθρώπινη σύνθεση που συνενώνει και τις δύο στάσεις. Ο θάνατος ωθεί στην αναζήτηση νοήματος. Η τέχνη, ακόμη και όταν λείπει, παραμένει πρόθυμη να το προσφέρει εκ των υστέρων. Έτσι, στον απόηχο μιας άφωνης κηδείας, πρέπει να γεννηθεί ένα νέο ποίημα, γραμμένο όχι από τον νεκρό αλλά για χάρη του, δείχνοντας ότι μνήμη και δημιουργία προχωρούν πάντα μαζί.

Ναι, αλλά είναι εύκολο να γραφτεί ένα ποίημα για τον Ποιητή Βίκτωρ;

Αυτό το γνωρίζει ο ποιητής και σαρκάζει την σκέψη και την προσπάθεια των φίλων. Και επειδή γνωρίζει πως δεν θα τα καταφέρουν, μάλλον τους το αφήνει ο ίδιος…!

Δημήτρης Βίκτωρ

 

 

 


Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Περί πένθους και θορύβου

Η θλίψη, ως βαθιά εσωτερική διαδικασία, μοιάζει με μια ερμητική σιωπή που απλώνεται μέσα μας, αναδεικνύοντας τις πιο ουσιώδεις πτυχές της ύπαρξής μας. Στον απροσπέλαστο αυτό χώρο, ο άνθρωπος αναμετριέται με την απώλειά του· όχι με φωνασκίες ή μεγαλοστομίες, αλλά με μια βουβή περισυλλογή που γεννά σεβασμό τόσο απέναντι σε εκείνον που θρηνεί, όσο και απέναντι στο ίδιο το γεγονός της απουσίας. Με τη σιωπή, ο νους επιτρέπει στον πόνο να εκδηλωθεί καθαρά και αληθινά, δίχως τις παραμορφώσεις που επιφέρει ο θόρυβος της επίδειξης.

Όταν το πένθος επιζητεί δημοσιότητα, χάνει την αληθινή του υπόσταση. Μοιάζει τότε σαν να χρησιμοποιείται η οδύνη ως βήμα αυτοπροβολής, διεκδικώντας εύκολα βλέμματα και επιδερμική συμπάθεια. Σε αυτή την περίπτωση, ο οδυρόμενος δεν βρίσκεται μόνος με τον πόνο του· αντιθέτως, επιλέγει την εξωστρέφεια του θορύβου, επιτρέποντας στον εγωισμό του να κυριαρχήσει και να απαλείψει την εσωτερική ενδοσκόπηση. Όμως ο αυθεντικός πόνος αρνείται να γίνει φανταχτερό θέαμα· δεν θέλει να προσφέρει υλικό στις επιπόλαιες ματιές του κόσμου, ούτε να μεταβληθεί σε εργαλείο εντυπωσιασμού.

Η αληθινή λύπη δεν έχει ανάγκη από εξωτερική επιβεβαίωση ή εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Αντιθέτως, μέσα από την ησυχία και την ενδοσκόπηση, φανερώνεται η πιο καθαρή μορφή αυτογνωσίας και σεβασμού προς τον εαυτό μας, προς τον χαμένο άνθρωπο και προς το ίδιο το νόημα της ζωής.

Όσο μεγαλύτερο είναι το πένθος, τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η σιωπή, γιατί η ψυχή αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απώλειας και αποζητά την ευπρέπεια και τη σεμνότητα. Στην ουσία, η σιωπηλή διαδικασία του θρήνου επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώσει την απουσία και, σταδιακά, να την ενσωματώσει στο βίωμα της ζωής του. Αυτή η σεμνή σιωπή απελευθερώνει την εσωτερική κατανόηση πως είμαστε όλοι φθαρτοί και πεπερασμένοι.

Η ουσία της απώλειας βρίσκεται στο βίωμα και στη σιωπηλή επεξεργασία της. Εκεί, όπου η ψυχή αφουγκράζεται την έλλειψη, συγκατοικεί με την ανάμνηση και πορεύεται με την επίγνωση της θνητότητας. Μέσα από μια τέτοια σιωπηλή διαδικασία, ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη να ανασυγκροτηθεί και να αντικρίσει τη ζωή με νέα ματιά. Σε τελική ανάλυση, το αληθινό πένθος δεν χρειάζεται περιττές διακηρύξεις – αρκεί η ήρεμη, εσωτερική αποδοχή για να το κάνει βαθιά ανθρώπινο.

Το βαθύ πένθος δεν χρειάζεται κοινό· δεν απαιτεί επιβεβαίωση ούτε κολακείες. Αντιθέτως, η γνήσια οδύνη θέλει χώρο και σιωπή, ώστε να αποτυπωθεί αληθινά στην ύπαρξη. Όσο πιο απροσπέλαστη γίνεται η πληγή, τόσο πιο αληθινή η αναμέτρηση με την απώλεια. Και αυτή η ειλικρινής ενδοσκόπηση είναι η μόνη που επιτρέπει στην ψυχή να προχωρήσει, αναγνωρίζοντας με σεβασμό τόσο τη δική της θνητότητα όσο και την πραγματικότητα του κενού που αφήνει πίσω του ο χαμένος άνθρωπος.

Δημήτρης Βίκτωρ




Σάββατο 17 Μαΐου 2025

Η πλειοψηφία δεν είχε ποτέ δίκιο

«Η πλειονότητα και η πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα στην ιστορία δεν είχε ποτέ δίκιο»

Η ιστορία, ως πεδίο καταγραφής και μελέτης της ανθρώπινης εμπειρίας, μαρτυρά αμέτρητες περιπτώσεις όπου η πλειοψηφία παρασύρθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα και πράξεις, με δυσμενέστατες συνέπειες για ολόκληρες κοινωνίες. Η αντίληψη πως “οι πολλοί” δεν σημαίνει απαραιτήτως “οι σωστοί” δεν είναι καινούρια. Αντιθέτως, συναντάμε ήδη από την αρχαιότητα προβληματισμούς σχετικά με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προσφέρει η μαζική αποδοχή και τη δυνατότητα του όχλου να χειραγωγείται από συναισθήματα, φήμες και λαϊκισμό.

Ο όχλος και η ευρύτερη μάζα συχνά λειτουργούν καθοδηγούμενοι από το θυμικό και όχι από τη λογική. Η τάση να συμμορφώνονται με κοινωνικές νόρμες ή κραυγαλέες ιδεολογίες δεν γεννάται πάντα από βαθιά κατανόηση ή αληθινή συναίνεση, αλλά από τον φόβο του αποκλεισμού και τη δίψα για αποδοχή. Έτσι, η πλειοψηφία μπορεί να οδηγηθεί σε συλλογικές πλάνες, παρανοήσεις και υπερβολές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διασπορά φημών και η υιοθέτηση τους σχεδόν στιγμιαία, προτού προλάβουν να ελεγχθούν ή να αποδειχθούν. Οι ψεύτικες ειδήσεις και οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν ιστορικό παρελθόν: από την εποχή της αρχαίας Ρώμης μέχρι τον Μεσαίωνα και τη σύγχρονη εποχή, βλέπουμε πώς ο φόβος και η ανασφάλεια μετατρέπονται σε γόνιμο έδαφος για τη διάδοση παραποιημένων πληροφοριών. Γεννιέται έτσι ένας επικίνδυνος κύκλος: ο λαϊκισμός εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία, υπόσχεται “εύκολες λύσεις” σε σύνθετα προβλήματα και συσπειρώνει γύρω του τους πολλούς, που συχνά επιζητούν μια πρόχειρη λύση αντί για μια θεμελιωμένη αλήθεια.

Το πλήθος, υπό την επήρεια του θυμικού, έχει την τάση να καταφεύγει σε υπερβολές· οι μεμονωμένες φωνές λογικής παρασύρονται, σκεπάζονται από τη “βιασύνη” της φωνής του όχλου. Η εξεγερμένη μάζα δεν δρα πάντα ορθολογικά, αντίθετα εύκολα κυριεύεται από οργή, μίσος ή πανικό. Από τη Γαλλική Επανάσταση έως τις σύγχρονες κοινωνικές ταραχές, το συλλογικό θυμικό και η έλλειψη ψύχραιμης ανάλυσης έχουν συχνά οδηγήσει σε πράξεις βίας, αδικίες, ακόμα και σε περιόδους τρόμου.

Οι άνθρωποι, μέσα στο πλήθος, υφίστανται ένα είδος “υπνωτισμού”, χάνουν την ατομική τους βούληση και οδηγούνται σε πράξεις που δεν θα τολμούσαν ποτέ μόνοι τους. Αυτή η ομαδοποιημένη παραφροσύνη έχει επανειλημμένα καταγράψει σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας, από διωγμούς εθνικών και θρησκευτικών ομάδων μέχρι τον μιλιταρισμό και τις γενοκτονίες.

Μέσα στο “καταπιεστικό βάρος” της κοινής γνώμης, υπήρξαν πάντα λίγοι που ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια σε ό,τι, σύμφωνα με την αντίληψή τους, ήταν λάθος. Η Σωκρατική ειρωνεία και η κριτική του στον αθηναϊκό δήμο τον οδήγησε στο κώνειο, αν και οι διαχρονικές του ιδέες αναγνώστηκαν αιώνες αργότερα ως βάθρα της φιλοσοφικής σκέψης. Ο Γαλιλαίος, επίσης, αντιστάθηκε στην πλειοψηφική, θεολογικά “επιβεβλημένη” άποψη για το γεωκεντρικό σύστημα και έσπειρε τον σπόρο για την αποδοχή του ηλιοκεντρικού μοντέλου, αλλά πλήρωσε ακριβά την τόλμη του.

Σύγχρονα παραδείγματα αφθονούν, με διανοητές, επιστήμονες, ακτιβιστές και καλλιτέχνες που αψήφησαν τις αυταρχικές πλειοψηφίες και κατάφεραν τελικά να αλλάξουν την πνευματική ή κοινωνική πορεία των λαών τους. Και ενώ συχνά αντιμετώπισαν διώξεις, αγνοήθηκαν ή ακόμα και χλευάστηκαν, εντέλει η ιστορία τούς δικαίωσε.

Το κλειδί για την υπέρβαση της παρανόησης και του μαζικού φανατισμού βρίσκεται στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Όταν οι άνθρωποι αναπτύσσουν συλλογιστική, εντοπίζουν ψεύδη και αδιέξοδους συλλογισμούς που τους οδηγούν στη θυματοποίησή τους από ρήτορες, δημαγωγούς ή μέσα που προπαγανδίζουν. Η λογική, σε συνδυασμό με την αυτογνωσία, λειτουργεί ως “ασπίδα” ενάντια στα κύματα του μαζικού θυμικού.

Κατά την πορεία της ανθρωπότητας, χρειάζονται εκείνοι που θα σταθούν απέναντι στο ρεύμα των πολλών, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και για τον πιθανό στιγματισμό. Αυτοί οι “σπουδαίοι”, είτε είναι φιλόσοφοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή απλοί καθημερινοί άνθρωποι, φέρουν το βάρος να υπερασπιστούν τον λόγο, το δίκαιο και την ηθική.

Η πεποίθηση ότι η πλειονότητα —ή η κρατούσα πλειοψηφία— είναι και ο κάτοχος της αλήθειας έχει πολλαπλώς καταρριφθεί από τα ιστορικά γεγονότα. Η εύκολη χειραγώγηση που βασίζεται στις φήμες και στον λαϊκισμό, η αναζωπύρωση των ενστίκτων μέσω του θυμικού, και η έλλειψη κριτικής σκέψης αποτελούν τους λόγους που συχνά οι πολλοί σφάλλουν.

Ωστόσο, είναι εξίσου αλήθεια ότι πάντα υπάρχουν οι λίγοι που, μέσα σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, βλέπουν καθαρότερα, αντιστέκονται στη “μέθη” του πλήθους και πολεμούν για την αλήθεια και το δίκαιο. Αυτοί είναι οι σπουδαίοι: οι δημιουργικοί, οι καινοτόμοι, οι ηθικοί. Η ιστορία τελικά στέκεται αρωγός σε εκείνους, αναγνωρίζοντας —έστω και αργά— τη σωφροσύνη και την αλήθεια πίσω από τον αγώνα τους. Και αυτό το παράδειγμα μάς υπενθυμίζει πως ο δρόμος της αρετής και του δίκαιου δεν είναι ποτέ ο εύκολος ή ο μαζικά αποδεκτός, μα αποτελεί το μοναδικό εφόδιο για μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία.

 Δημήτρης Βίκτωρ

  


Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Οι Χατζηαβάτηδες των ψεύτικων ειδήσεων

Σαν θεατρίνοι σε παρακμιακό πανηγύρι, οι Χατζηαβάτηδες των ψεύτικων ειδήσεων ξεπετάγονται με πασαλειμμένα χαμόγελα και ουρλιαχτά για «αποκαλύψεις». Στήνουν σκηνικά φτιαγμένα από κουρελιασμένα πρωτοσέλιδα, μαγειρεύουν τίτλους πιασάρικους και προσφέρουν στον κόσμο μια δήθεν αλήθεια σε λαδόκολλα, όσο θα περίμενες τον γύρο σου από ψεύτικο κρέας.
Δεν αρκούνται στη διαστρέβλωση της καθημερινότητας — θέλουν να μολύνουν ακόμα και την πιο βαθιά τραγωδία. Κοίτα πώς χοροπηδούν πάνω στα θύματα· τις οικογένειες που κλαίνε και τους επιζώντες που μετρούν τραύματα (σωματικά και ψυχικά) μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Εν μέσω σοκ, θυμού κι απόγνωσης, οι Χατζηαβάτηδες παρουσιάζουν «εναλλακτικά σενάρια» σαν φίδια που στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον πόνο. Φήμες για αόρατους εχθρούς, συνωμοσίες “εξωγήινων συμφερόντων” και ψεύτικες “πληροφορίες” που τάχα βρήκαν στο υπόγειο του διαδικτύου. Γιατί έτσι κρατιούνται στην επιφάνεια — με το αρρωστημένο οξυγόνο που δίνει ο θόρυβος της ανευθυνότητας.
Αυτοί οι ψευτο-δημοσιογράφοι, με την κουτοπόνηρη ματιά του Χατζηαβάτη, φωνάζουν και κρώζουν ό,τι χυδαιότητα τους περάσει από το μισό μυαλό τους. Τασάρουν την αλήθεια να μοιάζει με σαπουνόπερα, εθίζουν το κοινό σε πρόχειρο δράμα, σε χαζοχαρούμενες «εκρήξεις γεγονότων». Κι αν κάποιος τολμήσει να ζητήσει διασταύρωση, στοιχεία ή απτές αποδείξεις, πέφτει επάνω του η οργή της ψηφιακής αγέλης· «τρολ» σε λένε, «υποκινούμενο», «αόμματο», επειδή δεν συμφωνείς με το μπουρδολόγημα.
Στημένη παράσταση, λοιπόν: Καραγκιόζης δεν υπάρχει, γιατί ψάχνει αλήθεια στην ανέχεια του. Ξεμείναμε μόνο με τους Χατζηαβάτηδες, που γνέφουν ιλουστρασιόν εικόνες για να σου ρουφήξουν το μυαλό. Επενδύουν στην άγνοια, στην αφέλεια και στον παροξυσμό του πλήθους· άλλωστε, όσο πιο θορυβώδης η «είδηση», τόσο πιο κερδοφόρο το θέαμα.
Αν νομίζετε πως το πρόβλημα είναι «ο άλλος, ο τρελός που τα πιστεύει», προσέξτε μην είστε κι εσείς μέρος της βουβής πλατείας που χειροκροτεί από κεκτημένη ταχύτητα. Οι Χατζηαβάτηδες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πυροβολούν τις αισθήσεις μας, γνωρίζοντας πως κάποια σφαίρα θα καρφωθεί στο κεφάλι μας. Και μέσα σ’ αυτόν τον καπνό της κατανάλωσης ψευτιάς, λίγοι αναρωτιούνται: «Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε την παράσταση και να σβήσουμε επιτέλους τα φώτα της;»
Μα η ευθύνη είναι συλλογική. Αν θέλουμε να ρίξουμε τους θεατρινισμούς των Χατζηαβάτηδων, πρέπει να τους αφήσουμε να πνιγούν στη σιωπή που τόσο φοβούνται. Αλλιώς, το κακόγουστο έργο θα συνεχίζει να ανεβαίνει σε αέναες επαναλήψεις, κι εμείς θα μένουμε να εισπνέουμε τη σκόνη από τους κουρνιαχτούς της παραπληροφόρησης, ενώ τα αληθινά γεγονότα —όπως το δυστύχημα στα Τέμπη— θα μένουν στην αφάνεια, μπλεγμένα σ’ ένα κουβάρι ψεμάτων, ώσπου κανείς να μη μπορεί να το ξεδιαλύνει.
Κι έτσι, όταν θα κλείσουν οι κουίντες και θα χαμηλώσουν τα φώτα, αυτοί που έστησαν την παράσταση θα ‘χουν ήδη φύγει για άλλες σκηνές. Κι εμείς θα μείνουμε πίσω, να χειροκροτούμε τα μάτια μας που δεν ανοίξαμε ποτέ.

Δημήτρης Βίκτωρ