Ποίημα
για τον Βίκτωρ (24 Μαΐου, 2045 μ.)
Πλήρης ως ήταν ημερών, δίκαιος ο χαμός του.
Μαζεύτηκαν οι φίλοι κι απομείναντες γνωστοί
σε συνοδεία να συμπράξουν στο καθήκον
μνήμης να δώσουν ύστατο χαιρετισμό.
αρνούμενος κάθε είδους τελετής
μόνο μια μάζωξη απλή και ταπεινή
χωρίς λόγους ιδιαίτερους για θλίψη περιττή.
με υπερηφάνεια, μακριά από θρησκευτικά.
Ήταν επίσης ο καλός τους ποιητής
συχνά χάριζε στίχους δείχνοντας ευτυχής.
απήγγειλε ένα ποίημα για τον φίλο τους Λεωνίδα.
Πριν από άλλα τρία χρόνια ακριβώς
οι συγγενείς φέρθηκαν απρεπώς
και σ’ άλλου φίλου τέλους πορεία
γιατί δεν ήταν ταιριαστό ποίημα, σε χριστιανών κηδεία.
κι ζώντες νοιώθουνε κενό
που δεν υπάρχει ποίημα εδώ
ν’ απαγγελθεί, να ακουστεί
όπως αρμόζει με τιμή.
μαζεύτηκαν ξανά όλοι μαζί
στο κοντινό το καφενείο
να προσπαθήσουν, ποίημα για αντίο.
Μάιος- 2013
-------------------------------------------------------
Σχολιασμός και
φιλοσοφική ανάλυση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή
Το ποίημα («Ποίημα για τον Βίκτωρ (24 Μαΐου, 2045 μ.)», κοιτά τον θάνατο μέσα από ένα ήπιο, σχεδόν καθημερινό βλέμμα. Ο ποιητής περιγράφει την ίδια του την κηδεία, αφήνοντας τον λόγο να ρέει σαν αφήγηση. Η γραμμική αναφορά σε παρελθόντα περιστατικά –«πριν δυο χρόνια», «πριν τρία»– λειτουργεί ως χρονικά στηρίγματα που βοηθούν τον αναγνώστη να ακολουθήσει την τελετουργία και συγχρόνως να νιώσει τη ρευστότητα του χρόνου.
Η πρώτη ειρωνεία γεννιέται από την έλλειψη ποιήματος στην
τελετή του ίδιου του δημιουργού. Ο Βίκτωρ, «ο καλός τους ποιητής», αρνείται
οποιονδήποτε επίσημο λόγο. Οι φίλοι, συνηθισμένοι να καταφεύγουν στη δική του
τέχνη για να δώσουν νόημα σε ξένους θανάτους, νιώθουν τώρα ένα άβολο κενό. Η φυγή
του δείχνει ότι ακόμη και η πιο ριζοσπαστική άρνηση τελετής δεν σβήνει την
ανθρώπινη ανάγκη για μια τελευταία λέξη.
Η ρητή δήλωση αθεΐας ενισχύει αυτή την άρνηση. Χωρίς
θρησκευτικό πλαίσιο, ο Βίκτωρ ορίζει μόνος του τους όρους αναχώρησης: καμία
ιεροπραξία, απλώς μια σεμνή συγκέντρωση. Στο ποίημα διαγράφεται η σύγκρουση
ανάμεσα στην αυτονομία του ατόμου και στη συλλογική συνθήκη που απαιτεί κάποιο
τελετουργικό περικάλυμμα. Το 2045, η καύση της σορού υπονοείται ως πιο συνηθισμένη,
μα η ανάγκη συμβόλου παραμένει.
Οι σύντομες μνήμες παλιότερων κηδειών φωτίζουν την σχέση
του ποιητή με τον λόγο: στον φίλο Λεωνίδα χάρισε ανατριχιαστικό ποίημα, σε έναν
άλλο φίλο ήρθε σε ρήξη με τους συγγενείς. Οι εικόνες αυτές δείχνουν πόσο
εύθραυστες είναι οι κοινωνικές συμβάσεις όταν η καλλιτεχνική φωνή παρεμβαίνει
σε ιεραρχημένους χώρους, ιδίως όταν αμφισβητεί θρησκευτικά μοτίβα.
Ύστερα από την καύση, το ανθρώπινο τοπίο μεταφέρεται σε
καφενείο. Εκεί, μακριά από ψαλμούς και τελετάρχες, οι ζωντανοί φίλοι ψάχνουν να
συντάξουν «ποίημα για αντίο», κάτι όχι τόσο απλό!
Αναδύεται έτσι η αγωνία των φίλων: Θα το καταφέρουμε;
Είναι τόσο εφικτό αυτό; Και επίσης, γεννάται το βασικό φιλοσοφικό ερώτημα:
ποιος έχει τον τελικό λόγο στον αποχαιρετισμό; Ο θανών, που όρισε την απουσία
λόγου, ή οι ζωντανοί, που χρειάζονται έναν συμβολικό μηχανισμό για να
διαχειριστούν την απώλεια; Το ποίημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι η
ελευθερία του ενός δεν ακυρώνει τις ανάγκες των πολλών, αλλά απλώς μεταθέτει το
βάρος της δημιουργίας σε εκείνους που μένουν.
Η ποίηση προβάλλει τελικά ως επινοημένη κοινή γλώσσα.
ακόμη κι όταν εκλείπει από την επίσημη τελετή, ξεπηδά έπειτα, στο τραπέζι του
καφενείου, για να γεμίσει το κενό. Η τέχνη μπορεί να απουσιάζει κατ’ επιθυμία
του δημιουργού, μπορεί όμως και να ξαναγεννηθεί ως συλλογική απάντηση στον χαμό
του.
Ο χρόνος, διάσπαρτος σε σύντομες αναδρομές, τονίζει ότι
οι ζωές πλέκονται συνεχώς μέχρι να διαλυθούν· Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι
παρεξηγήσεις, όλα δομούν ένα μωσαϊκό που ολοκληρώνεται μόνο με τον θάνατο. γι’
αυτό και κάθε επιθυμία, παραμένει σχετική μπροστά στη ροή των γεγονότων.
Εντέλει, το ποίημα δείχνει πως ο θάνατος είναι κοινός
τόπος αλλά η διαχείρισή του πολυφωνική. Ο Βίκτωρ διεκδικεί το δικαίωμα σιωπής,
οι φίλοι διεκδικούν το δικαίωμα λόγου, και το αποτέλεσμα είναι μια άτυπη,
ανθρώπινη σύνθεση που συνενώνει και τις δύο στάσεις. Ο θάνατος ωθεί στην
αναζήτηση νοήματος. Η τέχνη, ακόμη και όταν λείπει, παραμένει πρόθυμη να το
προσφέρει εκ των υστέρων. Έτσι, στον απόηχο μιας άφωνης κηδείας, πρέπει να
γεννηθεί ένα νέο ποίημα, γραμμένο όχι από τον νεκρό αλλά για χάρη του,
δείχνοντας ότι μνήμη και δημιουργία προχωρούν πάντα μαζί.
Ναι, αλλά είναι εύκολο να γραφτεί ένα ποίημα για τον
Ποιητή Βίκτωρ;
Αυτό το γνωρίζει ο ποιητής και σαρκάζει την σκέψη και την
προσπάθεια των φίλων. Και επειδή γνωρίζει πως δεν θα τα καταφέρουν, μάλλον τους
το αφήνει ο ίδιος…!
Δημήτρης Βίκτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου