Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Περί θαύματος και αποχαιρετισμού των πάντων

«Κάθε στιγμή είναι συμμετοχή στο θαύμα. Κάθε μέρα είναι αποχαιρετισμός στα πάντα»

Η φράση αυτή συμπυκνώνει δύο μεγάλες αλήθειες της ανθρώπινης εμπειρίας. Από τη μια, αναφέρεται στο «θαύμα» που εμπεριέχει κάθε στιγμή, κι από την άλλη, μιλά για τον διαρκή «αποχαιρετισμό» που φέρνει μαζί του το πέρασμα του χρόνου. Αυτός ο διττός χαρακτήρας εκφράζει την αέναη εναλλαγή ανάμεσα στην ομορφιά της ύπαρξης και τη φθορά της.

Σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας, κρύβεται ένα είδος θαύματος, το οποίο συχνά παραβλέπουμε. Είναι η μοναδικότητα αυτής της στιγμής, η αίσθηση της ζωντάνιας, η αναπνοή, η επικοινωνία με τους άλλους, η δυνατότητα να αισθανθούμε, να σκεφτούμε, να φανταστούμε. Όλα αυτά, όταν τα παρατηρήσουμε με νηφαλιότητα, φανερώνουν τη μαγεία που διαπερνά την καθημερινότητα.

Πέρα από οποιαδήποτε θρησκευτική ή υπερφυσική διάσταση, το «θαύμα» εδώ μπορεί να ερμηνευτεί φιλοσοφικά ως η άπειρη πολυπλοκότητα του κόσμου. Κάθε μας βλέμμα, κίνηση ή σκέψη είναι αποτέλεσμα εκατομμυρίων αόρατων αλυσίδων αιτίου-αποτελέσματος. Όταν το αντιληφθούμε, μπορούμε να νιώσουμε βαθιά ευγνωμοσύνη που υπάρχουμε και συμμετέχουμε σε κάτι τόσο θεμελιώδες.

Εφόσον ζούμε μέσα στον χρόνο, οτιδήποτε εμφανίζεται και ανθίζει, αργά ή γρήγορα δύει. Κάθε μέρα, συμβολικά και κυριολεκτικά, κλείνει έναν κύκλο. Σηματοδοτεί το τέλος όσων ζήσαμε, αισθανθήκαμε, ελπίσαμε ή φοβηθήκαμε μέχρι τη δύση του ηλίου. Οι «αποχαιρετισμοί» αυτοί δεν είναι απαραίτητα δραματικοί ή τραγικοί· είναι όμως αναπόφευκτοι.

Ο αποχαιρετισμός στα πάντα μάς υπενθυμίζει την περατότητα της ζωής, τη φθαρτότητα όλων των πραγμάτων. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση να μην προσκολλόμαστε σε ό,τι θεωρούμε σταθερό, γιατί τίποτα δεν είναι πραγματικά αμετάβλητο. Μέσα από αυτό το καθημερινό «αντίο», έρχεται η επίγνωση ότι δεν μπορούμε να κρατήσουμε τίποτα για πάντα. Μπορούμε, όμως, να τιμήσουμε αυτό που ζήσαμε, διότι γνωρίζουμε πως αργά ή γρήγορα θα το αποχαιρετήσουμε.

Η ταυτόχρονη ύπαρξη του «θαύματος» και του «αποχαιρετισμού» λειτουργεί σαν μια φιλοσοφική υπενθύμιση ότι στη ζωή δεν υπάρχουν μόνο αμιγείς χαρές ή λύπες—υπάρχει πάντοτε ένα μωσαϊκό εμπειριών που διαδέχονται η μία την άλλη. Το παροδικό της ζωής, η φθορά, λειτουργεί ως υπόβαθρο που κάνει το «θαύμα» ακόμα πιο έντονο. Κι από την άλλη, η επίγνωση του θαύματος δίνει νόημα στο γεγονός ότι θα χρειαστεί να πούμε «αντίο» σε όσα αγαπήσαμε.

Οι δυο αυτές δυνάμεις—η δημιουργική και η φθαρτική—δεν είναι αντίθετες μεταξύ τους, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Χωρίς το φθαρτό, δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε το πολύτιμο της στιγμής. Χωρίς το θαύμα, ο αποχαιρετισμός θα ήταν ίσως ανυπόφορος.

Η συγκεκριμένη αντίληψη του χρόνου και της εμπειρίας είναι παρούσα σε διάφορες φιλοσοφικές και πνευματικές παραδόσεις. Οι Στωικοί, για παράδειγμα, τονίζουν τη σημασία της εσωτερικής γαλήνης μπροστά στη διαρκή μεταβολή. Οι βουδιστικές διδασκαλίες υπενθυμίζουν τη ματαιότητα της προσκόλλησης, αφού η πραγματικότητα είναι συνεχής ροή. Εδώ, το αποφθεγματικό «κάθε στιγμή είναι συμμετοχή στο θαύμα» αντηχεί με την προσεκτική παρατήρηση του παρόντος, ενώ το «κάθε μέρα είναι αποχαιρετισμός στα πάντα» συνοψίζει το εφήμερο της ύπαρξης.

Στρέφουμε την προσοχή μας στα μικρά, απλά πράγματα, όπως η αναπνοή, το φως του ήλιου, η επικοινωνία. Μέσα σε αυτά, ανακαλύπτουμε το «θαύμα» που πολλές φορές αγνοούμε.
Αναγνωρίζουμε ότι κάθε μέρα κλείνει έναν κύκλο—συμβολικά αποχαιρετούμε όσα ζήσαμε. Με αυτή την υπενθύμιση, επιλέγουμε να ζήσουμε με λιγότερες τύψεις και περισσότερη ευγνωμοσύνη.
Απελευθερωνόμαστε από την προσπάθεια να κρατήσουμε τα πάντα αμετάβλητα. Η ζωή ρέει, κι εμείς μαζί της, απολαμβάνοντας όσα φέρνει το παρόν.

Συνοψίζοντας, ο συνδυασμός του θαύματος της στιγμής και του καθημερινού αποχαιρετισμού αναδεικνύει πόσο βαθιά και πολύπλοκη είναι η ζωή. Η επίγνωση της παροδικότητας μάς ωθεί να ανακαλύψουμε τη μαγεία μέσα στο παρόν και να προσεγγίσουμε την ύπαρξή μας με ανοιχτή καρδιά και νου. Έτσι, κάθε στιγμή γίνεται πολύτιμη· γίνεται ένα αληθινό θαύμα, ακόμα κι αν ξέρουμε ότι αργά ή γρήγορα θα το αποχαιρετήσουμε.

Δημήτρης Βίκτωρ



 

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2025

Περί ψέματος και Αλήθειας

«Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου»

Η φράση αυτή φωτίζει ένα παράδοξο που διατρέχει τις ανθρώπινες κοινωνίες και την πορεία του ανθρώπου στον χρόνο: η λεπτή και συχνά αδιαφανής γραμμή ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια δεν αποτυπώνεται μόνο σε αφηρημένες θεωρήσεις, αλλά ριζώνει στον πυρήνα της εμπειρίας, της γνώσης και της αφήγησης.

Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιδίωκε να κατανοήσει τον κόσμο μέσα από λογικά και συμβολικά σχήματα. Ωστόσο, ό,τι ονομάζουμε «πραγματικότητα» συχνά εμφανίζεται ως μωσαϊκό εντυπώσεων και ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες υφαίνονται μέσα από αφηγήσεις – κάποιες αληθινές, κάποιες ψευδείς, κάποιες μετέωρες ανάμεσα στα δύο. Ένα «αληθινό ψέμα» μπορεί να είναι κάτι που, ενώ στη βάση του δεν ισχύει, εμφανίζεται πειστικό λόγω της βαθιάς αποδοχής του από την κοινωνία. Αντίστοιχα, μια «ψεύτικη αλήθεια» αποκτά ισχύ και νομιμοποίηση μέσα από τη συνεχή αναπαραγωγή της. Έτσι, η “αφηρημένη” αλήθεια κι ένα “ψεύτικο” γεγονός με επαρκή στήριξη μετατρέπονται σε κινητήριους μοχλούς της κοινωνικής ζωής.

Καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία, οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες, θρησκείες, φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρήσεις οικοδομήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από αφηγήσεις∙ κάποιες βασισμένες σε αναμφισβήτητες παρατηρήσεις και κάποιες σε μυθοπλασίες που ρίζωσαν τόσο βαθιά στη συνείδηση των ανθρώπων, ώστε έγιναν «αποδεκτές αλήθειες». Κάθε λαός, κάθε εποχή, υπήρξε δέσμιος μιας ή πολλών ιστοριών που τον καθόρισαν. Η Ιστορία δεν είναι απλώς μια καταγραφή γεγονότων, αλλά και μια διήγηση∙ και σε αυτήν τη διήγηση παρεισφρέουν τόσο οι “αληθινές” όσο και οι “πλαστές” πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Όταν ένα ψέμα συμφωνεί με τις προκαταλήψεις, τις επιθυμίες ή τους φόβους μιας κοινωνίας, ενσωματώνεται σχεδόν αθόρυβα στον συλλογικό νου. Τότε, αυτό το ψέμα γίνεται «αληθινό» στην αντίληψη εκείνων που το αποδέχονται. Έτσι, επηρεάζει συμπεριφορές, νοοτροπίες, και κατευθύνει την ιστορική πορεία. Από την άλλη, μια αλήθεια που δεν έχει αποδείξεις ή προσκρούει σε ισχυρές πεποιθήσεις του κοινού, μπορεί να μοιάζει με ψέμα και να απορριφθεί. Το κριτήριο, επομένως, δεν είναι αποκλειστικά η “αντικειμενική εγκυρότητα”, αλλά και η κοινωνική αποδοχή.

Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ιδεολογιών που κατάφεραν να επικρατήσουν, παρότι στηρίζονταν σε αμφισβητήσιμα ή κατάφωρα ψευδή δεδομένα. Από τους μύθους της αρχαιότητας μέχρι τα σύγχρονα αφηγήματα πολιτικής ή οικονομικής προπαγάνδας, η αλήθεια διαπλέκεται με το ψέμα, και κάθε ιδέα που αποκτά δύναμη μπορεί να εδραιώσει μια νέα εκδοχή “πραγματικότητας”. Με αυτόν τον τρόπο καθορίζονται κοσμοθεωρίες, ιδεώδη, ακόμα και ο καθημερινός τρόπος σκέψης των ανθρώπων.

Μολονότι το «αληθινό ψέμα» μπορεί να επηρεάσει ριζικά την κοινωνία, η επαγρύπνηση του ατόμου απέναντι στην πληροφορία και στα φαινόμενα είναι το βασικό αντίδοτο στον κίνδυνο του “χειρισμού” ή της εξαπάτησης. Η κριτική σκέψη, η αμφισβήτηση και ο διάλογος μάς επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τις διάφορες στρώσεις πραγματικότητας, πίσω από τις οποίες κρύβεται συχνά μια εξουσιαστική ή ιδιοτελής σκοπιμότητα. Η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να παραμείνει αέναη, όμως αυτό δεν αναιρεί την αξία της προσπάθειας να διακρίνουμε το βάσιμο και το ψευδές.

Η αντίληψη ότι η ιστορία υφαίνεται από “αληθινά ψέματα” και “ψεύτικες αλήθειες” οδηγεί στην κυνική στάση ότι “όλα είναι ψεύτικα”. Η επίγνωση του πώς διαμορφώνονται και διαδίδονται οι ανθρώπινες αφηγήσεις μπορεί να ενισχύει μια πιο φωτεινή κι ελεύθερη οπτική. Ο εντοπισμός των μηχανισμών που μετατρέπουν ένα ψέμα σε ευρέως αποδεκτή αλήθεια και το αντίστροφο προσφέρει στην κοινωνία ένα μέσο αυτοπροστασίας, αυτοβελτίωσης και αυτονόμησης από επιβολές και προκαταλήψεις.

Σε τελική ανάλυση, ο τίτλος του κειμένου, «Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου» εκφράζει μια διαχρονική πραγματικότητα για την αμφίθυμη φύση μας. Μεταφέρει την ιδέα πως η Ιστορία δεν είναι απλώς καταγραφή γεγονότων, αλλά και το παλίμψηστο των πεποιθήσεων, των ερμηνειών και των μύθων που αιχμαλωτίζουν τη συλλογική φαντασία. Η φιλοσοφική και κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας δεν απαιτεί την απόλυτη κατάκτηση της “αντικειμενικής αλήθειας”, μα την άοκνη προσπάθεια να διακρίνουμε το αληθινά ουσιώδες από την ψευδαίσθηση—να κρατήσουμε ζωντανή την εγρήγορση για ό,τι συχνά παρουσιάζεται ως οριστικό και ακλόνητο, αλλά ίσως κρύβει μέσα του την πιο βαθιά πλάνη.

Δημήτρης Βίκτωρ





Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Σαν σήμερα γεννήθηκε η Κατερίνα, στις 22 Φεβρουαρίου 1939

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1949,  συμπληρώνοντας τα δέκα της χρόνια, η Κατερίνα αρχισε να γράφει το ημερολόγιό της που το ενημέρωνε μέχρι την ημέρα του θανάτου της!


                                        Εδώ η πρώτη σελίδα:


Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Η Πλάνη των Φημών και η Ηθική Ευθύνη

 «Μην υποστηρίζεις με πάθος τις φήμες, επειδή εκφράζουν την ιδεολογία σου και το θυμικό σου. Το πιθανότερο είναι να κάνεις λάθος»

Το πάθος αποτελεί κινητήρια δύναμη του ανθρώπου· μάς ωθεί να δημιουργήσουμε, να αγωνιστούμε, να καινοτομήσουμε. Ωστόσο, αυτό το πάθος μπορεί να εξελιχθεί σε δηλητήριο όταν στρέφεται προς τη στείρα υποστήριξη φημών, άκριτα και δίχως την απαραίτητη διερεύνηση. Οι φήμες τρέφονται από το θυμικό μας: επιβεβαιώνουν εκείνα που ήδη πιστεύουμε, παίζουν με τον φόβο μας, αυξάνουν την καχυποψία και τη μισαλλοδοξία. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: οι φήμες ενισχύουν τις στερεοτυπικές μας απόψεις, κι εμείς τις υποστηρίζουμε με μεγαλύτερη θέρμη γιατί νομίζουμε ότι επιβεβαιώνουν την κοσμοθεωρία μας.

Οι φήμες βασίζονται σε αφηγήσεις οι οποίες συχνά έχουν αλλοιωθεί από προϋπάρχουσες προκαταλήψεις ή κρυφές σκοπιμότητες. Όταν τις αποδεχόμαστε τυφλά επειδή ταιριάζουν με τις ήδη διαμορφωμένες ιδεολογικές μας θέσεις ή κινητοποιούν το θυμικό μας, είναι εύκολο να πέσουμε θύματα της ίδιας της προσωπικής μας προκατάληψης. Σε αυτή την περίπτωση, η λογική σκέψη παραμερίζεται, προκειμένου να επικρατήσει ένα συναίσθημα «δικαίωσης» της στάσης μας. Όμως αυτή η δικαίωση μπορεί να είναι απλώς η αντανάκλαση ενός αμφίβολου, μη επιβεβαιωμένου αφηγήματος

Από την αρχαιότητα, ιστορικά παραδείγματα μάς δείχνουν πώς ψεύδη και διαστρεβλώσεις κατέστρεψαν όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και βασίλεια ολόκληρα. Διάφοροι λαοί εκδιώχθηκαν, θρησκείες διώχθηκαν, πολιτισμοί καταστράφηκαν από ανυπόστατες κατηγορίες. Από την εκστρατεία δυσφήμησης εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, μέχρι και την αξιοποίηση προπαγάνδας από αυταρχικά καθεστώτα, το μοτίβο επαναλαμβάνεται: οι ψεύτικες ειδήσεις πείθουν τις μάζες ευκολότερα από τις δύσκολες αλήθειες. Με τον ίδιο τρόπο, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, η ταχύτητα μετάδοσης μιας φήμης πολλαπλασιάζεται εκθετικά. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μια ανυπόστατη είδηση μπορεί να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου και να φυτέψει ζιζάνια εκεί που πριν επικρατούσε η λογική και η ψυχραιμία.

Στον σύγχρονο κόσμο της άμεσης πληροφόρησης και της υπερπληροφόρησης, οι φήμες διασπείρονται με πρωτοφανή ταχύτητα, συχνά συνοδευόμενες από συναισθηματική φόρτιση. Έχουν την ικανότητα να επιδρούν έντονα στις πεποιθήσεις μας, ιδίως όταν συμβαδίζουν με την ιδεολογία μας ή δικαιολογούν συναισθηματικές παρορμήσεις. Ωστόσο, αυτή η ενθουσιώδης υποστήριξη των φημών, δίχως κριτική εξέταση ή τεκμηρίωση, εγκυμονεί τον κίνδυνο αδικίας και προσωπικής ανεπανόρθωτης έκθεσης.

Η πιο σκοτεινή πλευρά αυτής της διαδικασίας είναι ότι, όταν τελικά αποδειχθεί πως κάτι ήταν ψευδές, για πολλούς είναι ήδη πολύ αργά. Η ζημιά έχει γίνει. Οι άνθρωποι που στοχοποιήθηκαν δεν επιστρέφουν ποτέ στην ίδια θέση που βρίσκονταν πριν. Η αξιοπιστία καταρρακώνεται, οι σχέσεις ραγίζουν, η κοινωνική συνοχή υπονομεύεται. Και βέβαια, κανείς δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη διαπόμπευση “κρύβονται” πίσω από τη συλλογική μάζα: «Όλοι το έλεγαν, άρα δεν φταίω εγώ». Έτσι η ανηθικότητα διαιωνίζεται, και η αλήθεια χάνεται μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών.

Σε αυτή την κατάσταση, η πλειοψηφία μετατρέπεται σε δικαστή που δικάζει βάσει της στιγμιαίας εντύπωσης και όχι της τεκμηριωμένης σκέψης. Είναι γνωστό από πολλούς στοχαστές πως η πλειοψηφία δεν αποτελεί κριτήριο ορθότητας. Μάλιστα, κλίνει προς την πιο άμεση και εύπεπτη αφήγηση: εκείνη που κολακεύει τα ήδη υπάρχοντα πιστεύω της, που απλοποιεί περίπλοκες καταστάσεις και αναδεικνύει εχθρούς που οφείλουν –υποτίθεται– να “τιμωρηθούν”.

Όμως εδώ ακριβώς έγκειται η ατομική ευθύνη, ώστε να δει ο κάθε ένας πέρα από την συναισθηματική του φόρτιση και τον εγωισμό του, να αμφισβητήσει κριτικά τις πληροφορίες που λαμβάνει, ακόμα και όταν αυτές επιβεβαιώνουν τη δική του κοσμοθεωρία. Μόνο έτσι είναι δυνατό να διακοπεί η διασπορά του ψέματος και να τορπιλιστεί ο κύκλος της άλογης μισαλλοδοξίας.

Αυτό το κείμενο απευθύνεται σε όσους διαδίδουν φήμες, είτε από ημιμάθεια, είτε από κακεντρέχεια, είτε από υποταγή στη μάζα, χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες. Γιατί δυστυχώς, ο κόσμος αλλάζει όχι μέσα από αληθινές ιδέες, αλλά και μέσω του ψεύδους που αποκτά υπόσταση όταν υιοθετηθεί από αρκετούς ανθρώπους. Και το αποτέλεσμα; Αδικαίωτοι νεκροί, τσακισμένες κοινωνικές δομές, γενιές ολόκληρες που μαθαίνουν να ζουν με τον φόβο και τα απλοϊκά τους κλισέ.

Η ανθρώπινη κοινωνία τείνει να εκλαμβάνει οποιαδήποτε αδικία, μια φυσική καταστροφή ή ένα δυστύχημα, ως ένδειξη βαθιάς ηθικής απόκλισης. Έτσι, όταν κάποιος υποστηρίζει μια αβάσιμη φήμη που καταρρίπτεται εκ των υστέρων, γίνεται συνένοχος στο ψεύδος. Ακόμα κι αν υπήρξε αγαθός σκοπός (π.χ. ευαισθησία σε ένα κοινωνικό ζήτημα), η επιπόλαια αντιμετώπιση μιας πληροφορίας καταλήγει στην ανηθικότητα με ολέθρια αποτελέσματα για τους μη ενόχους.  Με αυτόν τον τρόπο, η απώλεια της αξιοπιστίας μπορεί να αποβεί μοιραία για τη φήμη του ατόμου που κατηγορήθηκε αδίκως.

Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, μία είναι η εσωτερική εντολή που καλούμαστε να ακολουθήσουμε: Να αμφισβητούμε τις “πληροφορίες” που μας γεμίζουν πάθος και εύκολη πειθώ. Να εξετάζουμε τα δεδομένα, ακούγοντας την φωνή της λογικής, να επιζητούμε την αλήθεια χωρίς εμπάθειες και ιδεοληψίες, όσο σκληρή κι αν είναι. Γιατί η αλήθεια, σε αντίθεση με το ψέμα, μπορεί να μας βοηθήσει να χτίσουμε έναν κόσμο δικαιότερο, πιο ανθρώπινο και ουσιαστικότερα ελεύθερο. Και τούτο οφείλουμε να το πράξουμε, αν επιθυμούμε το πάθος μας να μην καταλήγει όπλο καταστροφής, αλλά δύναμη δημιουργίας.

Δημήτρης Βίκτωρ

 


Η Λεωφόρος του εξανθρωπισμού

Οι ψυχές των ανθρώπων κυβερνώνται από το μίσος και οι πρακτικές των συνόλων υποτάσσονται στην Μισαλλοδοξία.
Αυτό διδάσκει η ιστορία, αυτό ζουν όλες οι γενιές από καταβολής κόσμου.

Η ζωή είναι άδικη. Αυτή ήταν και είναι η ανάγκη επινόησης του Θεού, του όποιου Θεού.
Οι άνθρωποι είναι μόνοι και στην προσπάθειά τους να εξανθρωπιστούν, επικαλούνται την Δικαιοσύνη και την επιδιώκουν, τουλάχιστον στα λεγόμενα, με ευχές και παραινέσεις.

Για να είσαι όμως δίκαιος, έστω σχετικά, θα πρέπει να μπαίνεις πρωτίστως στη θέση του άλλου. Αλλά ο άνθρωπος είναι ελλιπής σε ικανότητα για κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον αν υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ κρατών. Τότε η έννοια κάθε δικαίου εξαφανίζεται και στην θέση του μπαίνει η 
κατίσχυση, η επιβολή του συμφέροντος με δύναμη.

Οι λαοί νομίζουν πως αποφάσεις παίρνουν οι πολιτικοί, και οι πιστοί όπου γης πως καθορίζουν την μοίρα τους οι θεοί τους.
Τίποτε από όλα αυτά.
Η Μισαλλοδοξία κυβερνά.
Αυτή, που είναι ριζωμένη μέσα στα μυαλά των ανθρώπων σαν ανώτατο ένστικτο.

Το κυνήγι της αγάπης είναι ο δρόμος προς τον χαμένο παράδεισο του ανθρώπου.
Η Αγάπη είναι ανύπαρκτη για το ανθρώπινο γένος, πλην της επιλεκτικής.

Έτσι θα διαφωνούν οι πάντες με τους πάντες.


Τα υπόλοιπα στον μεγάλο Θουκυδίδη, που όποιος τον μελετήσει θα κατανοήσει πως, δεν υπάρχουν λαοί με ταυτότητα, αλλά άνθρωποι που πασχίζουν να επικρατήσουν με κάθε τρόπο και μακριά από δίκαια, διαπερνώντας την λεωφόρο του εξανθρωπισμού με μίσος.

Δημήτρης Βίκτωρ




Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Η ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΙΚΟΥ

 «Όσο πιο σύνθετο φαίνεται ένα γεγονός τόσο πιο απλά πρέπει να σκέφτεσαι για την ανάλυσή του»

Στη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας, υπάρχει μια διαχρονική τάση του ανθρώπου να περιπλέκει την κατανόηση των γεγονότων. Ιδίως όταν ένα γεγονός φαντάζει εξαιρετικά σύνθετο, ο νους μας συχνά παγιδεύεται σε ένα λαβύρινθο εξηγήσεων, αιτιών και σκοπιμοτήτων. Ωστόσο, ο συλλογισμός ότι «όσο πιο σύνθετο φαίνεται ένα γεγονός, τόσο πιο απλά πρέπει να σκέφτεσαι για την ανάλυσή του» αποτελεί μια φιλοσοφική θεμελίωση της διαύγειας έναντι της υπερβολικής νοητικής φόρτισης.

Η ανάγκη να αποδοθεί ευθύνη, να βρεθούν αιτίες και να δοθεί νόημα σε τραγικά γεγονότα οδηγεί συχνά στη δημιουργία μιας ασταμάτητης ροής αφηγήσεων και ερμηνειών, πολλές από τις οποίες εξυπηρετούν συμφέροντα ή απλώς αποτελούν προϊόντα θυμικού φορτισμού. Όμως, η πραγματικότητα υπακούει σε απλούς κανόνες: ένα λάθος που οδηγεί σε μια καταστροφή δεν χρειάζεται να επενδυθεί με θεωρίες συνωμοσίας ή πολιτικές σκοπιμότητες. Η αναζήτηση σύνθετων δικαιολογιών είναι στην ουσία μια διανοητική απόπειρα να μετατεθεί η ευθύνη σε μια αφηρημένη συλλογικότητα, αντί να αποδοθεί εκεί που ανήκει.

Ο φριχτός χαρακτήρας ενός δυστυχήματος δεν εξαλείφεται ούτε με εξιδανικεύσεις ούτε με περίπλοκες αφηγήσεις. Το να αποδεχθεί κανείς ότι ένας και μόνο σταθμάρχης δεν έκανε σωστά τη δουλειά του ίσως είναι δυσάρεστο, αλλά είναι η πιο απλή και λογική εξήγηση. Όλες οι άλλες προσπάθειες είτε διαμορφώνονται για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα είτε προέρχονται από την ανάγκη του ανθρώπου να αρνηθεί την ευθύνη του μεμονωμένου ατόμου και να τη διαχέει στο αόριστο κοινωνικό σύνολο.

Η Οχλοποίηση του Όχλου και η Εντροπία του Θυμικού:

Εδώ, εισερχόμαστε σε μια βαθύτερη διάσταση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ο όχλος δεν λειτουργεί λογικά. Η οχλοποίηση, ως φαινόμενο, είναι μια διαδικασία κατά την οποία η ατομική σκέψη υποχωρεί μπροστά στη συλλογική υστερία. Ο θυμός, η θλίψη και η ανάγκη για απόδοση ευθυνών γίνονται οι κινητήριες δυνάμεις ενός ανεξέλεγκτου συναισθηματικού χάους – μιας εντροπίας του θυμικού που οδηγεί τους ανθρώπους στην υπερβολή, την υπεραπλούστευση, αλλά και την παραπλάνηση.

Η εντροπία, στη φυσική, αναφέρεται στη σταδιακή αύξηση της αταξίας σε ένα σύστημα. Αντίστοιχα, στην ανθρώπινη σκέψη και την κοινωνική δυναμική, η εντροπία του θυμικού αντιπροσωπεύει τη διάλυση της λογικής ανάλυσης μπροστά στο συναισθηματικό φορτίο των γεγονότων. Είναι ακριβώς αυτή η δυναμική που οδηγεί στην οχλοποίηση του όχλου: μια συλλογική παρεκτροπή από την ψυχρή λογική προς το θυμικό παραλήρημα.

Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες στιγμές. Από τις δημόσιες εκτελέσεις στη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τις πολιτικές διώξεις και τις μαζικές εξεγέρσεις, η ανάγκη του όχλου να βρει ένα εύκολο εξιλαστήριο θύμα έχει αποτελέσει μοτίβο επαναλαμβανόμενο. Όταν μια κοινωνία λειτουργεί στη βάση της εντροπίας του θυμικού, η αναζήτηση της αλήθειας παραμερίζεται προς όφελος της συγκινησιακής εκτόνωσης.

Για να κατανοήσει κανείς σωστά τα γεγονότα, πρέπει να μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από τις υπερβολές που δημιουργεί το συλλογικό θυμικό. Ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση είναι η απλότητα. Δεν πρόκειται για αφέλεια, αλλά για μια πειθαρχημένη προσέγγιση της λογικής, όπου κάθε στοιχείο εξετάζεται χωρίς συναισθηματική φόρτιση.

Η σκέψη πρέπει να διατηρείται όσο το δυνατόν πιο καθαρή, ακολουθώντας έναν πυρήνα βασικών αρχών:

Η απλούστερη εξήγηση είναι συνήθως η σωστή:
Αυτό είναι γνωστό ως η αρχή του Οκάμ, που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να προσθέτουμε περιττές υποθέσεις αν μια απλή εξήγηση αρκεί.

Η συναισθηματική φόρτιση δεν είναι επιχείρημα:
Η οργή και η απογοήτευση μπορεί να είναι φυσιολογικές αντιδράσεις, αλλά δεν αποτελούν εργαλεία ορθολογικής ανάλυσης.

Η απόδοση ευθύνης πρέπει να είναι σαφής:
Αν η ευθύνη είναι ατομική, δεν έχει νόημα να αναζητούμε αφηρημένες ή πολιτικές θεωρίες που τη διαχέουν.

Η τραγωδία, η αδικία και το ανθρώπινο λάθος είναι αναπόφευκτα στοιχεία της ύπαρξης. Το ζήτημα δεν είναι να δημιουργούμε διανοητικές παγίδες που αποσπούν από την ουσία, αλλά να παραμένουμε πιστοί στην αρχή της απλής σκέψης μπροστά στη σύνθετη πραγματικότητα. Η εντροπία του θυμικού θα συνεχίσει να θρέφει την οχλοποίηση του όχλου, εκτός αν η συνειδητή και ψύχραιμη ανάλυση αποτελέσει εργαλείο μας απέναντι στην παραμόρφωση των γεγονότων.

Η ιστορία έχει δείξει πως η μαζική παράνοια γεννιέται όταν η λογική υποτάσσεται στο συναίσθημα. Όποιος θέλει να σκεφτεί καθαρά, πρέπει να μάθει να βλέπει την αλήθεια απαλλαγμένη από τις σκιές της συναισθηματικής εντροπίας.

Δημήτρης Βίκτωρ




Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

«Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο είναι τυχαίες στιγμές στον χωροχρόνο του ανθρώπου και της ανθρωπότητας»

Η ρήση αυτή φέρνει στο προσκήνιο μια ριζοσπαστική οπτική σχετικά με την ανθρώπινη προσπάθεια να διαμορφώσει ηθικούς και νομικούς κανόνες. Συνήθως, θεωρούμε το δίκαιο και τη δικαιοσύνη ως αμετάβλητες, θεμελιώδεις έννοιες, που αντικατοπτρίζουν τον “ορθό” τρόπο οργάνωσης και απόδοσης ευθυνών σε μια κοινωνία. Ωστόσο, αν μελετήσουμε την ιστορία, διαπιστώνουμε ότι η αντίληψή μας για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη δεν είναι στατική. Αντιθέτως, μεταβάλλεται ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, τις ιστορικές συγκυρίες, τις εξουσιαστικές δομές και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, η δικαιοσύνη συνδεόταν πρωτίστως με την ηθική τάξη όπως την αντιλαμβάνονταν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Σε εκείνο το πλαίσιο, το «δίκαιο» καθοριζόταν από μια κοσμική και φυσική ισορροπία, όπου το άτομο έπρεπε να δρά σύμφωνα με την αρετή (τον «ορθό λόγο»), και η κοινωνία μπορούσε να διατηρείται σε αρμονία όταν κάθε πολίτης εκπλήρωνε το «φύσει» χρέος του. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, όμως, η έννοια του δικαίου έπαιρνε χρώμα θεολογικό. Δηλαδή, η δικαιοσύνη ήταν ό,τι εναρμονιζόταν με το θείο σχέδιο, και το κοσμικό δίκαιο θεωρούνταν έκφραση του θεϊκού νόμου. Αργότερα, δόθηκε έμφαση στα ατομικά δικαιώματα, στον διαφωτισμό και στις δημοκρατικές αξίες που πηγάζουν από το αξίωμα της «αυτονομίας του ανθρώπου». Έτσι, κάθε εποχή αναδεικνύει διαφορετικές πτυχές της έννοιας του δίκαιου, εστιάζοντας σε ό,τι θεωρεί πρωταρχικής σημασίας για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της ηθικής τάξης.

Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η δικαιοσύνη και το δίκαιο αναδύονται ως «τυχαίες στιγμές στον χωροχρόνο», αυτό υποδηλώνει ότι η ύπαρξή τους δεν είναι δεδομένη ή αυτονόητη, ούτε εξασφαλισμένη από κάποια υπερβατική πηγή. Αντιθέτως, είναι το απόσταγμα ενός ιστορικού πλαισίου, όπου συγκρούονται και συμφιλιώνονται πολιτικές επιδιώξεις, πολιτισμικές αντιλήψεις και ανθρωπολογικές ανάγκες. Οι νόμοι και οι θεσμοί που θέτουμε σε ισχύ δεν αντανακλούν απαραίτητα μια «αιώνια», αμετάβλητη τάξη, αλλά περισσότερο αποτελούν εκφάνσεις της εκάστοτε ανθρώπινης κατάστασης. Είναι, κατά μία έννοια, προϊόντα συμβατικών συμφωνιών, οι οποίες μπορούν να αναθεωρηθούν ή να καταργηθούν, όταν οι ιστορικές ανάγκες και οι αξίες μετατοπιστούν.

Παράλληλα, το γεγονός ότι οι στιγμές δικαιοσύνης είναι «τυχαίες» δε μειώνει την ουσιαστική τους αξία. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε μια πράξη δικαιοσύνης, έστω και παροδική, προχωρούμε το ανθρώπινο πνεύμα ένα βήμα πιο πέρα. Αυτές οι παροδικές και συχνά εύθραυστες συγκυρίες εμβαθύνουν την ηθική μας συνείδηση και αφυπνίζουν την ανάγκη για περαιτέρω διεκδίκηση και επέκταση του δικαίου. Η διαρκής ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη που αναδύονται κάθε φορά που “δένει” η κοινωνική συνοχή γύρω από μια ιδέα δικαιοσύνης, δείχνουν την ανθρώπινη δυνατότητα να κατανοούμε τον Άλλον και να οργανωνόμαστε συλλογικά προς όφελος του κοινού καλού.

Υπό αυτό το πρίσμα, το απόφθεγμα μας καλεί σε μια πιο ταπεινή και συνάμα πιο δημιουργική ματιά. Μας υπενθυμίζει ότι καμία αντίληψη περί δικαίου δεν είναι τόσο απόλυτη, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί ή να τροποποιηθεί. Επιπλέον, τονίζει την ευθύνη μας να είμαστε σε εγρήγορση: να αναγνωρίζουμε ότι η ιστορική τυχαιότητα και οι συγκυρίες μπορούν να αμφισβητήσουν, να διαστρεβλώσουν ή και να διαγράψουν το αίσθημα δικαίου. Έτσι, όταν διαπιστώνουμε αδικίες, καλούμαστε να καινοτομήσουμε και να αναζητήσουμε καινούριους δρόμους, ώστε να αναγεννάμε ξανά εκείνες τις «τυχαίες στιγμές δικαιοσύνης», γιατί ακριβώς σε αυτές κρίνεται η ανθρωπιά και η ηθική αντοχή μιας κοινωνίας.

Δημήτρης Βίκτωρ




Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Η ρίζα της ανθρώπινης συμπεριφοράς

«Η ρίζα της ανθρώπινης συμπεριφοράς βρίσκεται στην πίστη και στην επιλεκτική αγάπη που δημιουργεί και το επιλεκτικό μίσος»

Η συγκεκριμένη ρήση συνοψίζει έναν από τους πλέον αμφίδρομους άξονες της ανθρώπινης ύπαρξης: την πίστη και την αγάπη, που μπορούν να αναδείξουν ό,τι καλύτερο, αλλά και ό,τι χειρότερο, κρύβεται μέσα μας. Η έννοια της “επιλεκτικής αγάπης” υπονοεί ταυτόχρονα έναν φραγμό απέναντι σε όσους δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό τον “κύκλο εμπιστοσύνης”, και ανοίγει τον δρόμο για το “επιλεκτικό μίσος”, μια στάση πιο καταστροφική αλλά, συχνά, πηγάζουσα από τα ίδια ψυχολογικά και κοινωνικά θεμέλια.

Η πίστη δεν περιορίζεται σε θρησκευτικά ή μεταφυσικά πλαίσια. Μπορεί να εννοηθεί ως εμπιστοσύνη σε αξίες, σε ανθρώπους, σε συστήματα ιδεών ή ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από πολλές πράξεις, καθώς μας ωθεί να δρούμε με βάση αυτά που θεωρούμε “αληθινά” ή “ορθά”.

Στις ανθρώπινες ομάδες, η πίστη καθορίζει τις “πτυχές ταυτότητας”: Ανήκουμε σε μια ομάδα επειδή μοιραζόμαστε κοινές αντιλήψεις, πολιτισμικές αξίες ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτό ενισχύει τη συνοχή της ομάδας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και διαχωριστικές γραμμές με άλλες.

Η πίστη προσφέρει σιγουριά και σταθερότητα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας. Μέσα από την εμπιστοσύνη σε κάτι ανώτερο ή σε ένα κοινό ιδανικό, νιώθουμε ότι η ύπαρξή μας έχει νόημα. Ωστόσο, εκεί όπου ριζώνει βαθιά η πίστη, συχνά εμφανίζεται και η τάση να απορρίπτουμε αυτό που την αμφισβητεί, οπότε αρχίζει ο μηχανισμός της “επιλεκτικής” συσχέτισης με τους άλλους.

Η αγάπη θεωρείται από πολλές θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα η ανώτερη αρετή. Τι συμβαίνει όμως όταν η αγάπη αυτή δεν είναι καθολική, αλλά επιλεκτική;

Από τη φύση μας, τείνουμε να δείχνουμε εντονότερα τα αισθήματά μας σε όσους αισθανόμαστε κοντά. Η οικογένεια, οι στενοί φίλοι, οι σύντροφοι, οι ομοϊδεάτες λειτουργούν ως πυρήνες στους οποίους δίνουμε προτεραιότητα. Το συναίσθημα της ασφάλειας μάς οδηγεί να προστατεύουμε αυτούς που ανήκουν στον “κύκλο” μας.

Αν όμως ο κύκλος αυτός γίνει πολύ στενός ή δυσμενώς ορισμένος, όποιος μένει εκτός μπορεί να θεωρηθεί αδιάφορος ή ακόμα και “εχθρικός”. Έτσι, αντί η αγάπη να είναι γέφυρα, γίνεται τείχος, διαχωρίζοντας εμάς από τους “άλλους”. Η ρίζα αυτής της διάκρισης βρίσκεται στη βαθύτερη πεποίθηση ότι “δικός μας” είναι μόνο εκείνος που σκέφτεται ή ζει όπως εμείς.

Όταν η πίστη μας και η αγάπη μας στήνουν τείχη γύρω μας, το επόμενο βήμα – κάποτε αθέλητο, άλλοτε συνειδητό – είναι να βλέπουμε με αντιπαλότητα όσους βρίσκονται έξω από αυτά. Εδώ γεννιέται το επιλεκτικό μίσος.

Σε μια κοινωνική δομή, η αίσθηση του “ανήκειν” συνοδεύεται και από την αίσθηση του “διαφορετικού” ή “ξένου”. Όταν η ταυτότητά μας χτίζεται αποκλειστικά πάνω σε μία πίστη ή μία ιδεολογία, και ορθώνουμε τείχη γύρω μας, τότε εκείνοι που διαφωνούν ή αμφισβητούν τα πιστεύω μας αντιμετωπίζονται σαν απειλή. Αυτό το αίσθημα απειλής πυροδοτεί την εχθρότητα.

Όσο περισσότερο επενδύουμε σε μια πίστη, τόσο πιο δύσκολο είναι να δεχτούμε ότι υπάρχει εναλλακτική οπτική. Έτσι, το μίσος συνήθως εμφανίζεται ως “φυσική” συνέπεια της προσπάθειας να προστατεύσουμε την ταυτότητά μας. Η επιλεκτική αγάπη επομένως μπορεί να γίνει ο προθάλαμος της απέχθειας προς ό,τι διαφέρει από τον δικό μας τρόπο σκέψης ή ζωής.

Η δήλωση για τη ρίζα της ανθρώπινης συμπεριφοράς μπορεί να μοιάζει απαισιόδοξη, όμως αποτυπώνει μια πραγματικότητα που συναντάμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Εναπόκειται στο άτομο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία να διευρύνει τους ορίζοντές του και να μετατρέψει την “επιλεκτική αγάπη” σε μια πιο ανοιχτή και ανεκτική στάση.

Εάν αναγνωρίσουμε ότι ο “κύκλος” μας δεν είναι παρά μια κατασκευή της αντίληψης, μπορούμε να καλλιεργήσουμε την ικανότητά μας να ταυτιζόμαστε με ανθρώπους που φαινομενικά δεν ταιριάζουν στα “πρότυπά” μας. Η ενσυναίσθηση σπάει τους φραγμούς του επιλεκτικού μίσους.

 Η πίστη, αντί να είναι ένα κλειστό δόγμα, μπορεί να παραμένει ανοιχτή στην αμφισβήτηση. Η “ζωντανή” πίστη, που ξέρει να ακούει, να μαθαίνει και να προσαρμόζεται, παύει να αισθάνεται ότι απειλείται από τη διαφορετικότητα.

Πολλές φιλοσοφικές και θρησκευτικές παραδόσεις καλούν σε μια αγάπη οικουμενική, που δεν αναγνωρίζει σύνορα φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής θέσης. Αυτή η διεύρυνση είναι ένα συνεπές μονοπάτι προς την υπέρβαση των συγκρούσεων που προκύπτουν από την επιλεκτική αγάπη και το μίσος.

Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πράγματι βαθιά συνδεδεμένη με όσα πιστεύουμε και με το πώς “εκφράζουμε” την αγάπη μας σε ορισμένες ομάδες ή πρόσωπα. Όμως, όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε μια πίστη που ορίζει αποκλειστικές “ζώνες” αγάπης, τόσο αφήνουμε περιθώριο στην απέναντι πλευρά: το επιλεκτικό μίσος.

Η πρόκληση για τον άνθρωπο είναι να αναγνωρίσει πως πίσω από κάθε κλειστή πίστη και κάθε επιλεκτική αγάπη κρύβεται ο φόβος του “διαφορετικού” και του “άγνωστου”. Αν μπορέσουμε να μετατρέψουμε τον φόβο σε γνώση και κατανόηση, θα ανοίξει ο δρόμος προς μια πίστη που δεν χωρίζει, αλλά ενώνει, και μια αγάπη που δεν είναι αποκλειστική, αλλά πανανθρώπινη. Είναι η στιγμή που η ρίζα της συμπεριφοράς μας παύει να γεννά διχασμό και γίνεται δημιουργική δύναμη που μας φέρνει πιο κοντά, αντί να μας απομακρύνει.

Δημήτρης Βίκτωρ 



Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΜΑΤΑΙΟΥ:

“Η ζωή είναι άδικη” - “Θεός δεν υπάρχει” - “Σκοπός δεν υπάρχει”

*** Πεθαίνεις για πάντα.

 Το παραπάνω απόφθεγμα σκιαγραφεί ένα βαθιά πεσιμιστικό ή ρεαλιστικό βλέμμα επάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εμπεριέχει τρεις πυλώνες –το “τρίπτυχο του μάταιου”– οι οποίοι, όταν τους πάρουμε κυριολεκτικά, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ζωή δεν διαθέτει ούτε δίκαιο, ούτε θείο, ούτε έστω έναν εγγενή σκοπό. Το αμείλικτο τελικό συμπέρασμα, «πεθαίνεις για πάντα», επιτείνει αυτό το αίσθημα κενού.

 «Η ζωή είναι άδικη»

Η κοινή εμπειρία και η καθημερινή παρατήρηση μας αποκαλύπτουν πως η ζωή εμφανίζεται «άδικη»: άνθρωποι χάνουν τις ευκαιρίες τους λόγω τυχαίων παραγόντων, άλλοι υποφέρουν από τραγωδίες ή ασθένειες χωρίς να φέρουν καμία προσωπική ευθύνη. Είναι όμως η ίδια η ζωή, ως οντότητα, άδικη; Ή η αντίληψη περί αδικίας προέρχεται από την ανθρώπινη επινόηση ηθικών κριτηρίων;

Ο κόσμος δεν έρχεται πακέτο με έτοιμες αξίες ή κανόνες δικαιοσύνης. Οι έννοιες «δίκαιο» και «άδικο» είναι ανθρώπινες κατασκευές, και η πραγματικότητα γύρω μας δεν δεσμεύεται από αυτές. Αντιλαμβανόμαστε τη ζωή ως «άδικη» διότι προβάλουμε σε αυτήν αξίες και προσδοκίες που πιθανώς δεν έχουν αντικειμενικό αντίκρισμα.
Πολλές φορές, η αίσθηση της αδικίας ανακύπτει από την ανυπαρξία ισότητας ή από την επενέργεια τυχαίων συμβάντων. Ο κόσμος δεν είναι ορθά “τακτοποιημένος” σύμφωνα με κάποια θεία ή κοσμική δικαιοσύνη και αυτή η αίσθηση αδικίας είναι ο πιο φυσικός τρόπος να διαπιστώνουμε το χάος ή την τυχαιότητα. 

«Θεός δεν υπάρχει»

Η θέση αυτή, εκφρασμένη ριζικά, αντανακλά την αθεϊστική ή αγνωστικιστική άποψη, ότι καμία ανώτερη δύναμη δεν ελέγχει ή νοηματοδοτεί τον κόσμο. Ο Φρίντριχ Νίτσε, ήδη από τον 19ο αιώνα, στο περίφημο απόφθεγμά του «Ο Θεός πέθανε», τόνισε τον θάνατο των παραδοσιακών αξιών και των δογμάτων που στήριζαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αφού δεν υπάρχει Θεός, κατά τους υπαρξιστές, ο άνθρωπος καθίσταται ριζικά ελεύθερος, αλλά και ριζικά υπεύθυνος για τις πράξεις και τις επιλογές του. Παύει να υπάρχει μια υπέρτατη δύναμη που λειτουργεί ως εγγυητής ή κριτής. Αυτό μπορεί να βυθίσει τον άνθρωπο στην αγωνία, αλλά ταυτόχρονα του προσφέρει μια ευκαιρία αυτοκαθορισμού.
Ακόμα και σε μια κοινωνία χωρίς παραδοσιακή θρησκευτική πίστη, πολλοί άνθρωποι αναζητούν κάποιο νόημα ή κάποια μορφή «ιερού» που να πλαισιώνει τη ζωή τους. Μπορεί να λάβει την μορφή της τέχνης, της επιστήμης ή μιας ευρύτερης ηθικής κοσμοθεώρησης. Η δήλωση «Θεός δεν υπάρχει» ακυρώνει την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου για υπέρβαση· και την μετατοπίζει σε άλλα πεδία.

 «Σκοπός δεν υπάρχει»

Σε συνέχεια της έλλειψης μιας υπέρτατης δύναμης, έρχεται η πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει σκοπός». Δεν υφίσταται, δηλαδή, κανένα έμφυτο νόημα στη ζωή, κανένας προορισμός, κανένας “ανώτερος” λόγος για τον οποίο υπάρχουμε.

Το «Παράλογο»,  γεννιέται ακριβώς από τη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης επιθυμίας για νόημα και της σιωπής του κόσμου. Όσο κι αν ρωτάμε «Γιατί υπάρχουμε;», το Σύμπαν δεν απαντά. Αυτή η αδιάφορη σιωπή γεννά τη σκέψη πως δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός σκοπός. Ωστόσο, η άρνηση ενός μεταφυσικού ή αντικειμενικού σκοπού δεν αποκλείει την δυνατότητα του ανθρώπου να δημιουργήσει ο ίδιος ένα υποκειμενικό ή προσωπικό «νόημα». Ακόμα κι αν ο Κόσμος δεν έχει εγγενή σκοπό, εμείς, με τις ελεύθερες επιλογές μας, μπορούμε να προσδώσουμε στόχους στη ζωή μας. Ο υπαρξισμός προτάσσει ακριβώς αυτό: ότι το νόημα “γεννιέται” από τη συνειδητή δράση του ανθρώπου.

«Πεθαίνεις για πάντα»

Η φράση αυτή κορυφώνει το αίσθημα του μάταιου. Ο θάνατος, ως οριστική παύση της ανθρώπινης ύπαρξης, αναιρεί κάθε ελπίδα για συνέχιση ζωής, για ουράνια ανταμοιβή ή τιμωρία, για κάποιο μετά θάνατον μέλλον. Αν το «πεθαίνεις για πάντα» είναι το απόλυτο τέλος, τότε φαίνεται να εδραιώνει περαιτέρω την ματαιότητα.

Από την αρχαιότητα, ο άνθρωπος φοβόταν την ανυπαρξία. Ο Επίκουρος, πάντως, προσπαθώντας να μας απαλλάξει από αυτόν τον φόβο, θύμιζε: «Όταν εμείς είμαστε, ο θάνατος δεν είναι εδώ· και όταν έρθει ο θάνατος, τότε εμείς δεν είμαστε πια». Ορισμένοι φιλόσοφοι βρίσκουν παρηγοριά σε αυτήν την λογική, πως δεν υφίσταται συνείδηση για να “νιώσει” την ίδια την ανυπαρξία.

Για άλλους, η επίγνωση της θνητότητάς μας μπορεί να λειτουργεί ως εγερτήριο. Όταν ξέρουμε πως ο χρόνος μας είναι περιορισμένος, αποκτούμε προσανατολισμό ώστε να ζούμε με πληρότητα, να δρούμε ηθικά ή να διεκδικούμε όσα μας κάνουν ευτυχισμένους. Η σκέψη ότι “πεθαίνεις για πάντα” προσδίδει βαρύτητα στην κάθε στιγμή του παρόντος.

Η συνολική αίσθηση που αποπνέει το «τρίπτυχο του μάταιου» είναι μια δυνατή δόση υπαρξιακού κενού. Εντούτοις, ορισμένοι φιλόσοφοι και στοχαστές βλέπουν αυτό το κενό ως εφαλτήριο μιας δημιουργικής επανάστασης απέναντι στο πεπρωμένο.

Ο άνθρωπος μοιάζει με τον Σίσυφο, που είναι καταδικασμένος να σπρώχνει τον βράχο στην κορυφή του βουνού γνωρίζοντας πως θα ξανακυλήσει. Παρόλα αυτά, ο Σίσυφος παραμένει «ευτυχισμένος» στη μυθολογία του Καμύ, διότι βρίσκει μια μορφή “ελευθερίας” στην επίγνωσή του. Γνωρίζει ότι το έργο είναι μάταιο, κι όμως το υλοποιεί, επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ο Νίτσε, προτείνοντας την έννοια της «θέλησης για δύναμη», πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί ηθικά και πνευματικά, υπερβαίνοντας τον θάνατο των παλαιών αξιών. Η βούληση για δημιουργία νέων αξιών γίνεται εσωτερική πηγή νοήματος.

Από ψυχολογική σκοπιά, ακόμα και αν ορισμένοι άνθρωποι δεν αποδέχονται την ύπαρξη κάποιου κοσμικού σκοπού ή θεού, η αγάπη, η φιλία, η αλληλεγγύη, η δημιουργική έκφραση και η αναζήτηση της γνώσης προσφέρουν ένα είδος εγκόσμιου νοήματος. Η ανθρώπινη εμπειρία διαθέτει, έστω και υποκειμενικά, αξία που δεν μηδενίζεται μόνο και μόνο επειδή ο θάνατος είναι αναπόδραστος.

Το «τρίπτυχο του μάταιου» –η πεποίθηση ότι η ζωή είναι άδικη, ότι δεν υπάρχει Θεός και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει σκοπός, μαζί με τη βεβαιότητα πως ο θάνατος είναι οριστικός– μοιάζει να οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα ψυχρό, κενό σύμπαν. Ωστόσο, η ανθρώπινη σκέψη μάς δείχνει ότι από αυτή τη διαπίστωση της ματαιότητας μπορούν να αναδυθούν δύο δρόμοι:

Ο πρώτος είναι η απελπισία και η παραίτηση, πως ο άνθρωπος, πειθόμενος ότι όλα είναι τυχαία και μάταια, μένει αδρανής ή παρασύρεται σε αρνητικά συναισθήματα.

Ο δεύτερος είναι η δημιουργική “άμυνα”: η συνειδητή ανάληψη της ευθύνης και της ελευθερίας μας, η αναζήτηση υποκειμενικών σκοπών, η αγάπη για τη ζωή, η καλλιέργεια του εαυτού και των σχέσεών μας. Μέσα από αυτή τη στάση, η έλλειψη ενός δεδομένου, «αντικειμενικού» σκοπού μπορεί να μεταμορφωθεί σε ευκαιρία να πλάσουμε εμείς το δικό μας νόημα.

Όπως, τελικά, μας ψιθυρίζει ο Καμύ, «πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Μπορεί ο βράχος της ύπαρξης να μας φαίνεται αβάσταχτος, όμως η ελεύθερη επιλογή να τον “σπρώχνουμε” καθημερινά ενδεχομένως να αποτελεί την πιο υψηλή έκφραση του ανθρώπινου μεγαλείου μέσα στο παράλογο σύμπαν.

Δημήτρης Βίκτωρ

 


" ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΜΑΤΑΙΟΥ " - Δημήτρης Βίκτωρ