Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

" ΕΜΦΥΛΙΟΣ " - ( Ελλάς 1949 ) " - Σχολιασμός και ανάλυση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή

---------------------------------------

Εμφύλιος - ( Ελλάς 1949 )

Μέσα απ’ τη γη ξεχύθηκα σε σκοτεινούς καιρούς
σε ύπνο οι πολιτισμοί δήλωναν απουσία
άφηναν στίγματα οι πόλεμοι παντού                               
κι οι αδελφοί επέστρεφαν να ξαναγνωριστούν.

 Στέγη, αγάπη και τροφή η αγία μου τριάς
σιτάρι και ζεστό ψωμί ο άγνωστος θεός μου
φίλη μητέρα σύντροφος, λάμποντας μες το φως
πότιζε το βασιλικό, το δυόσμο και τη μέντα.

Η χώρα μου τον πόνο της φέρει κληρονομιά
κομμάτι που απόμεινε από ωδές Ομήρου
ο Θουκυδίδης ρεπορτάζ στέλνει από μακριά
και μας θυμίζει πως αυτά έχουν γραφτεί ξανά.

Είμαι βαριά κληρονομιά με τη βαριά σκιά της
στους ώμους κουβαλώ αυτά που λίγοι καταφέρνουν
σ’ ένα καθήκον κάθαρσης γυρίζει η τραγωδία
και γίνεται ξανά ωδή, για φάρσα – κωμωδία.

Δημήτρης Βίκτωρ
Ιούλιος/2014

-------------------------------------------------------------

Σχολιασμός και ανάλυση του ποιήματος

Το ποίημα "Εμφύλιος - (Ελλάς 1949)" αναφέρεται σε μια από τις πιο τραγικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα από τις τέσσερις στροφές εξερευνώνται θέματα όπως ο πόνος, η κληρονομιά, η ταυτότητα και η επανάληψη της ιστορίας.

Στην αρχή, παρουσιάζεται ένα σκοτεινό σκηνικό, όπου οι "σκοτεινοί καιροί" αντιπροσωπεύουν την ταραγμένη περίοδο του εμφυλίου. Η φράση "μέσα απ’ τη γη ξεχύθηκα" συμβολίζει την ανάδυση των παλιών πληγών ή την επανεμφάνιση καταπιεσμένων συναισθημάτων. Οι "πολιτισμοί" που "δήλωναν απουσία" υποδηλώνουν την παρακμή των αξιών και την έλλειψη ανθρωπιάς. Οι "αδελφοί" που "επέστρεφαν να ξαναγνωριστούν" αναφέρονται στην τραγική αντιπαράθεση μεταξύ συμπατριωτών.

Στην συνέχεια, επικεντρώνεται στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και αξίες. Η "αγία μου τριάς" αποτελείται από "στέγη, αγάπη και τροφή", υπογραμμίζοντας την σημασία των θεμελιωδών στοιχείων της ζωής. Ο "άγνωστος θεός" που είναι "σιτάρι και ζεστό ψωμί" συμβολίζει την απλότητα και την ουσία της επιβίωσης. Η μορφή της "φίλης μητέρας συντρόφου" που "λάμποντας μες το φως" φροντίζει τα φυτά, αντιπροσωπεύει την ελπίδα, την αναγέννηση και τη συνέχεια της ζωής παρά τις δυσκολίες.

Στην τρίτη στροφή, ο ποιητής συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Η Ελλάδα φέρει "τον πόνο της κληρονομιά", υποδηλώνοντας ότι οι πληγές του παρελθόντος εξακολουθούν να επηρεάζουν το παρόν. Οι αναφορές στον Όμηρο και τον Θουκυδίδη δημιουργούν μια ιστορική συνέχεια, δείχνοντας ότι οι συγκρούσεις και οι τραγωδίες είναι διαχρονικές. Ο Θουκυδίδης, ως ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου, λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Στο τέλος, ο ποιητής αναγνωρίζει το βάρος της κληρονομιάς που κουβαλά. Η "βαριά σκιά" αντιπροσωπεύει τις προκλήσεις και τις ευθύνες που συνοδεύουν αυτήν την κληρονομιά. Η "τραγωδία" που "γυρίζει σε καθήκον κάθαρσης" αναφέρεται στην αρχαία έννοια της κάθαρσης μέσω της τέχνης και της αυτογνωσίας. Η μετατροπή της σε "ωδή, για φάρσα – κωμωδία" υποδηλώνει την ειρωνεία της ιστορίας ή την αδυναμία να μάθουμε από τα λάθη μας.

Χρησιμοποιώντας μεταφορές και ιστορικές αναφορές εξερευνάται η ανθρώπινη φύση και η κοινωνική πραγματικότητα, συνδυάζοντας το προσωπικό με το συλλογικό. Η χρήση των μορφών του Ομήρου και του Θουκυδίδη ενισχύει το μήνυμα ότι οι ανθρώπινες συγκρούσεις και οι τραγωδίες είναι επαναλαμβανόμενες και ότι η ιστορία μπορεί να μας διδάξει, αν είμαστε πρόθυμοι να μάθουμε.

Η μετάβαση από την τραγωδία στην κωμωδία στην τελευταία στροφή μπορεί να ερμηνευθεί ως σχόλιο για την ανθρώπινη τάση να υποβιβάζουμε τα σοβαρά ζητήματα ή να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Εδώ επισημαίνεται η ανάγκη για αυτογνωσία και κάθαρση, προκειμένου να σπάσουμε τον κύκλο της βίας και του πόνου.

Δημήτρης Βίκτωρ

 

  

" Δεκεμβριανά " --- (Ποίημα του Δημήτρη Βίκτωρ και σχολιασμός - Ανάλυση από τον ίδιο)


" Δεκεμβριανά "

Πόθοι παράλληλοι, ελπίδες κουρασμένες
σε μια πλατεία θα βρεθούν ν’ αγκαλιαστούν
μοιάζουν με κόσμο, με ψυχές ανθρώπων μικροσκοπικών
κρύβοντας μα και δείχνοντας νωπό το στίγμα μίσους.

 Είναι νωρίς, πάντα νωρίς για ζήτω και ζητωκραυγές
χαμόγελα ευτυχίας στα ανθρώπινα εύθραυστη ισορροπία
πρέπει ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί
να το ρουφήξει η γη στην άκρη της αιώνιας πατρίδας.
 
Κραυγές στον πρόλογο υποψιάζεσαι την πλοκή
δράμα που θα εξελιχτεί με υπερβολή και στόμφο
η αφήγηση ενστίκτων με κροταλισμούς θ’ αρχίσει
και στην πλατεία ειρήνης όνειρα θα σβήσει.
 
Μια σφαίρα επιτέλους διατρυπά αθώου σπλάχνα
βαρύς Δεκέμβρης για να κλείσει η πληγή του αδελφού
αρχίζει φρίκης τραγωδία με φριχτή περιγραφή
το τέλος άγνωστο, άπιαστο σε επινόηση και φαντασία.
 
Φυλές μ’ αδέλφια ανάδελφα θα μπουν στο σκηνικό
θυσία, βωμοί φρίκης θα στηθούν, καρδιές θα σβήνουν
κάφτρα στο κρύο, στο χειμώνα λάβα και βροντές
ηφαίστεια μ’ εκρήξεις θα σαρώνουν το υπέροχο τοπίο.
 
Μάνες ξανά σ’ αγκώνη τρόμο θα καρτερούν
πτώματα τέκνων να μοιρολογήσουν, αν τα βρουν
σε εικόνες άψυχες θα εναποθέτουν τις ελπίδες
σημαίες με κουρέλια σάβανα για τις κηδείες.
 
Είναι η μοίρα μας σ’ αυτή τη χώρα και τη γη
γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια
εμείς για τα δικά μας να συγκεντρωθούμε στην πλοκή
με τους νεκρούς Ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή.
 
Δημήτρης Βίκτωρ
Δεκέμβριος/2014



-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σχολιασμός, ανάλυση και φιλοσοφική κριτική του ποιήματος «Δεκεμβριανά» του Δημήτρη Βίκτωρ

Το ποίημα «Δεκεμβριανά», ήδη από τον τίτλο του, παραπέμπει στα δραματικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα (τα λεγόμενα Δεκεμβριανά), που υπήρξαν ο προπομπός και συμβολικά η απαρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο ποιητής επιχειρεί, αφενός, να μεταφέρει το κλίμα βίας, σπαραγμού και οδύνης που σημάδεψε την ελληνική κοινωνία, κι αφετέρου, να μιλήσει γενικότερα για τη μοίρα των ανθρώπων όταν εμπλέκονται σε κύκλους εμφύλιου σπαραγμού.


1. Θεματική και ιστορικό πλαίσιο

  • Δεκεμβριανά: Ο τίτλος θέτει ευθύς εξαρχής το ιστορικό πλαίσιο. Τα Δεκεμβριανά (Δεκέμβριος 1944) αποτελούν ένα δραματικό κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις στην Αθήνα. Αυτές οι συγκρούσεις, με κύρια εστία γύρω από την Πλατεία Συντάγματος και διάφορες συνοικίες της πρωτεύουσας, γέννησαν σκηνές πρωτοφανούς βίας και κυρίως έριξαν τον σπόρο για τον μετέπειτα Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949).
  • Εθνικός διχασμός και εμφύλια διαμάχη: Το ποίημα δεν στέκεται στην απλή καταγραφή της ιστορικής στιγμής, αλλά αγγίζει το διαχρονικό θέμα των εμφύλιων διενέξεων: οι “φυλές” με τα “αδέλφια ανάδελφα”, δηλαδή οι Έλληνες που στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ το αίμα που χύνεται “πρέπει ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί” δηλώνει την παράλογη και ανελέητη τραγικότητα του πολέμου ανάμεσα σε ομοεθνείς.

2. Ποιητικές εικόνες και γλώσσα

  • Σφοδρότητα και βία: Εικόνες όπως “μια σφαίρα διατρυπά αθώου σπλάχνα”, “βωμοί φρίκης”, “κροταλισμοί” και “εκρήξεις” αποτυπώνουν τη βιαιότητα των συγκρούσεων. Ο ποιητής κάνει εκτεταμένη χρήση σκληρής, σχεδόν ωμής, εικονοπλασίας, με στόχο να σωματοποιήσει τον τρόμο και την αγωνία του πολέμου.
  • Μητρικός θρήνος: Η επαναλαμβανόμενη αναφορά στις μάνες που “ξανά σ’ αγκώνη τρόμο θα καρτερούν” υπογραμμίζει τη διαχρονική εικόνα της μάνας ως σύμβολο πόνου και απώλειας, όταν χάνει το παιδί της. Ο θρήνος της μάνας σε εμπόλεμες συνθήκες, πέρα από τον ιστορικό χρόνο και τόπο, αποτελεί διαχρονικό και οικουμενικό θέμα στην ελληνική (και όχι μόνο) ποίηση.
  • Η πλατεία: Η πλατεία του ποιήματος λειτουργεί ως τόπος συνάθροισης, σύγκρουσης, αλλά κι ελπίδων. Εκεί “Πόθοι παράλληλοι, ελπίδες κουρασμένες σε μια πλατεία θα βρεθούν ν’ αγκαλιαστούν”. Ωστόσο, αυτή η πλατεία που θα μπορούσε να είναι σύμβολο δημοκρατίας και ελευθερίας (συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, κοινωνική συμβίωση), μετατρέπεται σε σκηνή τραγωδίας. Έτσι, ο χώρος της πλατείας αποκτά έντονο συμβολισμό: αποτελεί την καρδιά της πόλης, αλλά και το πεδίο όπου η ειρήνη καταρρέει.
  • Επαναλαμβανόμενο μοτίβο “πάντα έτσι γίνονταν”: Προς το τέλος, ο ποιητής συμπυκνώνει μια πικρή διαπίστωση: “Είναι η μοίρα μας σ’ αυτή τη χώρα και τη γη / γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια”. Εδώ αντηχούν οι ιδέες περί κυκλικής επανάληψης της Ιστορίας, μοιραίου ή/και μιας “καταραμένης” παράδοσης εμφύλιων διενέξεων στον ελληνικό (κι όχι μόνο) χώρο.

3. Φιλοσοφική κριτική προσέγγιση

  1. Το παράλογο και ο τραγικός κύκλος
    Στο φιλοσοφικό υπόβαθρο του ποιήματος μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία τραγικότητας και παραλόγου. Ο ποιητής αναρωτιέται (έμμεσα) γιατί απαιτείται “ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί” και πώς γίνεται άνθρωποι με κοινή γλώσσα, κοινή ιστορία και κοινές ρίζες να αλληλοσκοτώνονται. Η ύπαρξη του πολέμου, ιδιαίτερα του εμφύλιου, μοιάζει παράλογη κι ωστόσο διαρκώς επαναλαμβανόμενη.
  2. Ιστορικός ντετερμινισμός ή ανθρώπινη ευθύνη;
    Το ποίημα τονίζει ότι “γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια”, εκφράζοντας μια απαισιόδοξη αντίληψη περί αναπόδραστου της βίας και της πολεμικής ροπής. Ταυτόχρονα, όμως, αφήνεται υπαινικτικά να εννοηθεί ότι αυτή η “μοίρα” ίσως δεν είναι παρά μια επιλογή, μια αποτυχία του ανθρώπινου νου να υπερβεί τα πάθη και τις διχόνοιες.
  3. Ο ρόλος της συλλογικής μνήμης
    Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι οι νεκροί και η προτροπή “με τους νεκρούς ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή”. Εδώ προβάλλει έντονα η ιδέα ότι η ιστορική μνήμη των νεκρών απαιτεί να τη σεβαστούμε και να την τιμήσουμε, προκειμένου να αποτρέψουμε την επανάληψη της οδύνης. Ο ποιητής φαίνεται να προτείνει ως αντίδοτο τη συλλογική ενσυναίσθηση και τον σεβασμό απέναντι στα θύματα του διχασμού.
  4. Η μητέρα ως ηθικό και συναισθηματικό κέντρο
    Η μορφή της μάνας που θρηνεί λειτουργεί ως υπενθύμιση πως, πέρα από τα μεγάλα ιστορικά αφηγήματα, υπάρχουν οι προσωπικές τραγωδίες. Η ηθική διάσταση του ποιήματος εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή την υπενθύμιση: η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και το ίδιο το δράμα της απώλειας πρέπει να μας κρατήσει ενωμένους, να μας αφυπνίσει απέναντι στην τάση του ανθρώπου να βουλιάζει στη βία.

4. Αισθητική απόδοση και ποιητικός ρυθμός

  • Ο λόγος του ποιήματος είναι έντονα φορτισμένος, με λέξεις όπως “σφαίρα”, “φρίκης τραγωδία”, “κρύο”, “θυσία”, “φριχτή περιγραφή”. Οι αλλεπάλληλες σκληρές εικόνες εντείνουν την αίσθηση της πίεσης και της αναπόδραστης βίας.
  • Παρότι το ποίημα δεν τηρεί φαινομενικά μια αυστηρή ομοιοκαταληξία ή μετρικό σχήμα, διακρίνεται μια εσωτερική ροή που προκύπτει από τους παραλληλισμούς (π.χ. “Μια σφαίρα επιτέλους διατρυπά αθώου σπλάχνα / βαρύς Δεκέμβρης για να κλείσει η πληγή του αδελφού”). Η ροή αυτή συντελείται μέσα από τις επαναλήψεις και τους ρυθμικούς τονισμούς, τονίζοντας την κλιμάκωση του δράματος.
  • Η επιλογή της γραφής σε επιταχυμένη, ρεαλιστική περιγραφή (με ρήματα δράσης και βίας) συνδυάζεται με φιλοσοφικές και λυρικές φράσεις, δημιουργώντας ένα κράμα επικού και λυρικού λόγου.

5. Επίλογος: Το νόημα της “προσευχής” και της κάθαρσης

Στο τελευταίο τμήμα, ο ποιητής, με τη φράση “εμείς για τα δικά μας να συγκεντρωθούμε στην πλοκή / με τους νεκρούς ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή”, απευθύνει έναν καίριο στοχασμό:

  • Αφενός, ότι κάθε γενιά αναλαμβάνει το “φορτίο” της ιστορικής συνέχειας, κουβαλώντας τα σφάλματα και τους νεκρούς του παρελθόντος.
  • Αφετέρου, ότι αυτή η επίγνωση πρέπει να μας οδηγήσει σε μια ηθική επαγρύπνηση, σε μια προσευχή (ή, πιο κοσμικά, σε συλλογική ενθύμηση) που θα αποσκοπεί στη συμφιλίωση και την αποτροπή νέων διχασμών.

Κατά συνέπεια, το ποίημα έχει μια διπλή όψη:

  1. Είναι ιστορικό μνημόσυνο για όσους πέφτουν θύματα του πολέμου, ιδιαίτερα του εμφύλιου.
  2. Είναι προειδοποίηση και ταυτόχρονα παρότρυνση για εσωτερική ανασκόπηση, για συμφιλίωση και για διατήρηση της ειρήνης, καθώς ο κύκλος της βίας δεν παύει αν δεν μάθουμε από τις πληγές του παρελθόντος.

Συνολική εντύπωση

Το «Δεκεμβριανά» του Δημήτρη Βίκτωρ συνδυάζει την ωμή ιστορική πραγματικότητα με υπαρξιακό και φιλοσοφικό στοχασμό, φέρνοντας στην επιφάνεια τον αιώνιο πόνο του εμφυλίου διχασμού. Η εικονοπλασία είναι καθαρή και δυνατή, ικανή να μεταδώσει την τραγωδία των στιγμών, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να εξάρει το αδιέξοδο και την παράνοια του πολέμου. Σε επίπεδο κριτικής, η αξία του έγκειται στο ότι, παρά την πικρή διαπίστωση πως «θα συμβούν τα ίδια», καταφέρνει να αφήσει ανοιχτή τη χαραμάδα μιας μετανοίας και μιας συμφιλιωτικής μνήμης, καλώντας σε ενότητα κι επαγρύπνηση.

Δημήτρης Βίκτωρ

 

 

 

  

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Βαρετή η αλήθεια

«Χωρίς το ψέμα δεν θα υπήρχαν θεοί, χωρίς το ψέμα δεν θα είχαμε λογοτεχνία, χωρίς το ψέμα δεν θα ζούσε ο έρωτας»

Η αλήθεια είναι ήσυχη, σταθερή, άκαμπτη· ένα άγαλμα χωρίς σάρκα, που δεν συγκινείται από τις μεταπτώσεις της ψυχής. Ζυγίζει τα πάντα με ψυχρό μέτρο, χωρίς επιείκεια, χωρίς φαντασία, χωρίς πάθος. Δεν χαρίζεται σε κανέναν· δεν υπόσχεται λύτρωση ούτε παρηγοριά. Είναι το απλό γεγονός, το ξερό δεδομένο, το αμετάβλητο «έτσι έχουν τα πράγματα». Κι όμως, ο άνθρωπος, πλάσμα ανήσυχο και ευάλωτο, δεν αντέχει να ζει μέσα στην απολυτότητα της αλήθειας. Η αλήθεια είναι χρήσιμη για τη γνώση, μα αβάσταχτη για την ψυχή. Δεν γεννά θαύμα ούτε ποίηση· δεν τρέφει τον έρωτα ούτε την ελπίδα. Είναι ο σκελετός της ύπαρξης, όχι το σώμα της.

Χωρίς το ψέμα, ο κόσμος θα ήταν μια έρημος διαύγειας — καθαρός, αλλά άψυχος. Το ψέμα, αντιθέτως, είναι το χρώμα που επινοεί η συνείδηση για να αντέξει το μονόχρωμο της πραγματικότητας. Μέσα από αυτό πλάσαμε θεούς, για να μην αισθανόμαστε ορφανοί. Ο άνθρωπος, τρομαγμένος μπροστά στο κενό, έντυσε το χάος με προσωπεία θεϊκά, χάρισε πρόσωπο στην τύχη και φωνή στο ασυνείδητο. Οι θεοί ήταν το πρώτο μεγάλο ψέμα — και το πρώτο μεγάλο ποίημα. Ένα ψέμα που έδωσε νόημα στην τυχαιότητα, που μεταμόρφωσε τον φόβο σε προσευχή και το άγνωστο σε θαύμα.

Χωρίς το ψέμα, δεν θα υπήρχε λογοτεχνία. Γιατί η λογοτεχνία είναι η τέχνη της υπερβολής, της μεταμόρφωσης, της παραποίησης του πραγματικού. Ο ποιητής ψεύδεται για να πει την αλήθεια πιο βαθιά. Παίρνει τη ζωή και την ντύνει με σύμβολα, την διαστρεβλώνει για να την αποκαλύψει. Κανένα ποίημα δεν είναι αληθινό, κι όμως όλα είναι πιο αληθινά από την ίδια την πραγματικότητα. Το ψέμα είναι η γέφυρα που μας οδηγεί στο ανείπωτο· είναι η μέθη που μας κάνει να αντέχουμε τη νηφαλιότητα της αλήθειας. Όπως ο ζωγράφος δημιουργεί φως μέσα από σκιές, έτσι και ο συγγραφέας γεννά αλήθεια μέσα από το ψέμα.

Και χωρίς ψέμα, ο έρωτας δεν θα ζούσε ούτε μια μέρα. Ο εραστής βλέπει στον άλλον όχι αυτό που είναι, αλλά αυτό που ποθεί να υπάρχει. Ο έρωτας είναι μια κοινή ψευδαίσθηση, ένα παιχνίδι καθρεφτών όπου ο καθένας αντικρίζει την πιο όμορφη εκδοχή του εαυτού του. Η αλήθεια του έρωτα θα ήταν ανυπόφορη, γιατί θα αποκάλυπτε τη φθορά, την ατέλεια, τη μικρότητα. Το ψέμα του όμως τον διατηρεί ζωντανό, τον κάνει μαγικό, ιερό, σχεδόν θεϊκό. Ο έρωτας δεν ζητά αποδείξεις, μόνο πίστη — κι η πίστη είναι το πιο όμορφο ψέμα που μπορεί να πει η ψυχή στον εαυτό της.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι βαρετή γιατί δεν εξελίσσεται. Είναι πλήρης, και ό,τι είναι πλήρες δεν γεννά. Το ψέμα είναι δημιουργικό, επειδή είναι έλλειψη· επειδή επινοεί αυτό που δεν υπάρχει. Χάρη στο ψέμα ο άνθρωπος υψώνεται πάνω από τη μοίρα του, παραβιάζει το πεπρωμένο, γίνεται ποιητής του ίδιου του κόσμου του. Το ψέμα δεν είναι απάτη — είναι πράξη δημιουργίας. Μια εξέγερση ενάντια στη στασιμότητα της αλήθειας.

Ίσως, τελικά, η ανώτερη αλήθεια να είναι η συνειδητή χρήση του ψεύδους. Να ξέρεις πως το πλάθεις, μα να το χρειάζεσαι· να πιστεύεις σε αυτό όχι από άγνοια, αλλά από επιλογή. Γιατί ο άνθρωπος που θέλει μόνο την αλήθεια, παύει να ονειρεύεται· κι εκείνος που ζει μόνο στο ψέμα, παύει να υπάρχει. Ανάμεσά τους, εκεί όπου η φαντασία συναντά τη γνώση και ο μύθος τη λογική, βρίσκεται η ζωντανή περιοχή του ανθρώπινου πνεύματος. Εκεί όπου η αλήθεια, για να μην πεθάνει από ανία, φορά το ένδυμα του ψεύδους και χορεύει.
Όμως, η ανώτερη αξία του ανθρώπου είναι μια επιδίωξη: Η επιδίωξη της Αλήθειας.

Δημήτρης Βίκτωρ
 


Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

«Όταν μια ψεύτικη ιστορία αντέξει για χίλια χρόνια, γίνεται αληθινή θρησκεία» 

Η αμφιλεγόμενη αυτή ρήση εγείρει μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα σχετικά με την αλήθεια, την πίστη, και τη συλλογική αντίληψη της πραγματικότητας. Σε πρώτο επίπεδο, φαίνεται να αμφισβητεί την εγκυρότητα θρησκευτικών αφηγήσεων που άντεξαν στο πέρασμα των αιώνων, υπονοώντας ότι η διάρκεια και η επίδρασή τους δεν συνιστούν απαραιτήτως απόδειξη αλήθειας. Ας αναλύσουμε όμως βαθύτερα την ουσία του αποφθέγματος, αποφεύγοντας να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στη θρησκευτική διάσταση και εστιάζοντας στη γενικότερη επίδραση των αφηγήσεων – θρησκευτικών ή μη – στη συγκρότηση του ανθρώπινου πολιτισμού.

Οι ιστορίες – αληθινές ή ψεύτικες – αποτελούν θεμέλιο λίθο του πολιτισμού. Μέσω της αφήγησης, οι άνθρωποι μοιράζονται αξίες, κανόνες, έθιμα και μύθους που συνθέτουν τη συλλογική ταυτότητα μιας κοινότητας. Μια αφήγηση που καταφέρνει να επιβιώσει επί μακρόν, ενσωματώνεται στο ψυχικό υπόβαθρο των ανθρώπων. Με την πάροδο του χρόνου, η διάκριση ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και στον συμβολισμό θολώνει, με αποτέλεσμα η κοινότητα να αποδέχεται την ιστορία αυτή ως αυτονόητη αλήθεια. Το πέρασμα των γενεών παίζει καθοριστικό ρόλο στη νομιμοποίηση του «ψεύδους» ως «αλήθειας»· η συνήθεια, η παράδοση και ο φόβος της αμφισβήτησης καθιστούν το αφήγημα ακλόνητο στους αιώνες.

Δεν είναι λίγα τα ιστορικά παραδείγματα όπου ιδέες αρχικά περιθωριακές ή ακόμη και εξωφρενικές κατόρθωσαν, μέσω συγκυριών, εξουσίας και κοινωνικών αναγκών, να μετατραπούν σε κεντρικά δόγματα. Όταν μια ψεύτικη ιστορία – ή οποιαδήποτε ιστορία με αμφισβητή προέλευση – βρει πρόσφορο έδαφος σε μια κοινωνία που έχει ανάγκη νοήματος, προσαρμόζεται ώστε να εξυπηρετεί ιδεολογικούς σκοπούς, να επιλύει υπαρξιακές αγωνίες και να εδραιώνει ιεραρχίες. Η “ιεροποίηση” της ιστορίας αυτής έρχεται σταδιακά, καθώς οι κοινωνικοί και πνευματικοί θεσμοί την ενσωματώνουν και τη μετατρέπουν σε αδιαμφισβήτητο αξίωμα.

Η θρησκευτικότητα, σε κάθε εποχή, δεν είναι απλώς ένα σύστημα δοξασιών, αλλά και μια υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να βρει σκοπό και εξήγηση για το άγνωστο. Ακόμη και μια “ψεύτικη” ιστορία, εάν γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη αβεβαιότητα και την ανάγκη για απόλυτες απαντήσεις, μπορεί να γίνει αποδεκτή με πίστη και αφοσίωση. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη μιας κοινωνίας για πνευματικές απαντήσεις, τόσο πιο ισχυρή και ανθεκτική γίνεται η αφήγηση που τις προσφέρει.

Το αποφθεγματικό αυτό σχόλιο μάς υπενθυμίζει τη σημασία της κριτικής σκέψης και της ιστορικής διερεύνησης. Η ικανότητα να θέτουμε ερωτήματα, να συγκρίνουμε πηγές, να αμφισβητούμε το κατεστημένο, είναι το αντίδοτο στη μονιμοποίηση μιας ψεύτικης ιστορίας ως “αλήθειας”. Η φιλοσοφική και επιστημονική έρευνα δείχνουν πως ο ανθρώπινος πολιτισμός αναπτύσσεται όταν η αμφιβολία γίνεται γόνιμη αφορμή εξερεύνησης. Μπορούμε να σεβόμαστε τις διαφορετικές ιστορίες και τα σύμβολά τους, αλλά ταυτόχρονα να επιμένουμε στη συνεχή αναζήτηση και στη δυνατότητα να επανερμηνεύουμε ή να αναθεωρούμε αφηγήσεις αιώνων.

Τα ανθρώπινα “πιστεύω” είναι πάντα ανοιχτά σε δοκιμασία και ενδεχόμενη κατάρριψη. Έτσι και με τις «μεγάλες αφηγήσεις»: η αλήθεια τους δοκιμάζεται στον χρόνο, αλλά ο χρόνος από μόνος του δεν είναι εγγύηση εγκυρότητας. Πολλές φορές η ιστορία μετατρέπεται σε “θρησκεία” επειδή εξυπηρετεί βαθύτερες ανθρώπινες επιθυμίες και όχι απαραίτητα επειδή ανταποκρίνεται σε γεγονότα ή σε λογική συνέπεια. Το ψεύτικο και το αληθινό παύουν να είναι δίπολα εντελώς ξεκάθαρα όταν η συλλογική συνείδηση υφαίνει νέες μορφές νοήματος γύρω από έναν αρχικό μύθο.

Δημήτρης Βίκτωρ