Υπάρχει κάτι σχεδόν συγκινητικό στο θέαμα δύο πλούσιων,
ισχυρών και φαινομενικά ανίκητων ανδρών να τσακώνονται δημοσίως με την υστερία
δεκάχρονων στην αυλή του σχολείου. Ο ένας, χρυσόψαρο με κομμωτήριο. Ο άλλος,
μεγιστάνας-ινφλουένσερ που ονειρεύεται να μεταναστεύσει στον Άρη επειδή η Γη
δεν του αρκεί για να χωρέσει τον ναρκισσισμό του. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Έλον
Μασκ. Δύο υπερεκτεθειμένοι, παθολογικά εγωπαθείς άνθρωποι που έχουν αναγάγει
τον εαυτό τους σε μοναδικό σημείο αναφοράς του κόσμου.
Αν αναλύσει κανείς τη διαμάχη τους, δεν θα βρει πολιτική
ή ιδεολογική ουσία· είναι απλώς μια σύγκρουση δύο καθρεφτών που δεν αντέχουν να
δουν άλλο πρόσωπο εκτός απ’ το δικό τους. Δεν διαφωνούν επί της αρχής·
διαφωνούν επί της ματαιοδοξίας: ποιος είναι ο πιο μεγάλος θεός στο timeline του Twitter; Ποιος
δικαιούται περισσότερο να καπηλευτεί τη βλακεία των μαζών;
Ο Τραμπ, που δεν διάβασε ποτέ βιβλίο εκτός αν είχε το
όνομά του στο εξώφυλλο με χρυσά γράμματα, πιστεύει πως η Ιστορία ξεκινά και
τελειώνει με την προεδρία του. Και ο Μασκ, που μιλά σαν παιδί που έμαθε σήμερα
το ChatGPT, παριστάνει τον
Προμηθέα με χρήματα που τρολλάρει την ανθρωπότητα για να νιώσει ζωντανός. Ο
ένας έκανε την ψευδοπολιτική reality show, ο άλλος έκανε
την τεχνολογία μεταμοντέρνο cult.
Αλλά ας μην ξεχνάμε – και είναι σημαντικό να το θυμόμαστε
αυτό: και οι δύο είναι απελπιστικά μικροί. Όχι μόνο πνευματικά, μα κυρίως
υπαρξιακά. Κάτω απ’ τις τα likes και τα πυραυλικά
τους όνειρα, υπάρχει σάρκα που θα σαπίσει, νεφρά που θα γονατίσουν, ανάσες που
θα στερέψουν. Ξεχνούν, όπως όλοι οι αλαζόνες, πως κι αυτοί θα αρρωστήσουν. Θα
γεράσουν. Θα πεθάνουν. Και το timeline τους δεν θα τους
θυμάται – παρά μόνο ως καρικατούρες ενός κόσμου που μπέρδεψε το κενό με την
ιδιοφυΐα και τη μεγαλομανία με το μεγαλείο.
Η μεταξύ τους διαμάχη δεν είναι ιδεολογική· είναι καυγάς
για την πρώτη θέση στο νηπιαγωγείο του Twitter. O ένας φωνάζει
«είμαι ο βασιλιάς», ο άλλος «είμαι ο Μεσσίας», κι εμείς παρακολουθούμε δυο
φουσκωμένα μπαλόνια που προσπαθούν να σκάσουν το ένα το άλλο με καυτή ρητορική.
Δεν υπάρχει αντιπαράθεση θέσεων· μόνο ηθών. Και τι ήθος να περιμένεις από
ανθρώπους που επενδύουν τα πάντα στο ίδιο τους το είδωλο;
Οι δύο νάρκισσοι επιπλέουν σε μια λεκτική λίμνη
σκουριασμένων καθρεφτών. Εκεί οι αλήθειες παραμορφώνονται· αναδύονται μόνοι
τους, χωρίς ιστορία, χωρίς μέλλον, χωρίς ανθρώπινη μέριμνα, αλλά με τα πιο
φωναχτά κεφαλαία ΕΓΩ που γέννησε ο εικοστός πρώτος αιώνας. Την ώρα που γράφεται
αυτή η πρόταση, ίσως ήδη ετοιμάζουν άλλη μια μήνυση – πάντα για να
υπερασπιστούν το μοναδικό πράγμα που αγαπούν: την παραμυθένια εκδοχή του εαυτού
τους.
Μα το πιο τραγικά κωμικό στοιχείο είναι η λήθη του
θανάτου. Ξεχνούν ότι, όπως κι αν μετονομάσουν την πλατφόρμα τους, όπως κι αν
επαναχρηματοδοτήσουν τις χρεοκοπημένες ματαιοδοξίες τους, η βιολογία επιμένει:
το δέρμα θα σακουλιάσει, το συκώτι θα διαμαρτυρηθεί, οι φλέβες θα γεμίσουν
σιωπηλά. Όταν οι νεφροί τους, βαριοί από προεδρική κόλα αποφασίσουν να δηλώσουν
παραίτηση, κανένα tweet και κανένας
πύραυλος δεν θα εκτοξευθεί για λογαριασμό τους.
Η Ιστορία θα τους θυμηθεί όσο διαρκεί ένα scroll· ύστερα θα
επανέλθει η λήθη που επιφυλάσσεται σε κάθε θορυβώδη προσωρινότητα. Γιατί, όπως
παρατηρεί ο Επίκτητος, «ό,τι υψώνεται χωρίς αρετή είναι σαν φούσκα στη
θάλασσα· μοιάζει θεόρατο μέχρι να σκάσει».
Και όσο αυτοί παίζουν, επί του παρόντος, το γελοίο
παιχνίδι του ποιος είναι ο πιο σημαντικός, η Ιστορία ετοιμάζει το πιο δίκαιό
της γέλιο: εκείνο που ξεσπά μπροστά στον θάνατο όσων νόμιζαν πως ήταν αθάνατοι.
Και θα ’ρθει η μέρα που κάποιος νοσηλευτής, αδιάφορος και
ευγενικός, θα τους ρωτήσει:
«Ονοματεπώνυμο, παρακαλώ;»
Τότε οι τίτλοι, τα δισεκατομμύρια και τα retweets θα λειώσουν· θα μείνει μόνο η άβολη
παύση ανάμεσα στο μικρό τους όνομα και στο άγνωστο επόμενο βήμα.
Εκείνος ο ήχος –το κλικ της γραφίδας στο πρόχειρο χαρτί του θαλάμου– θα
σηματοδοτεί την κατάρρευση ενός ολόκληρου σύμπαντος αυτοθαυμασμού.
Τελικά, ο μόνος πραγματικός αγώνας τους είναι ποιος θα
ξεχαστεί πρώτος.
Κι αυτόν τον αγώνα, ειρωνικά, τον κερδίζει πάντα το χώμα.
Δημήτρης
Βίκτωρ