Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Συζητήσεις και Αποχαιρετισμοί

«Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί»

Η φράση αυτή, λιτή και ταυτόχρονα φορτισμένη συναισθηματικά, θίγει ένα από τα πλέον οδυνηρά αλλά και βαθιά ανθρώπινα ζητήματα: Την σχέση μας με τον χρόνο και, κατ’ επέκταση, με την ιδέα του τέλους. Όσο περνούν τα χρόνια, η ζωή μάς υπενθυμίζει όλο και πιο έντονα την παροδικότητά της, και οι συζητήσεις μας παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα ενός «αντίο» — προς ανθρώπους, καταστάσεις, ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό όπως υπήρξαμε.

Η μετάβαση σε μια “ηλικία” όπου όλα αρχίζουν να μοιάζουν με αποχαιρετισμούς δεν ταυτίζεται απαραίτητα με έναν συγκεκριμένο αριθμό χρόνων. Για κάποιους, μπορεί να συμβεί νωρίτερα, όταν μια απώλεια ή μια βαθιά εμπειρία φέρνει αντιμέτωπο το άτομο με τη θνητότητα. Για άλλους, έρχεται σταδιακά, σαν ένα αργό “ξεθώριασμα” των αυταπατών πως ο χρόνος είναι ανεξάντλητος.

Η νεότητα συχνά συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει άπλετος χρόνος για φίλους, σχέσεις, ταξίδια, στόχους. Με την πάροδο των ετών, γίνεται εμφανές πως κάθε επιλογή συνεπάγεται και κάτι που χάνεται οριστικά. Μια απροσδόκητη αρρώστια, η φυγή ενός αγαπημένου προσώπου ή ακόμα και μια αλλαγή επαγγελματική μπορεί να λειτουργήσει ως σήμα: “Τίποτα δεν κρατάει για πάντα”. Τότε, οι συζητήσεις δεν είναι πια μελλοντοκεντρικές, γεμάτες όνειρα. Γίνονται πιο στοχαστικές, με ένα βάρος αποχωρισμού.

Ο αποχαιρετισμός δεν είναι απλώς μια λύπη· εμπεριέχει και μια μορφή ωριμότητας. Η αποδοχή της έννοιας του τέλους συμβάλλει στη βαθύτερη εκτίμηση όσων έχουμε ζήσει ή ζούμε τώρα.

Σε μια κουβέντα με παλιούς φίλους ή συγγενείς, προβάλλεται έντονα ο απολογισμός των κοινών εμπειριών. Όχι σπάνια, ο αποχαιρετισμός ενσωματώνει και την ευγνωμοσύνη για όσα μοιραστήκαμε, αλλά και τη θλίψη για ό,τι δεν προλάβαμε ή δεν θα ξαναζήσουμε.

Καθώς συνειδητοποιούμε ότι οι ευκαιρίες να βρεθούμε με αγαπημένους ανθρώπους ίσως λιγοστεύουν, οι συζητήσεις γίνονται πιο ουσιαστικές. Σταδιακά, ο χρόνος για “επιφανειακές” συζητήσεις μειώνεται, κι αυτό ενίοτε οδηγεί σε μια αυθεντικότερη επικοινωνία.

Ο φόβος του θανάτου ή της οριστικής απώλειας, βρίσκεται πίσω από την αίσθηση ότι «όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί». Ο άνθρωπος, όντας προικισμένος με συνείδηση της παροδικότητας, αντιλαμβάνεται πως κάθε συνάντηση, κάθε κουβέντα, μπορεί να είναι η τελευταία.

Κάποιοι αποτραβιούνται και γίνονται απόμακροι, δυσκολεύονται να συνεχίσουν να χτίζουν σχέσεις για να μη βιώσουν άλλο πόνο. Άλλοι, αντίθετα, εμβαθύνουν ακριβώς στις σχέσεις τους, προτιμώντας να ζουν με ένταση το “τώρα”.

Αντί να βλέπουμε το τέλος ως κάτι τρομακτικό που στοιχειώνει τις συζητήσεις μας, μπορούμε να το αποδεχτούμε ως μια θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια αγκαλιά της ζωής με μεγαλύτερη επίγνωση και αλήθεια.

Οι στοχαστές ανά τους αιώνες έχουν ασχοληθεί με το πώς ο χρόνος και η θνητότητα επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και συζητήσεις:

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, λ.χ., τονίζει πως η αυθεντική βίωση της ύπαρξής μας αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε τη θνητότητα. Τότε προκύπτει η “φροντίδα” για το πώς θα αξιοποιήσουμε ουσιαστικά τον χρόνο μας.

Για τους Στωικούς, η επίγνωση του τέλους μεταφράζεται σε ηρεμία μπροστά στα ανθρώπινα πράγματα. Όταν ξέρουμε πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία, τότε παύουμε να ασχολούμαστε με ανούσιες ανησυχίες και επικεντρωνόμαστε στη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης επαφής.

Μπορεί το απόφθεγμα να ακούγεται απαισιόδοξο, κρύβει όμως μια πιο φωτεινή διάσταση:

Σε πολλές παραδόσεις, ο αποχαιρετισμός συνοδεύεται από ευχές, ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Γίνεται μια τελετουργία που τιμά τη διαδρομή που διανύσαμε μαζί.

Ακόμη κι αν, αντικειμενικά, οι πιθανότητες λιγοστεύουν, το ίδιο το γεγονός ότι συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε μια νέα συνάντηση δείχνει την επιμονή του ανθρώπινου πνεύματος να υπερβαίνει τα όρια.

Η ρήση «Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί», μας υπενθυμίζει την εύθραυστη ουσία της ζωής. Καθώς ο χρόνος περνά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι και οι στιγμές δεν είναι δεδομένα. Κάθε κουβέντα μπορεί να έχει την γεύση του “αντίο”, όχι απαραίτητα λόγω απαισιοδοξίας, αλλά επειδή αυτή είναι η εγγενής συνθήκη της ύπαρξης: είμαστε παροδικοί και, αργά ή γρήγορα, στεκόμαστε μπροστά στον αποχωρισμό.

Δημήτρης Βίκτωρ



Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 «Αν ψάχνεις τον Θεό πήγαινε μέσα σε έναν πόλεμο για να τον βρεις. Εκεί, Θεός είναι ο ίδιος ο Πόλεμος»

 Η ζωή του ανθρώπου αρχίζει πάντα με έναν πόλεμο: εκείνον της γέννησης. Από τη μήτρα του σκοταδιού στην έκθεση του φωτός, από την ασφάλεια στην αναμέτρηση, ο πρώτος μας αναστεναγμός είναι ήδη μια κραυγή μάχης. Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον κόσμο παρά μόνο μέσα από τη σύγκρουση — πρώτα με το σώμα, μετά με τους άλλους, έπειτα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

 Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων. Πίσω από κάθε πρόοδο, κάθε τέχνη, κάθε νόμο και κάθε λέξη, κρύβεται ένας πόλεμος – υλικός ή πνευματικός. Οι αυτοκρατορίες χτίστηκαν επάνω σε κραυγές και κατέρρευσαν μέσα σε ουρλιαχτά. Οι θρησκείες, οι επιστήμες, οι πολιτισμοί δεν γεννήθηκαν από τη γαλήνη αλλά από την ένταση, τον ανταγωνισμό, την ανάγκη για κυριαρχία ή σωτηρία. Αν απογυμνώσεις τον άνθρωπο από το ένστικτο της σύγκρουσης, δεν απομένει παρά μια άδεια μορφή, ένα είδος που ζει από φόβο και όχι από βούληση.

 Ο άνθρωπος, στην αληθινή του φύση, δεν είναι ειρηνοποιός· είναι δημιουργός μέσα από την καταστροφή. Ο πόλεμος δεν είναι μια παρένθεση στη φυσική του κατάσταση — είναι το καμίνι που σφυρηλατεί την ελευθερία, την ταυτότητα, το μεγαλείο. Ό,τι αξίζει να ονομαστεί αληθινό έχει δοκιμαστεί πρώτα στη φωτιά του αγώνα.

 Αν ψάχνεις τον Θεό, μην κοιτάς στα ιερά των ναών· εκεί ζει το είδωλο της προσδοκίας, όχι η αλήθεια. Ο Θεός, αν υπάρχει, ανασαίνει μέσα στις εκρήξεις. Είναι παρών στον πυρετό της μάχης, στις πληγές, στον ιδρώτα, στον πανικό της ύπαρξης που κινδυνεύει. Δεν είναι παρηγορία, είναι πρόκληση. Δεν προστατεύει, απαιτεί.

 Στην αληθινή σύγκρουση, ο άνθρωπος γνωρίζει το βάθος του. Εκεί, μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου, πέφτουν οι προσωπίδες της καθημερινότητας. Όταν δεν υπάρχει τίποτα να προσποιηθείς και όλα να υπερασπιστείς, τότε συναντάς το απόλυτο — αυτό που άλλοι ονόμασαν Θεό. Αλλά δεν είναι πρόσωπο. Δεν έχει όνομα. Είναι η ίδια η ένταση της ύπαρξης, η βούληση να είσαι, να σταθείς, να συνεχίσεις.

 Ο πόλεμος, φυσικά, δεν περιορίζεται στο πεδίο μάχης. Είναι παρών σε κάθε μας απόφαση, σε κάθε στιγμή που το “ναι” μας αντιστέκεται στο “όχι” των άλλων. Είναι παρών στην ποίηση που διεκδικεί λέξεις από το χάος, στην τέχνη που προκαλεί το βλέμμα, στην αγάπη που διαπραγματεύεται την υποταγή και την ελευθερία. Ο πόλεμος είναι παντού. Δεν τελειώνει όταν σιγούν τα όπλα — απλώς αλλάζει μορφή.

 Όσοι θέλουν να χτίσουν δίχως να γκρεμίσουν, να ζήσουν δίχως να χάσουν, να εξελιχθούν δίχως να συγκρουστούν, επιθυμούν έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει. Η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου — είναι η παύση ανάμεσα στις αναμετρήσεις. Είναι η σιωπή πριν το επόμενο βήμα στο σκοτάδι.

 Η ιστορία των ανθρώπων είναι ο πόλεμος — γιατί ο άνθρωπος είναι κίνηση, πάθος, υπέρβαση. Όσο επιθυμεί, όσο δημιουργεί, όσο διεκδικεί το απρόσιτο, θα πολεμά. Όχι για να καταστρέψει, αλλά για να γεννήσει. Και σ’ αυτό το πεδίο, ο πόλεμος είναι ιερός: όχι ως λατρεία της βίας, αλλά ως αλήθεια της φύσης.

 Ο Θεός εκεί δεν έρχεται να σώσει κανέναν. Εμφανίζεται μόνον όταν Τον αξίζεις. Και τότε δεν λέει τίποτα. Απλώς στέκεται δίπλα σου, ματωμένος κι Αυτός — ο ίδιος ο Πόλεμος.

Δημήτρης Βίκτωρ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Στην Ελλάδα του σήμερα, κάθε μέρα μοιάζει με δοκιμασία. Βιώνουμε τραγωδίες, κοινωνικές αναταράξεις, οικονομικές στενωπούς. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, υπάρχουν εκείνοι που –αντί να προτείνουν ουσιαστικές λύσεις ή έστω να δείχνουν σεβασμό προς τον πόνο– επιλέγουν να αλωνίζουν μικροκομματικά, φορώντας τον μανδύα της προστασίας της ηθικής και του δικαίου. Αυτοί οι κατσαπλιάδες της αντιπολίτευσης εμφανίζονται με βαρύγδουπες δηλώσεις για το μεγάλο τους πένθος και την εξεύρεση της αλήθειας, ενώ στην πραγματικότητα, κρύβουν έναν κενό καιροσκοπισμό.

Μιλούν στα κανάλια, ουρλιάζουν σε τηλεπαράθυρα, ανεβάζουν αυθαίρετα «κατηγορώ» στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά οι λέξεις τους δεν συνοδεύονται από καμία υλοποιήσιμη πρόταση, κανένα βάσιμο σχέδιο που θα μπορούσε να δώσει ανάσα και προοπτική στην χώρα. Αρέσκονται να παραμονεύουν κάθε στραβοπάτημα, κάθε ολίσθημα, κι ύστερα ορμούν λυσσαλέα, περιφέροντας σα λάβαρο τη λέξη «ευθύνη» – λες και στόχος τους δεν είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά το πώς θα ρίξουν την λάσπη τους πιο εντυπωσιακά, αδιαφορώντας για το καταστροφικό αποτέλεσμα που θα προκαλέσουν οι πράξεις τους.

Στις δύσκολες στιγμές, όταν ο κόσμος απαιτεί σοβαρότητα, ωριμότητα και ουσιαστικό διάλογο, εκείνοι ταμπουρώνονται στα στενά κομματικά χαρακώματα. Εκτοξεύουν ατάκες αερολογίας, δίχως ίχνος πραγματικής ενσυναίσθησης. Τότε είναι που τα κροκοδείλια δάκρυα και οι ανέξοδες καταγγελίες γίνονται η αυλαία ενός κακότεχνου θεάτρου πολιτικής σκοπιμότητας.

Και ενώ ο λαός περιμένει καθαρές εξηγήσεις, πράξεις, μέτρα και λύσεις, το μόνο που εισπράττει είναι δημαγωγικές κορώνες και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Τα κατεστημένα μικροσυμφέροντα, οι διαχρονικές αλληλεξαρτήσεις με συντεχνίες και η μόνιμη γκρίνια με τερατώδη ψέματα θολώνουν το τοπίο, εμποδίζοντας κάθε προοπτική ουσιαστικής αλλαγής. Οι «κατσαπλιάδες» δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα αποφευχθεί το επόμενο τραγικό συμβάν. Θέλουν μονάχα να μαζέψουν πόντους από την κατακραυγή, θεωρώντας τον ανθρώπινο πόνο απλώς ως ακόμη ένα βολικό πυροτέχνημα.

Δυστυχώς μεγάλο μέρος του κόσμου, ίσως το μεγαλύτερο, παρασύρεται, δεν βλέπει, δεν αντιλαμβάνεται και κρίνει με το θυμικό. Παγιδεύεται με τις μεθοδεύσεις και τις ανέξοδες καταγγελίες. Δεν αρκεί να πετάς συνθήματα πάνω από τις στάχτες της καταστροφής, δεν αρκεί να λες «φταίνε αυτοί». Χρειάζεται θάρρος να πεις «ας αναλάβουμε κι εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας». Χρειάζεται πολιτική εντιμότητα να παρουσιάσεις ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες λύσεις και να δουλέψεις σκληρά για να πετύχουν.

Όσο εκείνοι, λοιπόν, παραμένουν στον μικρόκοσμο των κατσαπλιάδικων πρακτικών, τόσο οι πολίτες θα παγιδεύονται, συσσωρεύοντας οργή για ένα σύστημα που μαστίζεται από ανούσιους διαξιφισμούς και αδιάκοπη τοξικότητα. Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: θα καταφέρουμε άραγε κάποτε να φτάσουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου οι πολιτικές δυνάμεις, αντί να μετράνε πώς θα δυναμιτίσουν η μία την άλλη, θα συνεννοούνται για το κοινό καλό;

Το μέλλον αυτής της χώρας δεν έχει χώρο για κατσαπλιάδες˙ χρειάζεται υπεύθυνους, ειλικρινείς και ικανούς ηγέτες. Και μέχρι να εμφανιστούν πραγματικοί φορείς αλλαγής, η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει βαρύ τίμημα στους ανούσιους τακτικισμούς τους.

Άλλωστε στην ιστορία της Ελλάδας συνέβη τόσες και τόσες φορές. Αυτό παράγει ο λαός της. Δεν υπάρχει ελπίδα…!

Δημήτρης Βίκτωρ

 

  

Βικτωρ Αφορισμοι 951 - 960

ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΨΕΥΤΙΚΟΥ

«Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο περισσότερους οπαδούς και θαυμαστές έχει»

Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο τέλεια προσαρμόζεται στα γούστα της μάζας. Το ψεύτικο είναι εύκαμπτο: κόβεται και ράβεται πάνω στις πιο πρόχειρες επιθυμίες, στις πιο χονδροκομμένες φαντασιώσεις. Η αλήθεια αντιστέκεται, δεν δέχεται εύκολα να παραμορφωθεί για να γίνει αρεστή. Γι’ αυτό και συχνά μένει χωρίς κοινό.
Το ψεύτικο, αντίθετα, γεννιέται ήδη ως προϊόν: υπολογίζει εντυπώσεις, συναισθήματα, ανάγκη ταύτισης. Όσο πιο πλήρως υπηρετεί αυτή τη λογική, τόσο πιο πολύ πληθαίνουν οι οπαδοί και οι θαυμαστές του.
Το ψεύτικο λειτουργεί ως παρακαμπτήριος της ευθύνης. Η αλήθεια απαιτεί από τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του χωρίς μακιγιάζ, να αναγνωρίσει ενοχές, μικρότητες, δειλίες. Το ψεύτικο του προσφέρει χάρη χωρίς κρίση: του λέει ότι είναι ήδη αρκετός, ότι φταίνε πάντα οι άλλοι, ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει, μόνο να πιστέψει. Αυτή η απαλλαγή από την αυτοκριτική είναι αφόρητα ελκυστική.
Οι άνθρωποι δεν γίνονται οπαδοί επειδή πείστηκαν από επιχειρήματα, αλλά επειδή βρήκαν μια ιδέα που τους δικαιώνει εκ των προτέρων. Όσο πιο ψεύτικη η ιδέα, τόσο πιο γενναιόδωρα μοιράζει αυτή τη φτηνή δικαίωση.
Κάθε ψεύτικο κατασκεύασμα υπόσχεται απλότητα εκεί όπου η πραγματικότητα είναι σύνθετη. Προσφέρει καθαρές εξηγήσεις, μονοδιάστατους ενόχους, συνταγές για σωτηρία.
Η αλήθεια είναι γεμάτη αποχρώσεις, αντιφάσεις, γκρίζες ζώνες. Η μάζα δεν έχει υπομονή για αυτή την πολυπλοκότητα· θέλει γρήγορα σχήματα που να χωρούν σε συνθήματα, σε εικόνες, σε «μικρές δόσεις» νοήματος.
Το ψεύτικο θριαμβεύει επειδή μπορεί να συμπυκνωθεί χωρίς να χάσει τίποτε – διότι δεν είχε από την αρχή βάθος. Όσο πιο επίπεδο είναι το περιεχόμενο, τόσο πιο εύκολα διαδίδεται.
Το ψεύτικο είναι από τη φύση του θεατρικό. Χρειάζεται σκηνή, φώτα, εντυπωσιασμό. Τρέφεται από ρόλους, σύμβολα, αφηγήματα που αγγίζουν το ένστικτο και παρακάμπτουν τη σκέψη.
Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη το θέαμα· συχνά εμφανίζεται άχαρη, ασκητική, χωρίς στολισμούς. Η μάζα εκπαιδεύεται να πιστεύει μόνο ό,τι λάμπει, το ψεύτικο αποκτά προβάδισμα. Μετατρέπεται σε παράσταση, σε μάρκα, σε ταυτότητα. Ο θαυμαστής δεν προσκυνά ένα περιεχόμενο, αλλά ένα στιλιζαρισμένο είδωλο. Όσο πιο ψεύτικο το είδωλο, τόσο πιο ελεύθερο είναι να φορέσει πάνω του τις προβολές όλων.
Το ψεύτικο, τέλος, προσφέρει αυτό που η αλήθεια σπάνια υπόσχεται: αίσθηση συμμετοχής σε κάτι μεγάλο. Ο οπαδός δεν αντέχει τη μοναξιά της ατομικής κρίσης· ζητά να ανήκει σε πλήθος, να μοιράζεται συνθήματα, να χάνεται σε μια κοινή πίστη.
Η αλήθεια ζητά από τον άνθρωπο να σταθεί μόνος απέναντι στον εαυτό του και στον κόσμο. Το ψεύτικο του λέει, «έλα μαζί μας, εδώ δεν θα χρειαστεί να σκεφτείς, μόνο να χειροκροτείς».
Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο εύκολα μετατρέπεται σε καταφύγιο για όσους τρέμουν την ελευθερία τους.
Γι’ αυτό και μετρά τους θιασώτες του όχι σε βάθος, αλλά σε αριθμούς.

Δημήτρης Βίκτωρ