Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025
"ΤΟ ΤΕΣΣΕΡΑ, ΤΟ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΙΑ" : Ποίημα και Απαγγελία: Δημήτρης Βίκτωρ
Το Τέσσερα, το δύο και το τρία Στην Ακροκόρινθο μοναχικός ταξιδευτής με ψάθινο καπέλο ψάχνει να βρει της μοίρας του τα βήματα. Στης Σφίγγας τη βαριά σκιά στέκει αποφασισμένος να κάνει αρχή για τη μοναδική του ιστορία. Ο τραγωδός προσμένει μ’ αγωνία την απάντηση χωρίς ακόμη να ’χει γεννηθεί στον κόσμο. Πώς γίνεται αυτό, είναι πολύ παράξενο, πώς παίρνει αρχή, μέση και τέλος η πλοκή! Τραχιά η φωνή περίεργη ηχώ απόκοσμη προσφέρει το αίνιγμα παγκόσμια κληρονομιά. Εδώ ο κόσμος συντονίζει όλα τα ραδιόφωνα κι ο χορός επιχειρεί την τελευταία αρίστη πρόβα. Ο ποιητής παίρνει την πένα ανοίγει το χαρτί βαριανασαίνει με αγωνία τι θ’ ακούσει. Ξέρει πως όταν θα ’χει πλέον γεννηθεί θα έχει γράψει μια μοναδική παγκόσμια ωδή. Ήρθε η καθοριστική στιγμή που περιμένουν όλοι, ανασηκώνονται ν’ ακούσουν καθαρά. Ο ποιητής επιχειρεί το πρώτο του σημάδι κι ο χορός κάνει δειλά το βήμα του μπροστά. Λέγε μου, ξένε, να ρωτήσω ή να φύγεις; Αν μείνεις στη σκιά, θα κινδυνεύσεις με αφανισμό, αν τη σωστή απάντηση μου δώσεις, στο φως θα βγεις, θα περπατήσεις της ζωής άλλο ρυθμό... «Άνθρωπος!» Αυτή είναι η σωστή απάντηση στο τέσσερα, το δύο και το τρία! Ορώ το μέλλον τώρα, είναι όλο εμπρός μου, περνώ στη γνώση ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Παράσιτα γεμίζουν τα ραδιόφωνα, παραφωνίες στου χορού την αρμονία, ο άνθρωπος ξεφεύγει απ’ τη βαριά σκιά της άγνοιας κάνει στο φως της γνώσης σταθερά το πρώτο βήμα. Ήρθε η στιγμή του τραγωδού του ποιητή αυτού που επιτέλους εγεννήθη προορισμένος για να φέρει στην παγκόσμια κερκίδα την πράξη και το νόημα και την ελπίδα. Η Σφίγγα επιστρέφει αίφνης μες στη γη, το άγονο τοπίο μένει έρημο και πάλι. Ο ταξιδιώτης εγκαταλειμμένος, μόνος πάνω στη σκηνή, προσεκτικά προσμένει τώρα νέες οδηγίες. Μακριά στο βάθος μοίρα μ’ ανοιχτές αγκάλες προσμένει με παιχνίδια άκρως ζοφερά. Όλα χρεώνονται εδώ, όλα θα πληρωθούν, απάντηση σωστή, γνώση και κίνηση, ανάγκη, φαντασία. Τώρα αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια, όλα θα πρέπει να γραφτούν με τάξη. Έφθασε η ώρα για την πρώτη ανατροπή, ήρθε η στιγμή να εμφανιστεί η Ιοκάστη… Δημήτρης Βίκτωρ Μάιος - 2013
ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Καθώς ψάχνεις αλήθειες σκέψου τα παρακάτω:
Μπορείς να δεις
λιγότερο από το 1% από το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα και μπορείς να ακούσεις
λιγότερο από 1% από το ακουστικό φάσμα.
Αυτό είναι
εντυπωσιακό, ειδικά εάν σκεφθείς ότι όλα τα ωραία χρώματα που μπορείς να δεις,
αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1% του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.
Δημήτρης Βίκτωρ
--- (Για την ανάρτηση)
Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025
Τα Αποκαΐδια της Αλήθειας
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025
Για τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου
Ο «Προμηθέας Δεσμώτης» επιβιώνει στον λογοτεχνικό χώρο περισσότερο ως φετίχ αρχαιότητας παρά ως ζωντανό δραματουργικό σώμα. H φήμη του τρέφεται από τον θρύλο του «ευγενούς επαναστάτη» και από την ευκολία με την οποία οι σύγχρονες ιδεολογίες προβάλλουν πάνω του τις δικές τους αγωνίες. Αν, όμως, απαγκιστρωθούμε από τον θαυμασμό της πατίνας και εξετάσουμε το ίδιο το κείμενο, αναδύεται ένα έργο στατικό, μονότονο και φιλοσοφικά ρηχό.
Δραματουργική ακινησία
Ο κεντρικός ήρωας αλυσοδένεται στην πρώτη
σκηνή και… μένει εκεί ώς το τέλος. Η έλλειψη κινητικής εξέλιξης καταλήγει σε
μακροσκελείς μονολόγους‐λιτανείες που μετατρέπουν τη σκηνή σε ιερό κήρυγμα, όχι σε δράμα. Ο Αριστοτέλης απαιτούσε περίληψη συμβάντων που να κορυφώνουν σε κάθαρση· εδώ κυριαρχεί ένα κουραστικό status quo. Η υποτυπώδης «ανατροπή» αναγγέλλεται, αλλά δεν πραγματώνεται – αναβάλλεται για τα χαμένα μέρη της τριλογίας. Η πολυθρύλητη «τραγική ένταση» είναι τελικά μια μορφή βασανιστικής στασιμότητας.
Σχηματικός ψυχολογισμός
Ο Προμηθέας παρουσιάζεται ως κρυστάλλινα
βέβαιος για τη δική του ανωτερότητα· ποιο το δραματικό ρίσκο όταν ο ήρωας δεν
αμφιβάλλει ποτέ; Ο Ζεύς, απών από τη σκηνή, υποβιβάζεται σε εξ αποστάσεως
δεσποτικό καρικατούρα. Ηθική μονοκονδυλιά: από τη μία ο απόλυτος δυνάστης, από
την άλλη ο άμωμος αντιστασιακός. Καμία γκρίζα ζώνη, κανένα υπαρξιακό
δίλημμα—άρα και καμία αληθινά τραγική σύγκρουση.
Ρηχός φιλοσοφικός ορίζοντας
Το έργο συχνά εξυμνείται ως «πρώιμη
ύμνηση του ανθρωπισμού». Στην πραγματικότητα, παραμένει προσκολλημένο σε έναν,
σχεδόν ομηρικό, θεολογικό δυϊσμό: οι θεοί καβγαδίζουν, και ο άνθρωπος οδηγείται
διά της τεχνικής σε πρόσκαιρη παρηγοριά. Τίποτα δεν σπάει τον φαύλο κύκλο
εξάρτησης από το θείο. Η «προμηθεϊκή πρόγνωση»—πλέον ένα κεντρικό μοτίβο της
μεταγενέστερης φιλοσοφίας περί ελευθερίας—εδώ περιορίζεται σε ασαφείς απειλές: «Ξέρω
το μυστικό που θα ρίξει τον Δία», αλλά ο ποιητής δεν τολμά να το
ξεδιπλώσει. Η οντολογική δυνατότητα ριζικής ρήξης με τη θεϊκή τυραννία
παραμένει, ειρωνικά, αλυσοδεμένη.
Γλωσσικός φόρτος χωρίς νόημα
Ναι, οι εικόνες είναι βροντερές («φλόγα
δὲ κρύψας ἐν κοίλᾳ νάρθηκι»), αλλά η
υπερφόρτωση μεταφορών δημιουργεί ένα νεφέλωμα πομπωδίας. Συχνά οι στίχοι
λειτουργούν ως αίνιγμα επί αινίγματι, χωρίς την καθαρτική δύναμη που έχει η
αληθινή ποιητική συμπύκνωση. Η «πυκνότητα» του Αισχύλου δεν είναι πάντα
αρετή—ενίοτε κρύβει το κενό επιχειρημάτων πίσω από βαρύγδουπη ρητορική.
Πολιτική ανάγνωση με χάρτινη
επαναστατικότητα
Στοχαστές από τον Σέλλεϋ ώς τον Μαρξ
επαίνεσαν τον Προμηθέα ως πρόδρομο της ανθρώπινης χειραφέτησης. Ωστόσο, ο ήρωας
δεν επιθυμεί να γκρεμίσει την ιεραρχία, αλλά να αλλάξει η διανομή εξουσίας
εντός της—ο νέος Δίας θα είναι απλώς λιγότερο αυταρχικός. Ο Προμηθέας δεν
οραματίζεται ἰσότητα, αλλά ζητά ανταμοιβή. Εδώ η «επανάστασή» του μοιάζει περισσότερο με συντεχνιακό παζάρι παρά με κοσμογονική εξέγερση.
Ιστορική υπερεκτίμηση
Πολύς από τον θαυμασμό προέρχεται από τη
μεσαιωνική και νεοκλασική θεοποίηση του «πρώτου» μεγάλου τραγικού. Από την
στιγμή που ο Σοφοκλής εισήγαγε πολυεπίπεδους χαρακτήρες και ο Ευριπίδης έσπασε
τον θεοκεντρισμό, ο Αισχύλος μοιάζει να ανήκει σε πρωτοβρεφικό στάδιο του
δράματος. Η αξία του είναι κυρίως αρχαιολογική, όχι αισθητική. Το να τον
εκθειάζουμε με κριτήρια που ίδιος δεν ικανοποιεί ισοδυναμεί με μουσειακό
φολκλόρ.
Ο Προμηθέας Δεσμώτης είναι περισσότερο
σύμβολο παρά έργο. Η δραματουργική του στατικότητα, η ηθική του μονοτονία και ο
ομιχλώδης γλωσσικός του κόσμος τον καθιστούν κείμενο μάλλον κουραστικό για τον
σύγχρονο αναγνώστη που αναζητά πολυσημία, υπαρξιακό ρίσκο και φιλοσοφικό βάθος.
Αντί να τον αντιμετωπίζουμε ως «προφητικό οδηγό» του ανθρώπινου πνεύματος, ίσως
να τον αφήσουμε εκεί όπου ανήκει: σε ένα αξιοσέβαστο, αλλά εξαντλημένο, σημείο
εκκίνησης της τραγικής παράδοσης—όχι στο αποκορύφωμά της.
Δημήτρης Βίκτωρ
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025
Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025
Περί Θανάτου...
«Όλα έχουν να κάνουν με τον Θάνατο. Τί προλαβαίνουμε»
Η φράση «Όλα έχουν να κάνουν με τον Θάνατο. Τί προλαβαίνουμε» εγείρει μια βαθιά υπαρξιακή ανησυχία: εάν η ζωή τελικά καθορίζεται από τον θάνατο και τη συνείδηση της περατότητάς μας, τότε ποια είναι η ουσία και η αξία όσων πράττουμε; Πόσο σημαντικό είναι να ορίσουμε τις επιλογές, τις προτεραιότητες και τη δράση μας με γνώμονα ότι ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος;
Πολλοί φιλόσοφοι
και στοχαστές έχουν υποστηρίξει ότι η επίγνωση του θανάτου είναι μια από τις
πιο καταλυτικές δυνάμεις που καθορίζουν τη ζωή του ανθρώπου. Από την αρχαία
ελληνική φιλοσοφία έως τη σύγχρονη υπαρξιστική σκέψη, η συνειδητοποίηση ότι «η
ζωή έχει τέλος» δίνει νέο νόημα στην κάθε στιγμή. Ο Πλάτων, για παράδειγμα,
έβλεπε τον θάνατο ως την «απελευθέρωση» της ψυχής, καλώντας τον φιλόσοφο να
μελετά και να προετοιμάζεται για εκείνον. Ο Σωκράτης εστίαζε στη γνώση του
εαυτού και στην ηθική στάση μπροστά στο τέλος, ενώ μεταγενέστεροι υπαρξιστές,
όπως ο Χάιντεγκερ, μίλησαν για την «προ-οπτική του θανάτου» ως την ανώτερη
αυθεντική στάση του ανθρώπου έναντι του κόσμου.
Η φράση «Τί
προλαβαίνουμε» εκφράζει την αίσθηση ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος. Δεν
αρκεί να συνειδητοποιήσουμε μόνο ότι πεθαίνουμε· οφείλουμε και να αναρωτηθούμε
πώς αξιοποιούμε τον χρόνο που μας απομένει. Ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα
που προκύπτουν από αυτήν την προοπτική είναι: Τί έχει, τελικά, σημασία για
μας; Στον δυτικό πολιτισμό, συχνά η έννοια του «προλαβαίνω» σχετίζεται με
την επίτευξη στόχων (εργασία, κοινωνική καταξίωση, αναγνώριση). Ωστόσο, όταν ο
θάνατος καθίσταται ορισμένος παράγοντας στη σκέψη μας, ίσως να αναθεωρήσουμε
τις προτεραιότητές μας: οι σχέσεις μας, η αγάπη, η αυτοπραγμάτωση, η εσωτερική
αρμονία αναδεικνύονται πιο σημαντικές από κάθε επιφανειακή επιδίωξη.
Οι άνθρωποι
αναζητούν το νόημα μέσα από πράξεις, έργα, δημιουργία, επικοινωνία και, φυσικά,
μέσω του ίδιου του αναστοχασμού για τον θάνατο. Αν όλα τελειώνουν με τον
θάνατο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η ύπαρξή μας είναι κενή· αντίθετα,
επιτείνει την αξία της στιγμής. Σε αυτήν την προσέγγιση, μπορούμε να δούμε τον
θάνατο ως κίνητρο για να ζήσουμε πιο έντονα και αυθεντικά. Ο Καμύ, για
παράδειγμα, μίλησε για το «παράλογο» της ζωής, ωστόσο επέμεινε πως η συναίσθηση
της περατότητας οδηγεί σε μια βαθύτερη επανάσταση του πνεύματος και σε μια
εξύψωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μπροστά στον
θάνατο, διακυβεύεται και η ηθική μας στάση. Τί επιλέγουμε να κάνουμε με τον
χρόνο που διαθέτουμε; Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τις πράξεις μας,
αναγνωρίζουμε την επίδρασή τους στους άλλους, και δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σε
ό,τι ορίζει την αξία μας ως ανθρώπων. Σε αυτήν τη βάση, η περατότητα μπορεί να
λειτουργήσει ως πυξίδα, που μας οδηγεί στην επίγνωση ότι δεν έχουμε το «για
πάντα» για να επανορθώσουμε, να συγχωρήσουμε ή να αγαπήσουμε. Άρα, το ερώτημα
«Τί προλαβαίνουμε;» γίνεται ηθικός κανόνας: Πώς μεταχειριζόμαστε τον εαυτό
μας και τους γύρω μας, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος μας είναι περιορισμένος;
Ένας ουσιαστικός
κίνδυνος που ελλοχεύει στην επίγνωση του θανάτου είναι η βιασύνη.. Όταν
νιώθουμε ότι «πρέπει να τα προλάβουμε όλα», μπορεί να φτάσουμε σε μια αγχώδη
κατάσταση, όπου τελικά χάνεται η βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Ωστόσο, το
πραγματικό ερώτημα δεν είναι πόσα θα προλάβουμε, αλλά πώς θα
ζήσουμε όσα προλαβαίνουμε. Η ποιότητα των επιλογών μας υπερισχύει της ποσότητάς
τους. Μπορεί να μην προλάβουμε να κατακτήσουμε τον κόσμο· μπορούμε όμως να
βιώσουμε την αγάπη, να δημιουργήσουμε, να φιλοσοφήσουμε, να μοιραστούμε στιγμές
γενναιοδωρίας και κατανόησης.
Το απόφθεγμα «Όλα
έχουν να κάνουν με τον Θάνατο. Τί προλαβαίνουμε» φωτίζει την ευθραυστότητα
της ανθρώπινης ύπαρξης και παρακινεί σε ένα πιο στοχαστικό βίωμα της ζωής. Αν
βλέπουμε τον θάνατο όχι ως απαισιόδοξη κατάληξη, αλλά ως μια διαρκή υπενθύμιση
της αξίας και του νοήματος του τώρα, τότε μπορούμε να αξιοποιήσουμε το
πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο με τρόπο πιο γεμάτο, αυθεντικό και βαθύ. Στο
φως της περατότητας, το «Τί προλαβαίνουμε» γίνεται η εσωτερική μας φωνή που μας
παροτρύνει να αποζητούμε αληθινές σχέσεις, να επιδιώκουμε την αυτογνωσία και να
δρούμε με ευθύνη, συμπόνια και αγάπη. Κάπως έτσι, ο θάνατος παύει να είναι ο
απόλυτος φόβος και γίνεται ο απώτερος οδηγός για μια ζωή με νόημα.
Δημήτρης Βίκτωρ
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025
Η απόφαση και το μεγαλείο της # 1
Αποφασιστικότης: Η κορυφαία αρετή
Υπάρχουν στιγμές που η πραγματικότητα μοιάζει να σταματά
μπροστά μας. Στέκεται ακίνητη, αναμένοντας τη δική μας εντολή. Στιγμές όπου
ολόκληρη η ζωή μας συγκεντρώνεται σε μία μόνο επιλογή, σε μία απόφαση, που
μπορεί να αλλάξει το μέλλον και, κατ' επέκταση, τον ίδιο τον κόσμο. Στην καρδιά
αυτής της στιγμής δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Υπάρχει μόνο η τόλμη του ανθρώπου
να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα.
Στην κρίσιμη στιγμή της απόφασης, το δίλημμα μεταξύ
«σωστού» και «λάθους» δεν έχει θέση, γιατί η απόφαση δεν κρίνεται από ηθικούς
κώδικες που έπονται. Τη στιγμή εκείνη, το άτομο στέκεται απέναντι στον εαυτό
του, γυμνό από κάθε εξωτερικό κριτήριο. Εκεί αποκαλύπτεται η πραγματική ουσία
του ανθρώπου. Είναι η στιγμή της απόλυτης αυθεντικότητας: μόνο εσύ, η συνείδησή
σου, και η δύναμη να ορίσεις το πεπρωμένο σου.
Κάθε απόφαση είναι πράξη δημιουργίας, καθώς ανοίγει ένα
νέο δρόμο στην άβυσσο των δυνατοτήτων. Επιλέγοντας, δημιουργούμε κόσμο·
αρνούμενοι να επιλέξουμε, παραμένουμε παθητικοί θεατές ενός κόσμου που άλλοι
έχουν σχεδιάσει για μας.
Όταν αποφασίζεις, αλλάζεις το μέλλον. Κάθε πράξη, ακόμα
και η πιο μικρή, αντηχεί στην αιωνιότητα, γιατί κάθε απόφαση είναι μια τομή
στον χρόνο. Η πράξη σου δημιουργεί κύματα, που αντηχούν πέρα από τον
περιορισμένο σου ορίζοντα, επηρεάζοντας ζωές και καταστάσεις που ίσως ποτέ να
μην γνωρίσεις.
Έτσι, η αποφασιστικότητα είναι η κορυφαία αρετή του
ανθρώπου. Είναι το χαρακτηριστικό που μετατρέπει τον άνθρωπο από απλό
παρατηρητή σε ενεργό δημιουργό. Χωρίς αποφασιστικότητα, η ζωή μετατρέπεται σε
μια σειρά από ανεκπλήρωτες δυνατότητες, χαμένες ευκαιρίες, και αναξιοποίητα
ταλέντα.
Η αποφασιστικότητα έχει το δικό της μεγαλείο, γιατί
απαιτεί θάρρος απέναντι στο άγνωστο. Η αποφασιστικότητα είναι, τελικά,
υπαρξιακό θάρρος. Δεν φοβάται την ευθύνη του λάθους, ούτε αποζητά τη βεβαιότητα
του σωστού. Αντίθετα, αγκαλιάζει τη ριζική αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
και την καθιστά εργαλείο δημιουργίας.
Η απόφαση δεν είναι ποτέ ουδέτερη, ούτε ποτέ ακίνδυνη.
Είναι μια δύναμη που μπορεί να υψώσει ή να καταστρέψει, να ελευθερώσει ή να
δεσμεύσει. Όμως, ακόμα και στην καταστροφή, η απόφαση φέρει μέσα της την ουσία
της ελευθερίας, γιατί αποτελεί αποτέλεσμα της πιο προσωπικής και αυθεντικής
έκφρασης του ανθρώπου: της βούλησής του.
Το μεγαλείο της απόφασης έγκειται στο ότι κάθε επιλογή
χαράσσεται στην αιωνιότητα. Δεν υπάρχει ασήμαντη απόφαση, γιατί κάθε πράξη
συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός κόσμου που συνεχώς μεταβάλλεται. Αυτό που κάνεις
σήμερα θα αντηχεί αύριο, και αυτό το αύριο θα επηρεάσει τη ζωή αμέτρητων άλλων
ανθρώπων. Έτσι, κάθε απόφαση είναι μια υπαρξιακή πράξη δημιουργίας που δεν
περιορίζεται από χρόνο ή χώρο.
Η απόφαση είναι η απόλυτη πράξη ελευθερίας και
αυθεντικότητας. Είναι η στιγμή που αναλαμβάνεις τον πλήρη έλεγχο της ύπαρξής
σου και γίνεσαι δημιουργός ενός κόσμου που ποτέ πριν δεν υπήρχε. Είναι το
μεγαλείο του ανθρώπου να μπορεί, με μία και μόνη κίνηση της ψυχής, να αλλάξει
όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και την ίδια την ουσία του κόσμου.
Η αποφασιστικότητα, συνεπώς, δεν είναι απλά αρετή. Είναι
η κορυφαία αρετή που ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω από το πεπρωμένο του,
καθιστώντας τον, έστω και στιγμιαία, συμμέτοχο στη δημιουργία της ίδιας της
αιωνιότητας.
Δημήτρης Βίκτωρ
Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025
Περί ψέματος και Αλήθειας
«Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου»
Η φράση αυτή φωτίζει ένα παράδοξο που διατρέχει τις
ανθρώπινες κοινωνίες και την πορεία του ανθρώπου στον χρόνο: η λεπτή και συχνά
αδιαφανής γραμμή ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια δεν αποτυπώνεται μόνο σε
αφηρημένες θεωρήσεις, αλλά ριζώνει στον πυρήνα της εμπειρίας, της γνώσης και
της αφήγησης.
Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιδίωκε να κατανοήσει τον κόσμο μέσα
από λογικά και συμβολικά σχήματα. Ωστόσο, ό,τι ονομάζουμε «πραγματικότητα»
συχνά εμφανίζεται ως μωσαϊκό εντυπώσεων και ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες
υφαίνονται μέσα από αφηγήσεις – κάποιες αληθινές, κάποιες ψευδείς, κάποιες
μετέωρες ανάμεσα στα δύο. Ένα «αληθινό ψέμα» μπορεί να είναι κάτι που, ενώ στη
βάση του δεν ισχύει, εμφανίζεται πειστικό λόγω της βαθιάς αποδοχής του από την
κοινωνία. Αντίστοιχα, μια «ψεύτικη αλήθεια» αποκτά ισχύ και νομιμοποίηση μέσα
από τη συνεχή αναπαραγωγή της. Έτσι, η “αφηρημένη” αλήθεια κι ένα “ψεύτικο”
γεγονός με επαρκή στήριξη μετατρέπονται σε κινητήριους μοχλούς της κοινωνικής
ζωής.
Καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία, οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες, θρησκείες,
φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρήσεις οικοδομήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από
αφηγήσεις∙ κάποιες βασισμένες σε αναμφισβήτητες παρατηρήσεις και κάποιες σε
μυθοπλασίες που ρίζωσαν τόσο βαθιά στη συνείδηση των ανθρώπων, ώστε έγιναν
«αποδεκτές αλήθειες». Κάθε λαός, κάθε εποχή, υπήρξε δέσμιος μιας ή πολλών
ιστοριών που τον καθόρισαν. Η Ιστορία δεν είναι απλώς μια καταγραφή γεγονότων,
αλλά και μια διήγηση∙ και σε αυτήν τη διήγηση παρεισφρέουν τόσο οι “αληθινές”
όσο και οι “πλαστές” πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας.
Όταν ένα ψέμα συμφωνεί με τις προκαταλήψεις, τις
επιθυμίες ή τους φόβους μιας κοινωνίας, ενσωματώνεται σχεδόν αθόρυβα στον
συλλογικό νου. Τότε, αυτό το ψέμα γίνεται «αληθινό» στην αντίληψη εκείνων που
το αποδέχονται. Έτσι, επηρεάζει συμπεριφορές, νοοτροπίες, και κατευθύνει την
ιστορική πορεία. Από την άλλη, μια αλήθεια που δεν έχει αποδείξεις ή προσκρούει
σε ισχυρές πεποιθήσεις του κοινού, μπορεί να μοιάζει με ψέμα και να απορριφθεί.
Το κριτήριο, επομένως, δεν είναι αποκλειστικά η “αντικειμενική εγκυρότητα”,
αλλά και η κοινωνική αποδοχή.
Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ιδεολογιών
που κατάφεραν να επικρατήσουν, παρότι στηρίζονταν σε αμφισβητήσιμα ή κατάφωρα
ψευδή δεδομένα. Από τους μύθους της αρχαιότητας μέχρι τα σύγχρονα αφηγήματα
πολιτικής ή οικονομικής προπαγάνδας, η αλήθεια διαπλέκεται με το ψέμα, και κάθε
ιδέα που αποκτά δύναμη μπορεί να εδραιώσει μια νέα εκδοχή “πραγματικότητας”. Με
αυτόν τον τρόπο καθορίζονται κοσμοθεωρίες, ιδεώδη, ακόμα και ο καθημερινός
τρόπος σκέψης των ανθρώπων.
Μολονότι το «αληθινό ψέμα» μπορεί να επηρεάσει ριζικά την
κοινωνία, η επαγρύπνηση του ατόμου απέναντι στην πληροφορία και στα φαινόμενα
είναι το βασικό αντίδοτο στον κίνδυνο του “χειρισμού” ή της εξαπάτησης. Η
κριτική σκέψη, η αμφισβήτηση και ο διάλογος μάς επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τις
διάφορες στρώσεις πραγματικότητας, πίσω από τις οποίες κρύβεται συχνά μια
εξουσιαστική ή ιδιοτελής σκοπιμότητα. Η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να
παραμείνει αέναη, όμως αυτό δεν αναιρεί την αξία της προσπάθειας να διακρίνουμε
το βάσιμο και το ψευδές.
Σε τελική ανάλυση, ο τίτλος του κειμένου, «Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου» εκφράζει μια διαχρονική πραγματικότητα για την αμφίθυμη φύση μας. Μεταφέρει την ιδέα πως η Ιστορία δεν είναι απλώς καταγραφή γεγονότων, αλλά και το παλίμψηστο των πεποιθήσεων, των ερμηνειών και των μύθων που αιχμαλωτίζουν τη συλλογική φαντασία. Η φιλοσοφική και κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας δεν απαιτεί την απόλυτη κατάκτηση της “αντικειμενικής αλήθειας”, μα την άοκνη προσπάθεια να διακρίνουμε το αληθινά ουσιώδες από την ψευδαίσθηση—να κρατήσουμε ζωντανή την εγρήγορση για ό,τι συχνά παρουσιάζεται ως οριστικό και ακλόνητο, αλλά ίσως κρύβει μέσα του την πιο βαθιά πλάνη.
Δημήτρης Βίκτωρ
Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025
Περί αξίας που επιβιώνει
«Η μόνη αξία που επιβιώνει, καθώς ο χρόνος περνάει, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει και να δημιουργεί την Ομορφιά. Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η ικανότητα, τόσο ένας άνθρωπος συνεχίζει να νοιώθει μη δυστυχισμένος, ακόμη κι όταν πια έχει γεράσει»
Η έννοια της Ομορφιάς, τόσο στον αισθητικό όσο και στον
ηθικό-πνευματικό της ορίζοντα, αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της
ανθρώπινης ύπαρξης. Το απόφθεγμα επισημαίνει πως η ικανότητα να διακρίνουμε και
να δημιουργούμε την Ομορφιά είναι μία από τις ελάχιστες –αν όχι η μόνη–
διαχρονικές αξίες που επιβιώνουν, καθώς φθείρεται η σωματική μας δύναμη και
συχνά οι υλικές επιδιώξεις χάνουν το νόημά τους. Όσο, λοιπόν, διατηρείται μέσα
μας αυτή η ικανότητα, τόσο μένουμε «μη δυστυχισμένοι» ή, θετικότερα ειπωμένο,
προσηλωμένοι σε ένα βαθύτερο αίσθημα ολοκλήρωσης.
Η διάκριση της Ομορφιάς:
Η πρώτη διάσταση του αποφθέγματος αφορά την ικανότητα να διακρίνουμε την
Ομορφιά. Δεν πρόκειται μόνο για ένα καθαρά αισθητικό κριτήριο (π.χ. ένα ωραίο
έργο τέχνης ή ένα τοπίο), αλλά και για την καλλιέργεια της συνείδησης που ξέρει
να “βλέπει” τη χαρά, την αρμονία, την τάξη, την αλήθεια σε κάθε κατάσταση. Στο
βάθος, η ικανότητα αυτή αποτελεί μια στάση ζωής: την απόφαση να αναζητούμε,
αντί να αγνοούμε, τα στοιχεία που είναι αρμονικά, δημιουργικά ή εμπνευστικά
στον κόσμο γύρω μας. Όταν καταφέρνουμε να σταθούμε μπροστά σε ένα απλό γεγονός
–ένα χαμόγελο, ένα ηλιοβασίλεμα ή έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη– και να δούμε σε
αυτό την Ομορφιά, ήδη αρχίζουμε να γεμίζουμε τη ζωή μας με ένα αίσθημα βαθιάς
ικανοποίησης.
Η δημιουργία της Ομορφιάς:
Η δεύτερη πλευρά της αξίας αυτής έγκειται στην ικανότητα δημιουργίας της. Δεν
αρκεί απλώς να εντοπίσουμε τη γοητεία ή τη χάρη που μπορεί να κρύβεται στα
πράγματα· χρειάζεται να συμβάλλουμε κι εμείς με κάποιον τρόπο, ώστε η Ομορφιά
να γεννάται και να πολλαπλασιάζεται. Αυτό το δημιουργικό στοιχείο μπορεί να
εκδηλωθεί σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια –στην τέχνη, στη φροντίδα του άλλου, στην
ικανότητα να προσφέρουμε χαρά ή να απαλύνουμε τον πόνο. Ακόμη και η πιο απλή
πράξη μπορεί να εμπεριέχει μια δημιουργική πνοή, αν γίνεται με αγάπη,
καλαισθησία και ενδιαφέρον για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Σε αυτήν την
ουσιώδη συμμετοχή στη «γέννηση» της Ομορφιάς, ανακαλύπτουμε τον αυθεντικό ρόλο
μας ως όντα προικισμένα με φαντασία, συναίσθημα και νου.
Η Ομορφιά ως αντίδοτο στη φθορά του χρόνου:
Το απόφθεγμα τονίζει, επιπλέον, πως η διατήρηση της ικανότητας αυτής μάς
προστατεύει από τη δυστυχία της φθοράς. Με την πάροδο των χρόνων, οι σωματικές
αντοχές μειώνονται, οι στενές φιλίες μπορεί να χάνονται, οι καθημερινές χαρές
συχνά αλλάζουν μορφή. Ωστόσο, η ικανότητα να βιώνουμε και να παράγουμε Ομορφιά
μπορεί να διατηρηθεί άσβεστη, αρκεί να την καλλιεργούμε. Ο άνθρωπος που
παραμένει ανοιχτός σε νέα ερεθίσματα, που δίνει χώρο και χρόνο στη φαντασία
του, που καλλιεργεί το πνεύμα του, δεν επιτρέπει στη φθορά να
επικρατήσει στον ψυχισμό του. Αντιθέτως, παραμένει ζωντανός, δημιουργικός, «μη
δυστυχισμένος», όπως επισημαίνεται. Η χαρά που πηγάζει από την αίσθηση ότι
συμμετέχουμε σε μια διαρκή πράξη ομορφιάς είναι αυτή που συνεχίζει να μας
στηρίζει.
Η Ομορφιά, σε όλες τις εκφάνσεις της, λειτουργεί ως
πνευματική «τροφή» και θεμελιώδες βίωμα που μάς επιτρέπει να αντέξουμε τον
χρόνο και τις αλλοιώσεις του. Η ουσιαστική ενασχόληση με την Ομορφιά –η
διάκρισή της και η δημιουργική της έκφραση– μετατρέπεται σε ασπίδα ενάντια στη
μονοτονία, τον κυνισμό και την απελπισία. Είναι αυτή η «μόνη αξία» που, διαρκώς
ανανεούμενη, μάς υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα παθητικό πλάσμα·
διαθέτει μέσα του τη σπίθα της καλλιτεχνίας και της αλληλεγγύης, στοιχεία τα οποία
συνιστούν ίσως την πιο γνήσια κληρονομιά που μπορούμε να αφήσουμε στην επόμενη
γενιά. Και όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο περισσότερο γεμίζει με φως κάθε στιγμή
της ύπαρξής μας.
Δημήτρης Βίκτωρ
Σάββατο 12 Ιουλίου 2025
Όσα μας δανείζει η ζωή
"Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε"
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή· κι όπως κάθε αγαθό που παραμένει για
λίγο στα χέρια μας, έτσι κι αυτά δεν είναι ποτέ αποκλειστικά κτήμα αλλά
πρόσκαιρη εναπόθεση. Ο κόσμος δεν μας ανήκει· μόνον η χρήση του περνά για μια
στιγμή από το πεδίο της προαίρεσής μας. Άρα το πρώτο καθήκον είναι η νηφάλια
επίγνωση: να μην ταυτίζουμε την αξία μας μ’ εκείνο που μπορεί αύριο να
ανακληθεί.
Ό,τι έρχεται,
έρχεται ως δάνειο· ό,τι φεύγει, φεύγει ως φυσική εκκαθάριση. Μέσα σ’ αυτή την σιωπηλή λογιστική του Κόσμου δεν απομένει παρά να
ασκηθούμε στην ελευθερία από τα εξωτερικά, να χτίσουμε τον εσωτερικό χαρακτήρα
ώστε, όταν η ζωή ζητήσει πίσω τα χρήματά της, να μην παραδώσουμε κι εμείς τον
εαυτό μας μαζί.
Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε τα
δανεισμένα αγαθά με αρετή: να μην αφήσουμε τον φόβο τής απώλειας να
ακρωτηριάσει την λογική· να μην επιτρέψουμε στον πλούτο ή στην φτώχεια να παρεισφρήσουν στο κέντρο της ψυχής μας. Εκεί όπου η
θέληση αρκείται στην αρετή, η απώλεια μεταμορφώνεται σε φυσικό συμβάν, όπως ο
άνεμος που σβήνει ένα φως το οποίο δεν άναψα εγώ ο ίδιος. Αυτή η γαλήνη — όχι
αδράνεια, αλλά πράξη συμφιλίωσης — είναι η ύψιστη ανθρώπινη δυνατή απάντηση
στην παροδικότητα.
Κι όμως, κάποια στιγμή η
γαλήνη αυτή συγκρούεται μ’ ένα άλλο κάλεσμα — το πάθος της δημιουργίας, την δίψα να χαράξουμε παραπανίσια σημάδια πάνω στο
αντίγραφο που λάβαμε. Ο Νίτσε θα γελούσε με την ιδέα ότι είμαστε απλοί λογιστές
ενός κοσμικού δανείου∙ θα μας καλούσε να γίνουμε σπάταλοι, όχι με τα πράγματα
αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε», θα
έλεγε, «είναι να ανατρέψουμε τον πίνακα ισολογισμού, να μετατρέψουμε το
χρέος σε χορό». Αν ο Στωικός προτάσσει την αυτάρκεια, ο Νιτσεϊκός
άνθρωπος προτάσσει τη μεταμόρφωση: την θέληση να πλάσει νέες αξίες απ’ αυτό το ίδιο το δανεικό υλικό.
Ό,τι μας παραχωρεί η ζωή δεν είναι πια απλώς ενέχυρο άνευ συναισθημάτων·
είναι άμορφη ύλη που αναμένει την σφραγίδα της δημιουργικής μας βούλησης. Να λοιπόν η δεύτερη
ανάγνωση του αποσπάσματος: παίρνουμε τα δάνεια, αλλά το μόνο που μπορούμε — και
οφείλουμε — είναι να τα υπερχειλίσουμε, να τα κάνουμε γιορτή, να τα
μεταστρέψουμε σε προσωπικούς μύθους. Ο κόσμος μάς διαθέτει λίγες στιγμές, λίγη
σάρκα, λίγη φωνή· εμείς τις πολλαπλασιάζουμε μέσα από την ποίηση, το γέλιο, τον
έρωτα και την τραγική χαρά. Δεν επιστρέφουμε το κεφάλαιο ανέπαφο· το
επιστρέφουμε φλεγόμενο από υπεραξία, σαν ακριβό κρασί που ζύμωσε η φωτιά του
πνεύματος.
Έτσι το αρχικό στωϊκό
«δέξου» συναντά το νιτσεϊκό «γίνε»· κι η ζωή, που εμφανίστηκε με τη μορφή
ανελέητου τραπεζικού ιδρύματος, γίνεται στο τέλος συνένοχος και εραστής. Το
μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τιμήσουμε το δάνειο — είτε με την νηφάλια αρετή είτε με την διονυσιακή ακρότητα — έτσι ώστε, όταν φτάσει η ώρα του απολογισμού,
να μη μας μετρήσουν σε νομίσματα αλλά σε λάμψεις.
Δημήτρης Βίκτωρ
……………………………………………………………………………
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Δάνειο ζωής
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
σταγόνες χρόνου, σκιές, πλεούμενα όνειρα
τ’ απλώνουμε σε πάγκους ταπεινής λογιστικής·
με ήσυχους κόμπους δαχτύλων μετράμε
πόσο φως χωρά στον κόκκο ενός ρολογιού.
«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
δεν έφυγε—απλώς
επέστρεψε εκεί όπου πάντοτε ανήκε».
Τίποτε δεν γράφεται στο όνομά μας
κάτω απ’ το τεφρό χαμόγελο
το δάνειο τρεμοπαίζει σαν κέρμα
στο χέρι ενός παιδιού:
θα γυρίσει στον τραπεζίτη
ή θα γίνει σφεντόνα
τραγούδι, θραύσμα παράθυρου.
Τότε ο Νίτσε γελά και λογαριάζει.
Το ποσοτικό γίνεται ουρλιαχτό
μηδενικά πετούν σαν σπίθες
από σφυρήλατο αμόνι.
«Ξόδεψε τον εαυτό σου», κραυγάζει·
«μετέτρεψε τον τόκο σε γιορτή».
Μονάχα τότε ο θάνατος σκύβει
τα νομίσματά σου μετρώντας
τα βρίσκει χρυσόσκονη
ανέφικτη να δεθεί σε πουγκί.
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
κι εμείς, το μόνο που μπορούμε
είναι να τα σπαταλήσουμε εμπρηστικά
ώσπου ν’ αφήσουμε στη νύχτα
κάτι που καίει σαν άστρο
απόδειξη για την αιώνια πληρωμή..
«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
επέστρεψε εκεί ...»
Δημήτρης Βίκτωρ
Αύγουστος
- 2018