Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Συζητήσεις και Αποχαιρετισμοί

«Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί»

Η φράση αυτή, λιτή και ταυτόχρονα φορτισμένη συναισθηματικά, θίγει ένα από τα πλέον οδυνηρά αλλά και βαθιά ανθρώπινα ζητήματα: Την σχέση μας με τον χρόνο και, κατ’ επέκταση, με την ιδέα του τέλους. Όσο περνούν τα χρόνια, η ζωή μάς υπενθυμίζει όλο και πιο έντονα την παροδικότητά της, και οι συζητήσεις μας παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα ενός «αντίο» — προς ανθρώπους, καταστάσεις, ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό όπως υπήρξαμε.

Η μετάβαση σε μια “ηλικία” όπου όλα αρχίζουν να μοιάζουν με αποχαιρετισμούς δεν ταυτίζεται απαραίτητα με έναν συγκεκριμένο αριθμό χρόνων. Για κάποιους, μπορεί να συμβεί νωρίτερα, όταν μια απώλεια ή μια βαθιά εμπειρία φέρνει αντιμέτωπο το άτομο με τη θνητότητα. Για άλλους, έρχεται σταδιακά, σαν ένα αργό “ξεθώριασμα” των αυταπατών πως ο χρόνος είναι ανεξάντλητος.

Η νεότητα συχνά συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει άπλετος χρόνος για φίλους, σχέσεις, ταξίδια, στόχους. Με την πάροδο των ετών, γίνεται εμφανές πως κάθε επιλογή συνεπάγεται και κάτι που χάνεται οριστικά. Μια απροσδόκητη αρρώστια, η φυγή ενός αγαπημένου προσώπου ή ακόμα και μια αλλαγή επαγγελματική μπορεί να λειτουργήσει ως σήμα: “Τίποτα δεν κρατάει για πάντα”. Τότε, οι συζητήσεις δεν είναι πια μελλοντοκεντρικές, γεμάτες όνειρα. Γίνονται πιο στοχαστικές, με ένα βάρος αποχωρισμού.

Ο αποχαιρετισμός δεν είναι απλώς μια λύπη· εμπεριέχει και μια μορφή ωριμότητας. Η αποδοχή της έννοιας του τέλους συμβάλλει στη βαθύτερη εκτίμηση όσων έχουμε ζήσει ή ζούμε τώρα.

Σε μια κουβέντα με παλιούς φίλους ή συγγενείς, προβάλλεται έντονα ο απολογισμός των κοινών εμπειριών. Όχι σπάνια, ο αποχαιρετισμός ενσωματώνει και την ευγνωμοσύνη για όσα μοιραστήκαμε, αλλά και τη θλίψη για ό,τι δεν προλάβαμε ή δεν θα ξαναζήσουμε.

Καθώς συνειδητοποιούμε ότι οι ευκαιρίες να βρεθούμε με αγαπημένους ανθρώπους ίσως λιγοστεύουν, οι συζητήσεις γίνονται πιο ουσιαστικές. Σταδιακά, ο χρόνος για “επιφανειακές” συζητήσεις μειώνεται, κι αυτό ενίοτε οδηγεί σε μια αυθεντικότερη επικοινωνία.

Ο φόβος του θανάτου ή της οριστικής απώλειας, βρίσκεται πίσω από την αίσθηση ότι «όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί». Ο άνθρωπος, όντας προικισμένος με συνείδηση της παροδικότητας, αντιλαμβάνεται πως κάθε συνάντηση, κάθε κουβέντα, μπορεί να είναι η τελευταία.

Κάποιοι αποτραβιούνται και γίνονται απόμακροι, δυσκολεύονται να συνεχίσουν να χτίζουν σχέσεις για να μη βιώσουν άλλο πόνο. Άλλοι, αντίθετα, εμβαθύνουν ακριβώς στις σχέσεις τους, προτιμώντας να ζουν με ένταση το “τώρα”.

Αντί να βλέπουμε το τέλος ως κάτι τρομακτικό που στοιχειώνει τις συζητήσεις μας, μπορούμε να το αποδεχτούμε ως μια θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια αγκαλιά της ζωής με μεγαλύτερη επίγνωση και αλήθεια.

Οι στοχαστές ανά τους αιώνες έχουν ασχοληθεί με το πώς ο χρόνος και η θνητότητα επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και συζητήσεις:

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, λ.χ., τονίζει πως η αυθεντική βίωση της ύπαρξής μας αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε τη θνητότητα. Τότε προκύπτει η “φροντίδα” για το πώς θα αξιοποιήσουμε ουσιαστικά τον χρόνο μας.

Για τους Στωικούς, η επίγνωση του τέλους μεταφράζεται σε ηρεμία μπροστά στα ανθρώπινα πράγματα. Όταν ξέρουμε πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία, τότε παύουμε να ασχολούμαστε με ανούσιες ανησυχίες και επικεντρωνόμαστε στη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης επαφής.

Μπορεί το απόφθεγμα να ακούγεται απαισιόδοξο, κρύβει όμως μια πιο φωτεινή διάσταση:

Σε πολλές παραδόσεις, ο αποχαιρετισμός συνοδεύεται από ευχές, ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Γίνεται μια τελετουργία που τιμά τη διαδρομή που διανύσαμε μαζί.

Ακόμη κι αν, αντικειμενικά, οι πιθανότητες λιγοστεύουν, το ίδιο το γεγονός ότι συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε μια νέα συνάντηση δείχνει την επιμονή του ανθρώπινου πνεύματος να υπερβαίνει τα όρια.

Η ρήση «Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί», μας υπενθυμίζει την εύθραυστη ουσία της ζωής. Καθώς ο χρόνος περνά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι και οι στιγμές δεν είναι δεδομένα. Κάθε κουβέντα μπορεί να έχει την γεύση του “αντίο”, όχι απαραίτητα λόγω απαισιοδοξίας, αλλά επειδή αυτή είναι η εγγενής συνθήκη της ύπαρξης: είμαστε παροδικοί και, αργά ή γρήγορα, στεκόμαστε μπροστά στον αποχωρισμό.

Δημήτρης Βίκτωρ



Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 «Αν ψάχνεις τον Θεό πήγαινε μέσα σε έναν πόλεμο για να τον βρεις. Εκεί, Θεός είναι ο ίδιος ο Πόλεμος»

 Η ζωή του ανθρώπου αρχίζει πάντα με έναν πόλεμο: εκείνον της γέννησης. Από τη μήτρα του σκοταδιού στην έκθεση του φωτός, από την ασφάλεια στην αναμέτρηση, ο πρώτος μας αναστεναγμός είναι ήδη μια κραυγή μάχης. Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον κόσμο παρά μόνο μέσα από τη σύγκρουση — πρώτα με το σώμα, μετά με τους άλλους, έπειτα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

 Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων. Πίσω από κάθε πρόοδο, κάθε τέχνη, κάθε νόμο και κάθε λέξη, κρύβεται ένας πόλεμος – υλικός ή πνευματικός. Οι αυτοκρατορίες χτίστηκαν επάνω σε κραυγές και κατέρρευσαν μέσα σε ουρλιαχτά. Οι θρησκείες, οι επιστήμες, οι πολιτισμοί δεν γεννήθηκαν από τη γαλήνη αλλά από την ένταση, τον ανταγωνισμό, την ανάγκη για κυριαρχία ή σωτηρία. Αν απογυμνώσεις τον άνθρωπο από το ένστικτο της σύγκρουσης, δεν απομένει παρά μια άδεια μορφή, ένα είδος που ζει από φόβο και όχι από βούληση.

 Ο άνθρωπος, στην αληθινή του φύση, δεν είναι ειρηνοποιός· είναι δημιουργός μέσα από την καταστροφή. Ο πόλεμος δεν είναι μια παρένθεση στη φυσική του κατάσταση — είναι το καμίνι που σφυρηλατεί την ελευθερία, την ταυτότητα, το μεγαλείο. Ό,τι αξίζει να ονομαστεί αληθινό έχει δοκιμαστεί πρώτα στη φωτιά του αγώνα.

 Αν ψάχνεις τον Θεό, μην κοιτάς στα ιερά των ναών· εκεί ζει το είδωλο της προσδοκίας, όχι η αλήθεια. Ο Θεός, αν υπάρχει, ανασαίνει μέσα στις εκρήξεις. Είναι παρών στον πυρετό της μάχης, στις πληγές, στον ιδρώτα, στον πανικό της ύπαρξης που κινδυνεύει. Δεν είναι παρηγορία, είναι πρόκληση. Δεν προστατεύει, απαιτεί.

 Στην αληθινή σύγκρουση, ο άνθρωπος γνωρίζει το βάθος του. Εκεί, μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου, πέφτουν οι προσωπίδες της καθημερινότητας. Όταν δεν υπάρχει τίποτα να προσποιηθείς και όλα να υπερασπιστείς, τότε συναντάς το απόλυτο — αυτό που άλλοι ονόμασαν Θεό. Αλλά δεν είναι πρόσωπο. Δεν έχει όνομα. Είναι η ίδια η ένταση της ύπαρξης, η βούληση να είσαι, να σταθείς, να συνεχίσεις.

 Ο πόλεμος, φυσικά, δεν περιορίζεται στο πεδίο μάχης. Είναι παρών σε κάθε μας απόφαση, σε κάθε στιγμή που το “ναι” μας αντιστέκεται στο “όχι” των άλλων. Είναι παρών στην ποίηση που διεκδικεί λέξεις από το χάος, στην τέχνη που προκαλεί το βλέμμα, στην αγάπη που διαπραγματεύεται την υποταγή και την ελευθερία. Ο πόλεμος είναι παντού. Δεν τελειώνει όταν σιγούν τα όπλα — απλώς αλλάζει μορφή.

 Όσοι θέλουν να χτίσουν δίχως να γκρεμίσουν, να ζήσουν δίχως να χάσουν, να εξελιχθούν δίχως να συγκρουστούν, επιθυμούν έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει. Η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου — είναι η παύση ανάμεσα στις αναμετρήσεις. Είναι η σιωπή πριν το επόμενο βήμα στο σκοτάδι.

 Η ιστορία των ανθρώπων είναι ο πόλεμος — γιατί ο άνθρωπος είναι κίνηση, πάθος, υπέρβαση. Όσο επιθυμεί, όσο δημιουργεί, όσο διεκδικεί το απρόσιτο, θα πολεμά. Όχι για να καταστρέψει, αλλά για να γεννήσει. Και σ’ αυτό το πεδίο, ο πόλεμος είναι ιερός: όχι ως λατρεία της βίας, αλλά ως αλήθεια της φύσης.

 Ο Θεός εκεί δεν έρχεται να σώσει κανέναν. Εμφανίζεται μόνον όταν Τον αξίζεις. Και τότε δεν λέει τίποτα. Απλώς στέκεται δίπλα σου, ματωμένος κι Αυτός — ο ίδιος ο Πόλεμος.

Δημήτρης Βίκτωρ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Στην Ελλάδα του σήμερα, κάθε μέρα μοιάζει με δοκιμασία. Βιώνουμε τραγωδίες, κοινωνικές αναταράξεις, οικονομικές στενωπούς. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, υπάρχουν εκείνοι που –αντί να προτείνουν ουσιαστικές λύσεις ή έστω να δείχνουν σεβασμό προς τον πόνο– επιλέγουν να αλωνίζουν μικροκομματικά, φορώντας τον μανδύα της προστασίας της ηθικής και του δικαίου. Αυτοί οι κατσαπλιάδες της αντιπολίτευσης εμφανίζονται με βαρύγδουπες δηλώσεις για το μεγάλο τους πένθος και την εξεύρεση της αλήθειας, ενώ στην πραγματικότητα, κρύβουν έναν κενό καιροσκοπισμό.

Μιλούν στα κανάλια, ουρλιάζουν σε τηλεπαράθυρα, ανεβάζουν αυθαίρετα «κατηγορώ» στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά οι λέξεις τους δεν συνοδεύονται από καμία υλοποιήσιμη πρόταση, κανένα βάσιμο σχέδιο που θα μπορούσε να δώσει ανάσα και προοπτική στην χώρα. Αρέσκονται να παραμονεύουν κάθε στραβοπάτημα, κάθε ολίσθημα, κι ύστερα ορμούν λυσσαλέα, περιφέροντας σα λάβαρο τη λέξη «ευθύνη» – λες και στόχος τους δεν είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά το πώς θα ρίξουν την λάσπη τους πιο εντυπωσιακά, αδιαφορώντας για το καταστροφικό αποτέλεσμα που θα προκαλέσουν οι πράξεις τους.

Στις δύσκολες στιγμές, όταν ο κόσμος απαιτεί σοβαρότητα, ωριμότητα και ουσιαστικό διάλογο, εκείνοι ταμπουρώνονται στα στενά κομματικά χαρακώματα. Εκτοξεύουν ατάκες αερολογίας, δίχως ίχνος πραγματικής ενσυναίσθησης. Τότε είναι που τα κροκοδείλια δάκρυα και οι ανέξοδες καταγγελίες γίνονται η αυλαία ενός κακότεχνου θεάτρου πολιτικής σκοπιμότητας.

Και ενώ ο λαός περιμένει καθαρές εξηγήσεις, πράξεις, μέτρα και λύσεις, το μόνο που εισπράττει είναι δημαγωγικές κορώνες και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Τα κατεστημένα μικροσυμφέροντα, οι διαχρονικές αλληλεξαρτήσεις με συντεχνίες και η μόνιμη γκρίνια με τερατώδη ψέματα θολώνουν το τοπίο, εμποδίζοντας κάθε προοπτική ουσιαστικής αλλαγής. Οι «κατσαπλιάδες» δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα αποφευχθεί το επόμενο τραγικό συμβάν. Θέλουν μονάχα να μαζέψουν πόντους από την κατακραυγή, θεωρώντας τον ανθρώπινο πόνο απλώς ως ακόμη ένα βολικό πυροτέχνημα.

Δυστυχώς μεγάλο μέρος του κόσμου, ίσως το μεγαλύτερο, παρασύρεται, δεν βλέπει, δεν αντιλαμβάνεται και κρίνει με το θυμικό. Παγιδεύεται με τις μεθοδεύσεις και τις ανέξοδες καταγγελίες. Δεν αρκεί να πετάς συνθήματα πάνω από τις στάχτες της καταστροφής, δεν αρκεί να λες «φταίνε αυτοί». Χρειάζεται θάρρος να πεις «ας αναλάβουμε κι εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας». Χρειάζεται πολιτική εντιμότητα να παρουσιάσεις ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες λύσεις και να δουλέψεις σκληρά για να πετύχουν.

Όσο εκείνοι, λοιπόν, παραμένουν στον μικρόκοσμο των κατσαπλιάδικων πρακτικών, τόσο οι πολίτες θα παγιδεύονται, συσσωρεύοντας οργή για ένα σύστημα που μαστίζεται από ανούσιους διαξιφισμούς και αδιάκοπη τοξικότητα. Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: θα καταφέρουμε άραγε κάποτε να φτάσουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου οι πολιτικές δυνάμεις, αντί να μετράνε πώς θα δυναμιτίσουν η μία την άλλη, θα συνεννοούνται για το κοινό καλό;

Το μέλλον αυτής της χώρας δεν έχει χώρο για κατσαπλιάδες˙ χρειάζεται υπεύθυνους, ειλικρινείς και ικανούς ηγέτες. Και μέχρι να εμφανιστούν πραγματικοί φορείς αλλαγής, η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει βαρύ τίμημα στους ανούσιους τακτικισμούς τους.

Άλλωστε στην ιστορία της Ελλάδας συνέβη τόσες και τόσες φορές. Αυτό παράγει ο λαός της. Δεν υπάρχει ελπίδα…!

Δημήτρης Βίκτωρ

 

  

Βικτωρ Αφορισμοι 951 - 960

ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΨΕΥΤΙΚΟΥ

«Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο περισσότερους οπαδούς και θαυμαστές έχει»

Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο τέλεια προσαρμόζεται στα γούστα της μάζας. Το ψεύτικο είναι εύκαμπτο: κόβεται και ράβεται πάνω στις πιο πρόχειρες επιθυμίες, στις πιο χονδροκομμένες φαντασιώσεις. Η αλήθεια αντιστέκεται, δεν δέχεται εύκολα να παραμορφωθεί για να γίνει αρεστή. Γι’ αυτό και συχνά μένει χωρίς κοινό.
Το ψεύτικο, αντίθετα, γεννιέται ήδη ως προϊόν: υπολογίζει εντυπώσεις, συναισθήματα, ανάγκη ταύτισης. Όσο πιο πλήρως υπηρετεί αυτή τη λογική, τόσο πιο πολύ πληθαίνουν οι οπαδοί και οι θαυμαστές του.
Το ψεύτικο λειτουργεί ως παρακαμπτήριος της ευθύνης. Η αλήθεια απαιτεί από τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του χωρίς μακιγιάζ, να αναγνωρίσει ενοχές, μικρότητες, δειλίες. Το ψεύτικο του προσφέρει χάρη χωρίς κρίση: του λέει ότι είναι ήδη αρκετός, ότι φταίνε πάντα οι άλλοι, ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει, μόνο να πιστέψει. Αυτή η απαλλαγή από την αυτοκριτική είναι αφόρητα ελκυστική.
Οι άνθρωποι δεν γίνονται οπαδοί επειδή πείστηκαν από επιχειρήματα, αλλά επειδή βρήκαν μια ιδέα που τους δικαιώνει εκ των προτέρων. Όσο πιο ψεύτικη η ιδέα, τόσο πιο γενναιόδωρα μοιράζει αυτή τη φτηνή δικαίωση.
Κάθε ψεύτικο κατασκεύασμα υπόσχεται απλότητα εκεί όπου η πραγματικότητα είναι σύνθετη. Προσφέρει καθαρές εξηγήσεις, μονοδιάστατους ενόχους, συνταγές για σωτηρία.
Η αλήθεια είναι γεμάτη αποχρώσεις, αντιφάσεις, γκρίζες ζώνες. Η μάζα δεν έχει υπομονή για αυτή την πολυπλοκότητα· θέλει γρήγορα σχήματα που να χωρούν σε συνθήματα, σε εικόνες, σε «μικρές δόσεις» νοήματος.
Το ψεύτικο θριαμβεύει επειδή μπορεί να συμπυκνωθεί χωρίς να χάσει τίποτε – διότι δεν είχε από την αρχή βάθος. Όσο πιο επίπεδο είναι το περιεχόμενο, τόσο πιο εύκολα διαδίδεται.
Το ψεύτικο είναι από τη φύση του θεατρικό. Χρειάζεται σκηνή, φώτα, εντυπωσιασμό. Τρέφεται από ρόλους, σύμβολα, αφηγήματα που αγγίζουν το ένστικτο και παρακάμπτουν τη σκέψη.
Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη το θέαμα· συχνά εμφανίζεται άχαρη, ασκητική, χωρίς στολισμούς. Η μάζα εκπαιδεύεται να πιστεύει μόνο ό,τι λάμπει, το ψεύτικο αποκτά προβάδισμα. Μετατρέπεται σε παράσταση, σε μάρκα, σε ταυτότητα. Ο θαυμαστής δεν προσκυνά ένα περιεχόμενο, αλλά ένα στιλιζαρισμένο είδωλο. Όσο πιο ψεύτικο το είδωλο, τόσο πιο ελεύθερο είναι να φορέσει πάνω του τις προβολές όλων.
Το ψεύτικο, τέλος, προσφέρει αυτό που η αλήθεια σπάνια υπόσχεται: αίσθηση συμμετοχής σε κάτι μεγάλο. Ο οπαδός δεν αντέχει τη μοναξιά της ατομικής κρίσης· ζητά να ανήκει σε πλήθος, να μοιράζεται συνθήματα, να χάνεται σε μια κοινή πίστη.
Η αλήθεια ζητά από τον άνθρωπο να σταθεί μόνος απέναντι στον εαυτό του και στον κόσμο. Το ψεύτικο του λέει, «έλα μαζί μας, εδώ δεν θα χρειαστεί να σκεφτείς, μόνο να χειροκροτείς».
Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο εύκολα μετατρέπεται σε καταφύγιο για όσους τρέμουν την ελευθερία τους.
Γι’ αυτό και μετρά τους θιασώτες του όχι σε βάθος, αλλά σε αριθμούς.

Δημήτρης Βίκτωρ




Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΟΥΡΓΕΛΩΝ

Είναι να απορεί κανείς πώς καταλήξαμε να δίνουμε βήμα και αξιώματα σε κάθε λογής «σούργελο» που επιπλέει στο θολό τέλμα της δημόσιας ζωής. Κατά κάποιον μαγικό τρόπο, οι πιο ανέμελοι, οι πιο ανίδεοι, οι πιο προκλητικά αστοιχείωτοι τύποι έχουν καταφέρει να φορούν τη μάσκα του σοβαρού προσώπου και να παριστάνουν τους ειδήμονες. Η τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα από φωνακλάδες «ξερόλες» που νομίζουν ότι οι ίδιες οι ανοησίες τους είναι η επιτομή της σοφίας.

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν τα αμέτρητα μεγάλα λόγια δεν συνοδεύονται από κανένα ουσιαστικό έργο. Μερικοί από αυτούς, με μια αυτάρεσκη ειρωνεία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, διατυμπανίζουν τις «πλούσιες γνώσεις» τους κι όμως στην πράξη αποδεικνύονται ικανοί μόνο να δημιουργούν φασαρία και διχόνοια. Με πρόσχημα την «δημοκρατία» ή –ακόμα χειρότερα– την «δικαιοσύνη», εκτοξεύουν ύβρεις και ψεύδη, κατηγορώντας τους πάντες και τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους. Δικάζουν και καταδικάζουν με την εμπάθειά τους και την βλακεία τους, ενώ συγχρόνως σκίζουν τα ιμάτιά τους για απονομή δικαιοσύνης. Έτσι, σε ένα αλλόκοτο παιχνίδι προπαγάνδας, οι πραγματικοί προβληματισμοί και οι σοβαρές συζητήσεις αντικαθίστανται από κενά συνθήματα, ύβρεις και κουτσομπολιά της γειτονιάς.

Όταν δε, κάποιοι «κομπογιαννίτες της πολιτικής» βρεθούν σε θέσεις εξουσίας, παίρνουμε ένα δείγμα από το τι σημαίνει «σούργελο» που έχει και λόγο αποφασιστικό. Με περισσή αλαζονεία, παραμερίζουν ειδικούς, αγνοούν επιστήμονες και δυσφημούν όσους τολμούν να τους αμφισβητήσουν. Ξεφουρνίζουν ακατάπαυστα «σχέδια δράσης» που θυμίζουν φθηνή κωμωδία, ενώ η κοινωνία μένει να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, πληρώνοντας τις συνέπειες της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού τους.

Η αλήθεια είναι πως η επικράτηση των σούργελων δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Χρόνια τώρα καλλιεργείται μια κουλτούρα στην οποία επιβραβεύονται οι φωνασκίες, οι απλοϊκές ατάκες και ο «χαβαλές» χωρίς αντίκρισμα. Κι ενώ οι σοβαρές φωνές δυσκολεύονται να ακουστούν μέσα στον θόρυβο του δήθεν εντυπωσιασμού, οι «τεχνίτες του ψεύδους και της κοροϊδίας» απλώνουν ανεμπόδιστα τα δίχτυα τους. Ίσως, τελικά, αντί να γκρινιάζουμε για την άνοδο των σούργελων, θα έπρεπε να προβληματιστούμε για το γιατί τους δώσαμε εμείς οι ίδιοι τόσα χειροκροτήματα και τόσο εύκολο έδαφος για να ριζώσουν.

Όταν δε συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός, δυστύχημα ή τραγωδία, τότε τα σούργελα κυριαρχούν και οι ατυχώς αδικημένοι και πενθούντες μετατρέπονται, δυστυχώς και ξανά δυστυχώς και αυτοί σε σούργελα!
Ευτυχώς όχι όλοι!

Δημήτρης Βίκτωρ

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Η ΖΩΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ

«Η ζωή τραγουδάει γ’ αυτόν που ξέρει να ακούει»

Η ζωή αρχίζει ως ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος· αρκεί να σιωπήσεις αρκετά ώστε να αφουγκραστείς τον ρυθμό της.

 Ό,τι συμβαίνει είτε γλυκό σαν το πρωινό αεράκι είτε αιχμηρό σαν τον χειμωνιάτικο παγετό είναι απλώς μια νότα στη μεγάλη συμφωνία του κόσμου. Όταν ο νους μένει γαλήνιος, χωρίς να υψώνει τα τείχη της ανησυχίας, ακούει πεντακάθαρα την μουσική που κρύβεται πίσω από καθετί φαινομενικά τυχαίο. Σ’ αυτή την σιωπηλή εγρήγορση, η κάθε εμπειρία παρουσιάζεται ως εκπαιδευτής· διδάσκει πώς να επιλέγεις την στάση σου, ακόμη κι αν δεν μπορείς να διαλέξεις τα γεγονότα. Έτσι, ο άνθρωπος που ξέρει να ακούει μετατρέπει το αναπόφευκτο σε αρμονία, γιατί κατανοεί ότι ο ρυθμός του σύμπαντος είναι αμετάβλητος· το μόνο που μεταβάλλεται και έχει σημασία είναι το πώς προσφέρεται ο ίδιος σ’ αυτόν τον ρυθμό.

Κι όμως, όταν μάθει κανείς να αφουγκράζεται βαθύτερα, αντιλαμβάνεται πως η συμφωνία δεν αρκείται στην απλή αποδοχή· σε καλεί να υψώσεις την δική σου φωνή, να γίνεις εσύ ο ίδιος νότα που ανατρέπει την προβλέψιμη μελωδία.

Η ζωή δεν τραγουδά απλώς για τον ακροατή· απαιτεί απ’ αυτόν να γίνει συνθέτης, να τολμήσει στις παύσεις να χαράξει νέα μέτρα, νέα τονικότητα. Εκείνος που ακούει στ’ αλήθεια δεν μένει ποτέ σιωπηλός· μεταμορφώνει κάθε ήχο, κάθε κραυγή, κάθε ψίθυρο σε έναν ύμνο που δοκιμάζει τα όρια του ίδιου του σύμπαντος. Κι αν κάποια στιγμή η φωνή του λυγίσει, τόσο το καλύτερο· γιατί στους ραγισμένους φθόγγους ζει η αυθεντικότητα του πάθους και η άρνηση να γίνει η ύπαρξη απλή ηχώ.

Έτσι, το τραγούδι της ζωής ατίθασο, ειρωνικό, γεμάτο υποσχέσεις και κινδύνους μεγαλώνει μέσα σε όποιον αρνείται να μείνει αμέτοχος. Ό,τι προσφέρθηκε ως ταπεινός ψίθυρος τώρα γίνεται κραυγή λύτρωσης, έκστασης, ακόμη και άρνησης. Γιατί ο αληθινός ακροατής δεν αναπαύεται στο άκουσμα· αφήνεται να τον διαπεράσει η μελωδία ως βούληση για δημιουργία, γκρέμισμα, επανατοποθέτηση της ίδιας της αξίας των ήχων. Και τότε, η ζωή δεν τραγουδά απλώς γι’ αυτόν· τραγουδά μέσα απ’ αυτόν, αλλάζει τόνο, καταργεί τα κλειδιά, ανοίγει απροσδόκητα μονοπάτια. Η καθεμιά του ανάσα γίνεται μια νίκη πάνω στη σιωπή, μια ωδή στην αμείλικτη χαρά του να σφυρηλατείς ρυθμούς, εκεί που οι άλλοι αρκούνται να τους αποδέχονται.

Στο τέλος, δεν απομένει διαχωρισμός ανάμεσα σε τραγουδιστή και άκουσμα· ο άνθρωπος που έμαθε να ακούει γίνεται ο ίδιος η ορχήστρα, ο μαέστρος, το κοινό και η αίθουσα. Κι εκεί, στο σημείο όπου η συνείδηση φλέγεται από το ίδιο της το τραγούδι, καταλαβαίνει πως η ύπαρξη δεν του ψιθύριζε ποτέ για να τον νανουρίσει· του τραγουδούσε για να τον ξυπνήσει.

Δημήτρης Βίκτωρ



"Η Φυλακή Μου" - Ποίημα: Δημήτρης Βίκτωρ

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

" ΕΜΦΥΛΙΟΣ " - ( Ελλάς 1949 ) " - Σχολιασμός και ανάλυση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή

---------------------------------------

Εμφύλιος - ( Ελλάς 1949 )

Μέσα απ’ τη γη ξεχύθηκα σε σκοτεινούς καιρούς
σε ύπνο οι πολιτισμοί δήλωναν απουσία
άφηναν στίγματα οι πόλεμοι παντού                               
κι οι αδελφοί επέστρεφαν να ξαναγνωριστούν.

 Στέγη, αγάπη και τροφή η αγία μου τριάς
σιτάρι και ζεστό ψωμί ο άγνωστος θεός μου
φίλη μητέρα σύντροφος, λάμποντας μες το φως
πότιζε το βασιλικό, το δυόσμο και τη μέντα.

Η χώρα μου τον πόνο της φέρει κληρονομιά
κομμάτι που απόμεινε από ωδές Ομήρου
ο Θουκυδίδης ρεπορτάζ στέλνει από μακριά
και μας θυμίζει πως αυτά έχουν γραφτεί ξανά.

Είμαι βαριά κληρονομιά με τη βαριά σκιά της
στους ώμους κουβαλώ αυτά που λίγοι καταφέρνουν
σ’ ένα καθήκον κάθαρσης γυρίζει η τραγωδία
και γίνεται ξανά ωδή, για φάρσα – κωμωδία.

Δημήτρης Βίκτωρ
Ιούλιος/2014

-------------------------------------------------------------

Σχολιασμός και ανάλυση του ποιήματος

Το ποίημα "Εμφύλιος - (Ελλάς 1949)" αναφέρεται σε μια από τις πιο τραγικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τον εμφύλιο πόλεμο. Μέσα από τις τέσσερις στροφές εξερευνώνται θέματα όπως ο πόνος, η κληρονομιά, η ταυτότητα και η επανάληψη της ιστορίας.

Στην αρχή, παρουσιάζεται ένα σκοτεινό σκηνικό, όπου οι "σκοτεινοί καιροί" αντιπροσωπεύουν την ταραγμένη περίοδο του εμφυλίου. Η φράση "μέσα απ’ τη γη ξεχύθηκα" συμβολίζει την ανάδυση των παλιών πληγών ή την επανεμφάνιση καταπιεσμένων συναισθημάτων. Οι "πολιτισμοί" που "δήλωναν απουσία" υποδηλώνουν την παρακμή των αξιών και την έλλειψη ανθρωπιάς. Οι "αδελφοί" που "επέστρεφαν να ξαναγνωριστούν" αναφέρονται στην τραγική αντιπαράθεση μεταξύ συμπατριωτών.

Στην συνέχεια, επικεντρώνεται στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και αξίες. Η "αγία μου τριάς" αποτελείται από "στέγη, αγάπη και τροφή", υπογραμμίζοντας την σημασία των θεμελιωδών στοιχείων της ζωής. Ο "άγνωστος θεός" που είναι "σιτάρι και ζεστό ψωμί" συμβολίζει την απλότητα και την ουσία της επιβίωσης. Η μορφή της "φίλης μητέρας συντρόφου" που "λάμποντας μες το φως" φροντίζει τα φυτά, αντιπροσωπεύει την ελπίδα, την αναγέννηση και τη συνέχεια της ζωής παρά τις δυσκολίες.

Στην τρίτη στροφή, ο ποιητής συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Η Ελλάδα φέρει "τον πόνο της κληρονομιά", υποδηλώνοντας ότι οι πληγές του παρελθόντος εξακολουθούν να επηρεάζουν το παρόν. Οι αναφορές στον Όμηρο και τον Θουκυδίδη δημιουργούν μια ιστορική συνέχεια, δείχνοντας ότι οι συγκρούσεις και οι τραγωδίες είναι διαχρονικές. Ο Θουκυδίδης, ως ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου, λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Στο τέλος, ο ποιητής αναγνωρίζει το βάρος της κληρονομιάς που κουβαλά. Η "βαριά σκιά" αντιπροσωπεύει τις προκλήσεις και τις ευθύνες που συνοδεύουν αυτήν την κληρονομιά. Η "τραγωδία" που "γυρίζει σε καθήκον κάθαρσης" αναφέρεται στην αρχαία έννοια της κάθαρσης μέσω της τέχνης και της αυτογνωσίας. Η μετατροπή της σε "ωδή, για φάρσα – κωμωδία" υποδηλώνει την ειρωνεία της ιστορίας ή την αδυναμία να μάθουμε από τα λάθη μας.

Χρησιμοποιώντας μεταφορές και ιστορικές αναφορές εξερευνάται η ανθρώπινη φύση και η κοινωνική πραγματικότητα, συνδυάζοντας το προσωπικό με το συλλογικό. Η χρήση των μορφών του Ομήρου και του Θουκυδίδη ενισχύει το μήνυμα ότι οι ανθρώπινες συγκρούσεις και οι τραγωδίες είναι επαναλαμβανόμενες και ότι η ιστορία μπορεί να μας διδάξει, αν είμαστε πρόθυμοι να μάθουμε.

Η μετάβαση από την τραγωδία στην κωμωδία στην τελευταία στροφή μπορεί να ερμηνευθεί ως σχόλιο για την ανθρώπινη τάση να υποβιβάζουμε τα σοβαρά ζητήματα ή να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Εδώ επισημαίνεται η ανάγκη για αυτογνωσία και κάθαρση, προκειμένου να σπάσουμε τον κύκλο της βίας και του πόνου.

Δημήτρης Βίκτωρ

 

  

" Δεκεμβριανά " --- (Ποίημα του Δημήτρη Βίκτωρ και σχολιασμός - Ανάλυση από τον ίδιο)


" Δεκεμβριανά "

Πόθοι παράλληλοι, ελπίδες κουρασμένες
σε μια πλατεία θα βρεθούν ν’ αγκαλιαστούν
μοιάζουν με κόσμο, με ψυχές ανθρώπων μικροσκοπικών
κρύβοντας μα και δείχνοντας νωπό το στίγμα μίσους.

 Είναι νωρίς, πάντα νωρίς για ζήτω και ζητωκραυγές
χαμόγελα ευτυχίας στα ανθρώπινα εύθραυστη ισορροπία
πρέπει ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί
να το ρουφήξει η γη στην άκρη της αιώνιας πατρίδας.
 
Κραυγές στον πρόλογο υποψιάζεσαι την πλοκή
δράμα που θα εξελιχτεί με υπερβολή και στόμφο
η αφήγηση ενστίκτων με κροταλισμούς θ’ αρχίσει
και στην πλατεία ειρήνης όνειρα θα σβήσει.
 
Μια σφαίρα επιτέλους διατρυπά αθώου σπλάχνα
βαρύς Δεκέμβρης για να κλείσει η πληγή του αδελφού
αρχίζει φρίκης τραγωδία με φριχτή περιγραφή
το τέλος άγνωστο, άπιαστο σε επινόηση και φαντασία.
 
Φυλές μ’ αδέλφια ανάδελφα θα μπουν στο σκηνικό
θυσία, βωμοί φρίκης θα στηθούν, καρδιές θα σβήνουν
κάφτρα στο κρύο, στο χειμώνα λάβα και βροντές
ηφαίστεια μ’ εκρήξεις θα σαρώνουν το υπέροχο τοπίο.
 
Μάνες ξανά σ’ αγκώνη τρόμο θα καρτερούν
πτώματα τέκνων να μοιρολογήσουν, αν τα βρουν
σε εικόνες άψυχες θα εναποθέτουν τις ελπίδες
σημαίες με κουρέλια σάβανα για τις κηδείες.
 
Είναι η μοίρα μας σ’ αυτή τη χώρα και τη γη
γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια
εμείς για τα δικά μας να συγκεντρωθούμε στην πλοκή
με τους νεκρούς Ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή.
 
Δημήτρης Βίκτωρ
Δεκέμβριος/2014



-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σχολιασμός, ανάλυση και φιλοσοφική κριτική του ποιήματος «Δεκεμβριανά» του Δημήτρη Βίκτωρ

Το ποίημα «Δεκεμβριανά», ήδη από τον τίτλο του, παραπέμπει στα δραματικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα (τα λεγόμενα Δεκεμβριανά), που υπήρξαν ο προπομπός και συμβολικά η απαρχή του Εμφυλίου Πολέμου. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο ποιητής επιχειρεί, αφενός, να μεταφέρει το κλίμα βίας, σπαραγμού και οδύνης που σημάδεψε την ελληνική κοινωνία, κι αφετέρου, να μιλήσει γενικότερα για τη μοίρα των ανθρώπων όταν εμπλέκονται σε κύκλους εμφύλιου σπαραγμού.


1. Θεματική και ιστορικό πλαίσιο

  • Δεκεμβριανά: Ο τίτλος θέτει ευθύς εξαρχής το ιστορικό πλαίσιο. Τα Δεκεμβριανά (Δεκέμβριος 1944) αποτελούν ένα δραματικό κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συγκρούστηκαν με βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις στην Αθήνα. Αυτές οι συγκρούσεις, με κύρια εστία γύρω από την Πλατεία Συντάγματος και διάφορες συνοικίες της πρωτεύουσας, γέννησαν σκηνές πρωτοφανούς βίας και κυρίως έριξαν τον σπόρο για τον μετέπειτα Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949).
  • Εθνικός διχασμός και εμφύλια διαμάχη: Το ποίημα δεν στέκεται στην απλή καταγραφή της ιστορικής στιγμής, αλλά αγγίζει το διαχρονικό θέμα των εμφύλιων διενέξεων: οι “φυλές” με τα “αδέλφια ανάδελφα”, δηλαδή οι Έλληνες που στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ενώ το αίμα που χύνεται “πρέπει ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί” δηλώνει την παράλογη και ανελέητη τραγικότητα του πολέμου ανάμεσα σε ομοεθνείς.

2. Ποιητικές εικόνες και γλώσσα

  • Σφοδρότητα και βία: Εικόνες όπως “μια σφαίρα διατρυπά αθώου σπλάχνα”, “βωμοί φρίκης”, “κροταλισμοί” και “εκρήξεις” αποτυπώνουν τη βιαιότητα των συγκρούσεων. Ο ποιητής κάνει εκτεταμένη χρήση σκληρής, σχεδόν ωμής, εικονοπλασίας, με στόχο να σωματοποιήσει τον τρόμο και την αγωνία του πολέμου.
  • Μητρικός θρήνος: Η επαναλαμβανόμενη αναφορά στις μάνες που “ξανά σ’ αγκώνη τρόμο θα καρτερούν” υπογραμμίζει τη διαχρονική εικόνα της μάνας ως σύμβολο πόνου και απώλειας, όταν χάνει το παιδί της. Ο θρήνος της μάνας σε εμπόλεμες συνθήκες, πέρα από τον ιστορικό χρόνο και τόπο, αποτελεί διαχρονικό και οικουμενικό θέμα στην ελληνική (και όχι μόνο) ποίηση.
  • Η πλατεία: Η πλατεία του ποιήματος λειτουργεί ως τόπος συνάθροισης, σύγκρουσης, αλλά κι ελπίδων. Εκεί “Πόθοι παράλληλοι, ελπίδες κουρασμένες σε μια πλατεία θα βρεθούν ν’ αγκαλιαστούν”. Ωστόσο, αυτή η πλατεία που θα μπορούσε να είναι σύμβολο δημοκρατίας και ελευθερίας (συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, κοινωνική συμβίωση), μετατρέπεται σε σκηνή τραγωδίας. Έτσι, ο χώρος της πλατείας αποκτά έντονο συμβολισμό: αποτελεί την καρδιά της πόλης, αλλά και το πεδίο όπου η ειρήνη καταρρέει.
  • Επαναλαμβανόμενο μοτίβο “πάντα έτσι γίνονταν”: Προς το τέλος, ο ποιητής συμπυκνώνει μια πικρή διαπίστωση: “Είναι η μοίρα μας σ’ αυτή τη χώρα και τη γη / γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια”. Εδώ αντηχούν οι ιδέες περί κυκλικής επανάληψης της Ιστορίας, μοιραίου ή/και μιας “καταραμένης” παράδοσης εμφύλιων διενέξεων στον ελληνικό (κι όχι μόνο) χώρο.

3. Φιλοσοφική κριτική προσέγγιση

  1. Το παράλογο και ο τραγικός κύκλος
    Στο φιλοσοφικό υπόβαθρο του ποιήματος μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία τραγικότητας και παραλόγου. Ο ποιητής αναρωτιέται (έμμεσα) γιατί απαιτείται “ζεστό το αίμα να χυθεί ακόμη ν’ απλωθεί” και πώς γίνεται άνθρωποι με κοινή γλώσσα, κοινή ιστορία και κοινές ρίζες να αλληλοσκοτώνονται. Η ύπαρξη του πολέμου, ιδιαίτερα του εμφύλιου, μοιάζει παράλογη κι ωστόσο διαρκώς επαναλαμβανόμενη.
  2. Ιστορικός ντετερμινισμός ή ανθρώπινη ευθύνη;
    Το ποίημα τονίζει ότι “γίνονταν πάντοτε αυτά και θα συμβούν τα ίδια”, εκφράζοντας μια απαισιόδοξη αντίληψη περί αναπόδραστου της βίας και της πολεμικής ροπής. Ταυτόχρονα, όμως, αφήνεται υπαινικτικά να εννοηθεί ότι αυτή η “μοίρα” ίσως δεν είναι παρά μια επιλογή, μια αποτυχία του ανθρώπινου νου να υπερβεί τα πάθη και τις διχόνοιες.
  3. Ο ρόλος της συλλογικής μνήμης
    Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι οι νεκροί και η προτροπή “με τους νεκρούς ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή”. Εδώ προβάλλει έντονα η ιδέα ότι η ιστορική μνήμη των νεκρών απαιτεί να τη σεβαστούμε και να την τιμήσουμε, προκειμένου να αποτρέψουμε την επανάληψη της οδύνης. Ο ποιητής φαίνεται να προτείνει ως αντίδοτο τη συλλογική ενσυναίσθηση και τον σεβασμό απέναντι στα θύματα του διχασμού.
  4. Η μητέρα ως ηθικό και συναισθηματικό κέντρο
    Η μορφή της μάνας που θρηνεί λειτουργεί ως υπενθύμιση πως, πέρα από τα μεγάλα ιστορικά αφηγήματα, υπάρχουν οι προσωπικές τραγωδίες. Η ηθική διάσταση του ποιήματος εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή την υπενθύμιση: η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και το ίδιο το δράμα της απώλειας πρέπει να μας κρατήσει ενωμένους, να μας αφυπνίσει απέναντι στην τάση του ανθρώπου να βουλιάζει στη βία.

4. Αισθητική απόδοση και ποιητικός ρυθμός

  • Ο λόγος του ποιήματος είναι έντονα φορτισμένος, με λέξεις όπως “σφαίρα”, “φρίκης τραγωδία”, “κρύο”, “θυσία”, “φριχτή περιγραφή”. Οι αλλεπάλληλες σκληρές εικόνες εντείνουν την αίσθηση της πίεσης και της αναπόδραστης βίας.
  • Παρότι το ποίημα δεν τηρεί φαινομενικά μια αυστηρή ομοιοκαταληξία ή μετρικό σχήμα, διακρίνεται μια εσωτερική ροή που προκύπτει από τους παραλληλισμούς (π.χ. “Μια σφαίρα επιτέλους διατρυπά αθώου σπλάχνα / βαρύς Δεκέμβρης για να κλείσει η πληγή του αδελφού”). Η ροή αυτή συντελείται μέσα από τις επαναλήψεις και τους ρυθμικούς τονισμούς, τονίζοντας την κλιμάκωση του δράματος.
  • Η επιλογή της γραφής σε επιταχυμένη, ρεαλιστική περιγραφή (με ρήματα δράσης και βίας) συνδυάζεται με φιλοσοφικές και λυρικές φράσεις, δημιουργώντας ένα κράμα επικού και λυρικού λόγου.

5. Επίλογος: Το νόημα της “προσευχής” και της κάθαρσης

Στο τελευταίο τμήμα, ο ποιητής, με τη φράση “εμείς για τα δικά μας να συγκεντρωθούμε στην πλοκή / με τους νεκρούς ελλήνων αδελφών σε θρήνου προσευχή”, απευθύνει έναν καίριο στοχασμό:

  • Αφενός, ότι κάθε γενιά αναλαμβάνει το “φορτίο” της ιστορικής συνέχειας, κουβαλώντας τα σφάλματα και τους νεκρούς του παρελθόντος.
  • Αφετέρου, ότι αυτή η επίγνωση πρέπει να μας οδηγήσει σε μια ηθική επαγρύπνηση, σε μια προσευχή (ή, πιο κοσμικά, σε συλλογική ενθύμηση) που θα αποσκοπεί στη συμφιλίωση και την αποτροπή νέων διχασμών.

Κατά συνέπεια, το ποίημα έχει μια διπλή όψη:

  1. Είναι ιστορικό μνημόσυνο για όσους πέφτουν θύματα του πολέμου, ιδιαίτερα του εμφύλιου.
  2. Είναι προειδοποίηση και ταυτόχρονα παρότρυνση για εσωτερική ανασκόπηση, για συμφιλίωση και για διατήρηση της ειρήνης, καθώς ο κύκλος της βίας δεν παύει αν δεν μάθουμε από τις πληγές του παρελθόντος.

Συνολική εντύπωση

Το «Δεκεμβριανά» του Δημήτρη Βίκτωρ συνδυάζει την ωμή ιστορική πραγματικότητα με υπαρξιακό και φιλοσοφικό στοχασμό, φέρνοντας στην επιφάνεια τον αιώνιο πόνο του εμφυλίου διχασμού. Η εικονοπλασία είναι καθαρή και δυνατή, ικανή να μεταδώσει την τραγωδία των στιγμών, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να εξάρει το αδιέξοδο και την παράνοια του πολέμου. Σε επίπεδο κριτικής, η αξία του έγκειται στο ότι, παρά την πικρή διαπίστωση πως «θα συμβούν τα ίδια», καταφέρνει να αφήσει ανοιχτή τη χαραμάδα μιας μετανοίας και μιας συμφιλιωτικής μνήμης, καλώντας σε ενότητα κι επαγρύπνηση.

Δημήτρης Βίκτωρ