Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

Το Ψέκασμα στην Ποίηση!

Συγκρατήστε την θλίψη σας, για την κατάντια της ποιήσεως, από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο και από τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, όταν τους πέθανε ο Πατερούλης Στάλιν!


Τάσος Λειβαδίτης

Κλάφτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος είναι λιγότερο μεγάλος.

Ο Στάλιν πέθανε.

Ο ήσκιος απ' το μεγάλο φέρετρο του χαράζει

ένα πελώριο πένθος στα μανίκια των προλετάριων.

Από το φέρετρο που σήμερα το σηκώνουνε στους ώμους τους οι λαοί.

Ο Στάλιν ζει.

Γιατί ο Στάλιν δεν είναι ένας άνθρωπος για να μπορεί να πεθάνει

Ο Στάλιν είναι η ελπίδα και το ψωμί, είναι τ' ατσάλι και η Ειρήνη.

Ο Στάλιν είναι ποτάμι και φράγμα, υψικάμινος και σημαία.

Ο Στάλιν είναι το μεγάλο αγκωνάρι που ακουμπάει ο κόσμος.

Κοιτάχτε τον.

Νάτος

Πελώριος

Σαν ένα βουνό.

Όπου κι' αν γυρίσετε θα δείτε το πλατύ του χέρι να σας γνέφει.

Κι' οι εργάτες ανεβασμένοι στην πελώρια σκαλωσιά του ήλιου.

Με τα σφυριά τους σκαλίζουν τη μορφή του στην είσοδο της Ιστορίας.

Ο Στάλιν ζει.

Ακούστε, ακούστε λοιπόν

Μες στο γιγάντιο βήμα των λαών ακούστε τη μεγάλη καρδιά του να χτυπάει.

Κλάφτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος είναι λιγότερο μεγάλος.

 

Γιάννης Ρίτσος

Όχι, δεν είναι αλήθεια.

Δεν είναι αλήθεια.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες.

Σταματήστε τις.

Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε.

Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του.

Ο Στάλιν ανεβάζει στις επάλξεις των πέντε ηπείρων τις σημαίες της ειρήνης.

Ο Στάλιν ετοιμάζει με το σκόρπιο αλεύρι του κόσμου

Ένα ολοστρόγγυλο καρβέλι υγείας.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις.

Όσο κι αν μονόφθαλμα κανόνια στρέφουν το μαύρο ρύγχος τους ίσα κατά την υψικάμινο των ελπίδων μας ο Στάλιν αγρυπνεί στο παγκόσμιο πόστο του.

Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου.

Όταν σβήνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου

Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν' ανάψει.

Όταν λείπει από το τραπέζι μας το ψωμί κι από το στρώμα μας τ' όνειρο κι απ' το δώμα μας το λυχνάρι είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά στον ορίζοντα κι ακούμε κάτω από τα τούνελ της νύχτας τη βοή των τραίνων που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο στους πεινασμένους.

Γιατί ο Στάλιν είναι ο πρωτογιός των προλετάριων κι ο Στάλιν είναι ο πατέρας τους.

Για τούτο κι ο πιο μαύρος τοίχος της πιο μαύρης νύχτας.

Είναι γιομάτος απ' τους σωλήνες του φωτός.

Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες

Οι αιώνες σκαρφαλώνουν στην κορυφή της ψυχής του ν' ανασάνουν μην πείτε πως ο ήλιος ορφάνεψε.

Κοιτάχτε.

Κάθε ήλιος και σελίδα - μέρα με την ημέρα - με τους ήλιους των 74 χρόνων του έφτιαξε ένα χοντρό βιβλίο από ατσάλι και τ' ακούμπησε στα γόνατα του κόσμου

Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν.

Με τ' όνομά του ανοίγει η Ιστορία τις πύλες της στον Άνθρωπο.

Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν.

 

(Από εφημερίδα Ανασύνταξη, αρ. φύλ. 153 1-15- Μάρτη 2003)



Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Πένθος και Εκδίκηση

«Το πένθος θρηνεί τον χαμό∙ η εκδίκηση θρηνεί το κενό»

Όταν το πένθος ζητά εκδίκηση, παύει να είναι πένθος. Μεταμορφώνεται σε κάτι σκοτεινό και νοσηρό: μια ύπουλη μετάλλαξη της λύπης σε μίσος, του δικαίου σε νέα αδικία. Ο άνθρωπος που υποφέρει από την απώλεια είναι αξιολύπητος· μα όταν ο ίδιος επιλέγει συνειδητά να πονέσει άλλους στο όνομα της «δικαιοσύνης» του, γίνεται αξιοκατάκριτος.

Η εκδίκηση δεν δικαιώνει τη μνήμη αυτού που χάθηκε—την προδίδει με τον χειρότερο τρόπο. Δεν επιστρέφει τη ζωή, δεν απαλύνει τη θλίψη, δεν εξαγνίζει τη μνήμη· την υποβιβάζει σε όχημα προσωπικής ικανοποίησης και φθηνής εκτόνωσης. Εκείνος που επιλέγει να γίνει τιμωρός εγκαταλείπει κάθε τιμή που θα μπορούσε να συνοδεύσει τον πόνο του. Γίνεται δειλός, ένας κοινός δήμιος, που βαφτίζει τον εγωισμό και την ανικανότητά του να διαχειριστεί την οδύνη ως «δίκαιο χρέος».

Εδώ βρίσκεται το πιο ύπουλο προσωπείο της εκδίκησης: η μεταμφίεσή της σε δικαίωση. Ο πενθών πείθει τον εαυτό του ότι δεν ζητά αίμα για τον εαυτό του αλλά «αποκατάσταση» για τον νεκρό. Όμως αυτό δεν είναι δικαιοσύνη· είναι το πιο πονηρό ψεύδος. Η εκδίκηση τρέφεται με τη φαντασίωση πως εκπληρώνει ένα ηθικό καθήκον, ενώ στην πραγματικότητα θρέφει μόνο την αδυναμία. Στην επιθυμία να χύσει νέο αίμα, ο εκδικητής ισχυρίζεται ότι τιμά τον χαμένο—μα δεν τον τιμά, τον εργαλειοποιεί. Μετατρέπει τη μνήμη του σε σημαία, σε άλλοθι, σε πρόσχημα.

Έτσι ο πενθών—που υπήρξε θύμα αδικίας ή απώλειας—σκαρφαλώνει σε θρόνο εγωισμού και φαντάζεται πως του χρωστούν όλα. Με τη μάσκα του ριγμένου ζητά όλεθρο αντί για γιατρειά, απαιτεί να γίνει δυνάστης των άλλων για να ισορροπήσει το δικό του βάρος. Δεν ζητά λύση ή σοφία· απολαμβάνει τη θέση του «αδικημένου εκδικητή» και χτίζει ψευδαίσθηση παντοδυναμίας πάνω στα ερείπια άλλων ψυχών.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το πένθος που γίνεται κάρβουνο στην καρδιά και φωτιά στο μυαλό. Το παράπονο γίνεται μίσος, το μίσος συνήθεια· κι εκεί που θα έπρεπε να μεγαλώσει η ενσυναίσθηση, αφανίζεται κάθε ικμάδα ανθρωπιάς. Να ψάχνεις διέξοδο από τον πόνο μέσω της εξόντωσης άλλων είναι σαν να πίνεις δηλητήριο ελπίζοντας πως θα πεθάνει ο εχθρός—πρώτος πεθαίνεις εσύ. Έτσι ο πενθών γίνεται ο ίδιος φονιάς της λύτρωσής του, διαιωνίζοντας την αδικία που τον πλήγωσε.

Η πραγματική τραγωδία έγκειται εδώ: ο θρηνών πιστεύει ότι τιμά τον νεκρό, ενώ τον προσβάλλει βαθύτατα. Γιατί η εκδίκηση δεν είναι μνημόσυνο· είναι προδοσία. Αντί να καλλιεργήσει τη μνήμη του αδικοχαμένου, τη δηλητηριάζει και τη μετατρέπει σε πρόσχημα για κακό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αξίζει οίκτου αλλά αυστηρής κρίσης, διότι ενώ γνώρισε την απώλεια, επιλέγει συνειδητά να την πολλαπλασιάσει.

Το αληθινό πένθος δεν είναι ποτέ εκδικητικό. Είναι σιωπηλό, ευγενές, βαθιά ανθρώπινο. Δεν κραυγάζει, δεν απαιτεί, δεν φορά την παρωδία της δικαιοσύνης. Αν υπάρχει έξοδος, βρίσκεται στην αποδοχή της απώλειας και στο σθένος να σηκώσεις το βάρος της χωρίς να το μεταμορφώσεις σε νέες αλυσίδες μίσους. Όποιος εκδικείται δεν μεγαλώνει—μικραίνει. Γίνεται θεατής της ίδιας του της καταστροφής, σκλάβος της σκληρότητας που νόμισε πως θα τον ελευθερώσει.

Η υπέρβαση δεν σημαίνει λήθη· σημαίνει δύναμη να μεταπλάθεις τον πόνο. Τιμάς τον νεκρό όχι όταν προσθέτεις νεκρούς, αλλά όταν κάνεις το τραύμα σφυρί που πλάθει χαρακτήρα, αξίες, μια ζωή ανώτερη από τον θάνατο. Η «θέληση για δύναμη» εδώ δεν είναι η δύναμη να συντρίβεις τους άλλους, αλλά να μην παραδοθείς στο ευτελές μένος που ζητιανεύει μέσα σου.

Κλείνοντας: η εκδίκηση είναι το ακατέργαστο είδωλο του θυμού, μια κραυγή αυτολύπησης που μεταμφιέζεται σε δικαίωση. Το καθαρό πένθος, αντίθετα, γίνεται δημιουργική άσκηση ύψους: μαθαίνει να αντέχει, να σιωπά, να μεταμορφώνει. Εκεί βρίσκεται η μόνη τιμή στη μνήμη—και η μόνη λύτρωση για τον ζωντανό.

Δημήτρης Βίκτωρ







Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Η πλειοψηφία δεν είχε ποτέ δίκιο

«Η πλειονότητα και η πλειοψηφία των ανθρώπων μέσα στην ιστορία δεν είχε ποτέ δίκιο»

Η ιστορία, ως πεδίο καταγραφής και μελέτης της ανθρώπινης εμπειρίας, μαρτυρά αμέτρητες περιπτώσεις όπου η πλειοψηφία παρασύρθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα και πράξεις, με δυσμενέστατες συνέπειες για ολόκληρες κοινωνίες. Η αντίληψη πως “οι πολλοί” δεν σημαίνει απαραιτήτως “οι σωστοί” δεν είναι καινούρια. Αντιθέτως, συναντάμε ήδη από την αρχαιότητα προβληματισμούς σχετικά με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προσφέρει η μαζική αποδοχή και τη δυνατότητα του όχλου να χειραγωγείται από συναισθήματα, φήμες και λαϊκισμό.

Ο όχλος και η ευρύτερη μάζα συχνά λειτουργούν καθοδηγούμενοι από το θυμικό και όχι από τη λογική. Η τάση να συμμορφώνονται με κοινωνικές νόρμες ή κραυγαλέες ιδεολογίες δεν γεννάται πάντα από βαθιά κατανόηση ή αληθινή συναίνεση, αλλά από τον φόβο του αποκλεισμού και τη δίψα για αποδοχή. Έτσι, η πλειοψηφία μπορεί να οδηγηθεί σε συλλογικές πλάνες, παρανοήσεις και υπερβολές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διασπορά φημών και η υιοθέτηση τους σχεδόν στιγμιαία, προτού προλάβουν να ελεγχθούν ή να αποδειχθούν. Οι ψεύτικες ειδήσεις και οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν ιστορικό παρελθόν: από την εποχή της αρχαίας Ρώμης μέχρι τον Μεσαίωνα και τη σύγχρονη εποχή, βλέπουμε πώς ο φόβος και η ανασφάλεια μετατρέπονται σε γόνιμο έδαφος για τη διάδοση παραποιημένων πληροφοριών. Γεννιέται έτσι ένας επικίνδυνος κύκλος: ο λαϊκισμός εκμεταλλεύεται αυτή την αδυναμία, υπόσχεται “εύκολες λύσεις” σε σύνθετα προβλήματα και συσπειρώνει γύρω του τους πολλούς, που συχνά επιζητούν μια πρόχειρη λύση αντί για μια θεμελιωμένη αλήθεια.

Το πλήθος, υπό την επήρεια του θυμικού, έχει την τάση να καταφεύγει σε υπερβολές· οι μεμονωμένες φωνές λογικής παρασύρονται, σκεπάζονται από τη “βιασύνη” της φωνής του όχλου. Η εξεγερμένη μάζα δεν δρα πάντα ορθολογικά, αντίθετα εύκολα κυριεύεται από οργή, μίσος ή πανικό. Από τη Γαλλική Επανάσταση έως τις σύγχρονες κοινωνικές ταραχές, το συλλογικό θυμικό και η έλλειψη ψύχραιμης ανάλυσης έχουν συχνά οδηγήσει σε πράξεις βίας, αδικίες, ακόμα και σε περιόδους τρόμου.

Οι άνθρωποι, μέσα στο πλήθος, υφίστανται ένα είδος “υπνωτισμού”, χάνουν την ατομική τους βούληση και οδηγούνται σε πράξεις που δεν θα τολμούσαν ποτέ μόνοι τους. Αυτή η ομαδοποιημένη παραφροσύνη έχει επανειλημμένα καταγράψει σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας, από διωγμούς εθνικών και θρησκευτικών ομάδων μέχρι τον μιλιταρισμό και τις γενοκτονίες.

Μέσα στο “καταπιεστικό βάρος” της κοινής γνώμης, υπήρξαν πάντα λίγοι που ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια σε ό,τι, σύμφωνα με την αντίληψή τους, ήταν λάθος. Η Σωκρατική ειρωνεία και η κριτική του στον αθηναϊκό δήμο τον οδήγησε στο κώνειο, αν και οι διαχρονικές του ιδέες αναγνώστηκαν αιώνες αργότερα ως βάθρα της φιλοσοφικής σκέψης. Ο Γαλιλαίος, επίσης, αντιστάθηκε στην πλειοψηφική, θεολογικά “επιβεβλημένη” άποψη για το γεωκεντρικό σύστημα και έσπειρε τον σπόρο για την αποδοχή του ηλιοκεντρικού μοντέλου, αλλά πλήρωσε ακριβά την τόλμη του.

Σύγχρονα παραδείγματα αφθονούν, με διανοητές, επιστήμονες, ακτιβιστές και καλλιτέχνες που αψήφησαν τις αυταρχικές πλειοψηφίες και κατάφεραν τελικά να αλλάξουν την πνευματική ή κοινωνική πορεία των λαών τους. Και ενώ συχνά αντιμετώπισαν διώξεις, αγνοήθηκαν ή ακόμα και χλευάστηκαν, εντέλει η ιστορία τούς δικαίωσε.

Το κλειδί για την υπέρβαση της παρανόησης και του μαζικού φανατισμού βρίσκεται στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Όταν οι άνθρωποι αναπτύσσουν συλλογιστική, εντοπίζουν ψεύδη και αδιέξοδους συλλογισμούς που τους οδηγούν στη θυματοποίησή τους από ρήτορες, δημαγωγούς ή μέσα που προπαγανδίζουν. Η λογική, σε συνδυασμό με την αυτογνωσία, λειτουργεί ως “ασπίδα” ενάντια στα κύματα του μαζικού θυμικού.

Κατά την πορεία της ανθρωπότητας, χρειάζονται εκείνοι που θα σταθούν απέναντι στο ρεύμα των πολλών, αδιαφορώντας για τις συνέπειες και για τον πιθανό στιγματισμό. Αυτοί οι “σπουδαίοι”, είτε είναι φιλόσοφοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή απλοί καθημερινοί άνθρωποι, φέρουν το βάρος να υπερασπιστούν τον λόγο, το δίκαιο και την ηθική.

Η πεποίθηση ότι η πλειονότητα —ή η κρατούσα πλειοψηφία— είναι και ο κάτοχος της αλήθειας έχει πολλαπλώς καταρριφθεί από τα ιστορικά γεγονότα. Η εύκολη χειραγώγηση που βασίζεται στις φήμες και στον λαϊκισμό, η αναζωπύρωση των ενστίκτων μέσω του θυμικού, και η έλλειψη κριτικής σκέψης αποτελούν τους λόγους που συχνά οι πολλοί σφάλλουν.

Ωστόσο, είναι εξίσου αλήθεια ότι πάντα υπάρχουν οι λίγοι που, μέσα σε αυτό το χαοτικό σκηνικό, βλέπουν καθαρότερα, αντιστέκονται στη “μέθη” του πλήθους και πολεμούν για την αλήθεια και το δίκαιο. Αυτοί είναι οι σπουδαίοι: οι δημιουργικοί, οι καινοτόμοι, οι ηθικοί. Η ιστορία τελικά στέκεται αρωγός σε εκείνους, αναγνωρίζοντας —έστω και αργά— τη σωφροσύνη και την αλήθεια πίσω από τον αγώνα τους. Και αυτό το παράδειγμα μάς υπενθυμίζει πως ο δρόμος της αρετής και του δίκαιου δεν είναι ποτέ ο εύκολος ή ο μαζικά αποδεκτός, μα αποτελεί το μοναδικό εφόδιο για μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία.

 Δημήτρης Βίκτωρ

  


Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Η γελοιοποίηση του πένθους

Το πένθος είναι γυμνό, σιωπηλό, αδυσώπητο. Δεν έχει ανάγκη από θεατές, δεν ζητιανεύει δάκρυα, δεν πουλάει εισιτήρια. 

Και όμως, η εποχή μας το ξεφτίλισε, το έκανε πανηγύρι μικροαστών και πολιτικάντηδων, το σούβλισε στις κάμερες για να τραφούν οι αχόρταγοι της δημοσιότητας. Η τραγωδία των Τεμπών δεν έγινε μνήμη, έγινε πασαρέλα θρήνου. Εκεί, ανάμεσα στα καμένα βαγόνια και τα σώματα, ξεφύτρωσαν οι καριερίστες του πόνου, οι “δικαιωματιστές του θανάτου”, οι μαυροντυμένοι θιασώτες της αριστερίλας που αντί για σιωπή και τιμή στον νεκρό, φώναζαν για να χωρέσουν στα μικρόφωνα.

Ποιοι είναι αυτοί οι Καρυστιανοί και οι όμοιοί τους; Άνθρωποι που μετατρέπουν την απώλεια σε επάγγελμα. Αντί να πενθούν, διαπραγματεύονται. Αντί να θρηνούν, καμώνονται τους αυτόκλητους μάρτυρες. Μια ζωή διψασμένοι για χειροκρότημα, βρήκαν στον θάνατο την πιο φτηνή σκηνή για την κακοπαιγμένη παράστασή τους. Κι όταν ο πόνος γίνεται υλικό για αυτοπροβολή, δεν είναι πόνος· είναι ματαιοδοξία βαμμένη με μαύρη μπογιά.

Αλλά οι μεγαλύτεροι αλήτες δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι οι πολιτικοί, οι διάφοροι Κωνσταντοπουλαίοι, οι δήθεν προστάτες του λαού και της αλήθειας, που έκαναν το πένθος λάφυρο. Οι αριστερίζοντες δημαγωγοί, οι καραγκιόζηδες της αντιπολίτευσης, οι επαγγελματίες νεκροθάφτες της εξουσίας, που έτρεξαν πάνω στα κουφάρια για να κερδίσουν ψήφους. Με το γνωστό τους θράσος, πήραν την εθνική πληγή και την έκαναν κομματική αφίσα. Στήθηκαν μπροστά στις κάμερες με πρόσωπο πένθιμο, μα με μάτια που γυάλιζαν από την προσμονή του πολιτικού κέρδους. Δεν είναι πένθος αυτό· είναι πορνεία.

Το πένθος, όμως, δεν είναι κοινό μέτρο. Δεν είναι ούτε παντιέρα ούτε εμπορεύσιμο μέσο. Άλλος σωπαίνει, άλλος σβήνει, άλλος κλείνεται στο σκοτάδι του. Μόνο οι ειλικρινείς πενθούντες ξέρουν το βάρος της σιωπής· δεν φωνάζουν, δεν εμποδίζουν, δεν επιδεικνύουν. Η αξιοπρέπειά τους είναι η μόνη αλήθεια.

Οι υπόλοιποι; Είναι γελοίοι, θλιβεροί θίασοι του εαυτού τους. Τους βλέπεις να ποζάρουν βγάζοντας τον θρήνο σε ζωντανή μετάδοση, στήνοντας οδοφράγματα όχι από οδύνη αλλά από ματαιοδοξία. Ο θάνατος έγινε σκηνικό κιτσαρίας για την καριέρα τους. Αυτοί δεν πενθούν· αυτοί κάνουν δημόσιες σχέσεις. Και το πιο τραγικό; Τους πιστεύει ένα κομμάτι κοινωνίας που ακόμα χειροκροτά το δήθεν, που θέλει το δάκρυ να έχει σπόνσορα και το αίμα να έχει λογότυπο.

Η γελοιοποίηση του πένθους είναι η απόδειξη ότι δεν ξέρουμε πια να τιμούμε ούτε τον θάνατο ούτε την ζωή. Οι πραγματικά νεκροί δεν είναι στα Τέμπη. Είναι ανάμεσά μας. Είναι εκείνοι που κάνουν τον πόνο τους σημαία για να χωρέσουν στη φωτογραφία. Εκείνοι που ξεπουλάνε τον θρήνο για λίγη αναγνώριση. Εκείνοι που δεν σιώπησαν ποτέ, γιατί χωρίς το θέαμα του θανάτου θα ήταν πάλι αυτό που ήταν πάντα: Το απόλυτο Τίποτα...

Δημήτρης Βίκτωρ

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 "Αυτούς που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο τους αναγνωρίζεις: 
Έχουν στα μάτια κάτι, στα χείλια κάτι και στο ύφος ακόμα κάτι. 
Ένα πέπλο, κάτι…"

Το παραπάνω απόφθεγμα επικεντρώνεται σε εκείνους τους ανθρώπους που, με λόγια ή πράξεις, ξεχωρίζουν από το πλήθος λόγω της φλόγας που τους κινεί να μεταμορφώσουν την πραγματικότητα γύρω τους. Μας μιλάει για ένα “πέπλο”, ένα “κάτι” αόριστο, το οποίο διακρίνεται στα μάτια, στα χείλη και στο ύφος τους. Τι είναι, όμως, αυτό το “κάτι” που υποδηλώνει; Και γιατί γίνεται τόσο αισθητό σε όσους έχουν μια βαθιά επιθυμία να αλλάξουν τον κόσμο;

Οι άνθρωποι που επιθυμούν να φέρουν αλλαγή ξεχωρίζουν από την εσωτερική τους κινητήρια δύναμη. Είναι εκείνοι που δεν αρκούνται στην πεπατημένη οδό ούτε ικανοποιούνται από τη συμβατική “τάξη πραγμάτων”. Αντί να περιμένουν παθητικά να συμβούν οι εξελίξεις, στέκονται μπροστά στις προκλήσεις και οραματίζονται νέες κατευθύνσεις.

Η ματιά τους μαρτυρά ένα μείγμα προσμονής και αποφασιστικότητας. Δεν κοιτούν απλώς τον κόσμο, αλλά φαίνεται να βλέπουν ένα πιθανό μέλλον κρυμμένο πίσω από την επιφάνεια. Είναι σαν τα μάτια τους να “αφηγούνται” μια ιστορία που για τους περισσότερους είναι αόρατη.

Το χαμόγελο ή η έκφρασή τους φανερώνει μια προσήλωση σε ιδανικά. Ακόμη κι όταν δεν μιλούν, τα χείλη τους μοιάζουν έτοιμα να προφέρουν λόγια αισιοδοξίας ή ορμής. Η “σιωπή” τους δεν είναι κενή, αλλά γεμάτη πειθαρχημένη έξαρση.

Πέρα από τα λόγια, η συνολική στάση του σώματός τους και η συμπεριφορά τους απηχεί μια αφοσίωση σε έναν σκοπό μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Σε κάθε κίνησή τους, διαβάζει κανείς ότι η αδράνεια δεν τους ταιριάζει.

Όταν γίνεται λόγος για ένα “πέπλο”, συχνά αναφερόμαστε σε κάτι που καλύπτει ή περιβάλλει κάποιον, προσδίδοντάς του ένα μυστήριο. Στην περίπτωση των ανθρώπων που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αυτό το “πέπλο” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ακτινοβολία της οραματικής τους διάθεσης.

Αυτοί οι άνθρωποι ζουν στη λεπτή γραμμή ανάμεσα σε ό,τι “είναι” και σε ό,τι “θα μπορούσε να είναι”. Το “πέπλο” τους προστατεύει από τον κυνισμό του περιβάλλοντος, λειτουργώντας σαν διαχωριστική μεμβράνη ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία τους, όπου γεννιούνται νέες ιδέες.

Συχνά, όσοι επιζητούν αλλαγή θεωρούνται “ουτοπιστές”. Κι όμως, οι μεγάλες τομές στις κοινωνίες σχεδόν πάντα ξεκίνησαν από κάποιους “ουτοπιστές”. Το “πέπλο” λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι πίσω από μια δεδομένη πραγματικότητα μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες άλλες, αν ακόμα δεν τις έχουμε ανακαλύψει.

Κάθε επιθυμία για αλλαγή, προτού γίνει δημόσια δράση, ξεκινά από μια εσωτερική επανάσταση. Στον πυρήνα της, βρίσκεται μια μορφή αμφισβήτησης: “Γιατί να είναι έτσι τα πράγματα;” ή “Πώς θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά;”

Το βλέμμα τους προδίδει τη βαθιά πεποίθηση ότι η πορεία της ζωής ή της κοινωνίας δεν είναι προκαθορισμένη. Αντίθετα, θεωρούν ότι ο άνθρωπος μπορεί να επανασχεδιάσει τις συνθήκες της ύπαρξής του.

Η απόφαση να αμφισβητεί κανείς το “στάτους κβο” απαιτεί θάρρος. Αυτό το βλέπουμε στην αποφασιστικότητα που καθρεφτίζεται στο ύφος τους. Ξέρουν πως η αλλαγή συχνά συναντά αντίσταση, αλλά αυτό δεν τους σταματά· τους καθοδηγεί η ιδέα ότι χωρίς ρίσκο, δεν υπάρχει ουσιαστική εξέλιξη.

Συχνά, οι άνθρωποι που ξεχωρίζουν με το “πέπλο” μιας αλλαγής, αρχικά αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή ειρωνεία. Το βλέμμα τους, η στάση τους, μπορεί να φαίνονται παράξενα ή υπερβολικά σε όσους έχουν συνηθίσει στη στασιμότητα. Ωστόσο, η ιστορία διδάσκει ότι πολλές φορές οι “ονειροπόλοι” και οι “επαναστάτες” έχουν υπάρξει οι πραγματικοί διαμορφωτές του μέλλοντος.

Οι καινοτόμες ιδέες δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές. Το “πέπλο” που φέρουν, τους διαχωρίζει από το “παραδοσιακό” και δημιουργεί έναν αμήχανο θαυμασμό, αλλά και φόβο στους γύρω τους.

Ενδιαφέρον έχει ότι αυτοί οι άνθρωποι συχνά αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον χωρίς πολλές εξηγήσεις. Υπάρχει μια φυσική έλξη που βασίζεται στη διάθεση για υπέρβαση, σαν να συμμερίζονται ένα κοινό μυστικό για το πώς θα μπορούσε να γίνει ο κόσμος.

Τελικά, αυτό το “κάτι” στα μάτια, στα χείλη και στο ύφος αυτών που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο δεν είναι μια κενή γοητεία. Είναι ένα συναίσθημα ελπίδας, αλλά ταυτόχρονα και μια έμπρακτη ανάληψη ευθύνης απέναντι στη ζωή, την κοινωνία, την ιστορία.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά γύρω μας – ή ίσως αν κοιτάξουμε και μέσα μας – θα βρούμε εκείνους που θέλουν πραγματικά να αλλάξουν τον κόσμο. Το “πέπλο” αυτό δεν είναι κάτι υπερφυσικό· είναι η απτή ανταύγεια του ανατρεπτικού πνεύματος, της αποφασιστικότητας και της αισιοδοξίας. Στα μάτια τους, θα δούμε τον καθρέφτη μιας πιθανότητας για ένα καλύτερο μέλλον. Στα χείλη τους, θα ακούσουμε τη βεβαιότητα ότι η ζωή μπορεί να ξαναγραφτεί από την αρχή. Και στο ύφος τους, θα διακρίνουμε ότι δεν αποδέχονται μοιρολατρικά όσα συμβαίνουν, αλλά αγωνίζονται για όσα μπορούν να συμβούν.

Είναι αυτοί, τελικά, που πυροδοτούν την ιστορία, που σπρώχνουν τα όρια και που προσδίδουν νόημα στο ανθρώπινο ταξίδι. Ένα “κάτι”· μια άφατη δύναμη· το ίδιο το όραμα της αλλαγής. Και εκεί έγκειται όλη η γοητεία τους: μας θυμίζουν ότι ο κόσμος ίσως δεν είναι παρά η προβολή του θάρρους και των ονείρων μας.

Δημήτρης Βίκτωρ



Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΟΥΡΓΕΛΩΝ

Είναι να απορεί κανείς πώς καταλήξαμε να δίνουμε βήμα και αξιώματα σε κάθε λογής «σούργελο» που επιπλέει στο θολό τέλμα της δημόσιας ζωής. Κατά κάποιον μαγικό τρόπο, οι πιο ανέμελοι, οι πιο ανίδεοι, οι πιο προκλητικά αστοιχείωτοι τύποι έχουν καταφέρει να φορούν τη μάσκα του σοβαρού προσώπου και να παριστάνουν τους ειδήμονες. Η τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα από φωνακλάδες «ξερόλες» που νομίζουν ότι οι ίδιες οι ανοησίες τους είναι η επιτομή της σοφίας.

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν τα αμέτρητα μεγάλα λόγια δεν συνοδεύονται από κανένα ουσιαστικό έργο. Μερικοί από αυτούς, με μια αυτάρεσκη ειρωνεία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, διατυμπανίζουν τις «πλούσιες γνώσεις» τους κι όμως στην πράξη αποδεικνύονται ικανοί μόνο να δημιουργούν φασαρία και διχόνοια. Με πρόσχημα την «δημοκρατία» ή –ακόμα χειρότερα– την «δικαιοσύνη», εκτοξεύουν ύβρεις και ψεύδη, κατηγορώντας τους πάντες και τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους. Δικάζουν και καταδικάζουν με την εμπάθειά τους και την βλακεία τους, ενώ συγχρόνως σκίζουν τα ιμάτιά τους για απονομή δικαιοσύνης. Έτσι, σε ένα αλλόκοτο παιχνίδι προπαγάνδας, οι πραγματικοί προβληματισμοί και οι σοβαρές συζητήσεις αντικαθίστανται από κενά συνθήματα, ύβρεις και κουτσομπολιά της γειτονιάς.

Όταν δε, κάποιοι «κομπογιαννίτες της πολιτικής» βρεθούν σε θέσεις εξουσίας, παίρνουμε ένα δείγμα από το τι σημαίνει «σούργελο» που έχει και λόγο αποφασιστικό. Με περισσή αλαζονεία, παραμερίζουν ειδικούς, αγνοούν επιστήμονες και δυσφημούν όσους τολμούν να τους αμφισβητήσουν. Ξεφουρνίζουν ακατάπαυστα «σχέδια δράσης» που θυμίζουν φθηνή κωμωδία, ενώ η κοινωνία μένει να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, πληρώνοντας τις συνέπειες της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού τους.

Η αλήθεια είναι πως η επικράτηση των σούργελων δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Χρόνια τώρα καλλιεργείται μια κουλτούρα στην οποία επιβραβεύονται οι φωνασκίες, οι απλοϊκές ατάκες και ο «χαβαλές» χωρίς αντίκρισμα. Κι ενώ οι σοβαρές φωνές δυσκολεύονται να ακουστούν μέσα στον θόρυβο του δήθεν εντυπωσιασμού, οι «τεχνίτες του ψεύδους και της κοροϊδίας» απλώνουν ανεμπόδιστα τα δίχτυα τους. Ίσως, τελικά, αντί να γκρινιάζουμε για την άνοδο των σούργελων, θα έπρεπε να προβληματιστούμε για το γιατί τους δώσαμε εμείς οι ίδιοι τόσα χειροκροτήματα και τόσο εύκολο έδαφος για να ριζώσουν.

Όταν δε συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός, δυστύχημα ή τραγωδία, τότε τα σούργελα κυριαρχούν και οι ατυχώς αδικημένοι και πενθούντες μετατρέπονται, δυστυχώς και ξανά δυστυχώς και αυτοί σε σούργελα!
Ευτυχώς όχι όλοι!

Δημήτρης Βίκτωρ

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Περί ψέματος και Αλήθειας

«Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου»

Η φράση αυτή φωτίζει ένα παράδοξο που διατρέχει τις ανθρώπινες κοινωνίες και την πορεία του ανθρώπου στον χρόνο: η λεπτή και συχνά αδιαφανής γραμμή ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια δεν αποτυπώνεται μόνο σε αφηρημένες θεωρήσεις, αλλά ριζώνει στον πυρήνα της εμπειρίας, της γνώσης και της αφήγησης.

Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιδίωκε να κατανοήσει τον κόσμο μέσα από λογικά και συμβολικά σχήματα. Ωστόσο, ό,τι ονομάζουμε «πραγματικότητα» συχνά εμφανίζεται ως μωσαϊκό εντυπώσεων και ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες υφαίνονται μέσα από αφηγήσεις – κάποιες αληθινές, κάποιες ψευδείς, κάποιες μετέωρες ανάμεσα στα δύο. Ένα «αληθινό ψέμα» μπορεί να είναι κάτι που, ενώ στη βάση του δεν ισχύει, εμφανίζεται πειστικό λόγω της βαθιάς αποδοχής του από την κοινωνία. Αντίστοιχα, μια «ψεύτικη αλήθεια» αποκτά ισχύ και νομιμοποίηση μέσα από τη συνεχή αναπαραγωγή της. Έτσι, η “αφηρημένη” αλήθεια κι ένα “ψεύτικο” γεγονός με επαρκή στήριξη μετατρέπονται σε κινητήριους μοχλούς της κοινωνικής ζωής.

Καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία, οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες, θρησκείες, φιλοσοφικές και πολιτικές θεωρήσεις οικοδομήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από αφηγήσεις∙ κάποιες βασισμένες σε αναμφισβήτητες παρατηρήσεις και κάποιες σε μυθοπλασίες που ρίζωσαν τόσο βαθιά στη συνείδηση των ανθρώπων, ώστε έγιναν «αποδεκτές αλήθειες». Κάθε λαός, κάθε εποχή, υπήρξε δέσμιος μιας ή πολλών ιστοριών που τον καθόρισαν. Η Ιστορία δεν είναι απλώς μια καταγραφή γεγονότων, αλλά και μια διήγηση∙ και σε αυτήν τη διήγηση παρεισφρέουν τόσο οι “αληθινές” όσο και οι “πλαστές” πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας.

Όταν ένα ψέμα συμφωνεί με τις προκαταλήψεις, τις επιθυμίες ή τους φόβους μιας κοινωνίας, ενσωματώνεται σχεδόν αθόρυβα στον συλλογικό νου. Τότε, αυτό το ψέμα γίνεται «αληθινό» στην αντίληψη εκείνων που το αποδέχονται. Έτσι, επηρεάζει συμπεριφορές, νοοτροπίες, και κατευθύνει την ιστορική πορεία. Από την άλλη, μια αλήθεια που δεν έχει αποδείξεις ή προσκρούει σε ισχυρές πεποιθήσεις του κοινού, μπορεί να μοιάζει με ψέμα και να απορριφθεί. Το κριτήριο, επομένως, δεν είναι αποκλειστικά η “αντικειμενική εγκυρότητα”, αλλά και η κοινωνική αποδοχή.

Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ιδεολογιών που κατάφεραν να επικρατήσουν, παρότι στηρίζονταν σε αμφισβητήσιμα ή κατάφωρα ψευδή δεδομένα. Από τους μύθους της αρχαιότητας μέχρι τα σύγχρονα αφηγήματα πολιτικής ή οικονομικής προπαγάνδας, η αλήθεια διαπλέκεται με το ψέμα, και κάθε ιδέα που αποκτά δύναμη μπορεί να εδραιώσει μια νέα εκδοχή “πραγματικότητας”. Με αυτόν τον τρόπο καθορίζονται κοσμοθεωρίες, ιδεώδη, ακόμα και ο καθημερινός τρόπος σκέψης των ανθρώπων.

Μολονότι το «αληθινό ψέμα» μπορεί να επηρεάσει ριζικά την κοινωνία, η επαγρύπνηση του ατόμου απέναντι στην πληροφορία και στα φαινόμενα είναι το βασικό αντίδοτο στον κίνδυνο του “χειρισμού” ή της εξαπάτησης. Η κριτική σκέψη, η αμφισβήτηση και ο διάλογος μάς επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε τις διάφορες στρώσεις πραγματικότητας, πίσω από τις οποίες κρύβεται συχνά μια εξουσιαστική ή ιδιοτελής σκοπιμότητα. Η αναζήτηση της αλήθειας μπορεί να παραμείνει αέναη, όμως αυτό δεν αναιρεί την αξία της προσπάθειας να διακρίνουμε το βάσιμο και το ψευδές.

Σε τελική ανάλυση, ο τίτλος του κειμένου, «Αληθινό ψέμα και ψεύτικη αλήθεια ορίζουν την ιστορία του ανθρώπου» εκφράζει μια διαχρονική πραγματικότητα για την αμφίθυμη φύση μας. Μεταφέρει την ιδέα πως η Ιστορία δεν είναι απλώς καταγραφή γεγονότων, αλλά και το παλίμψηστο των πεποιθήσεων, των ερμηνειών και των μύθων που αιχμαλωτίζουν τη συλλογική φαντασία. Η φιλοσοφική και κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας δεν απαιτεί την απόλυτη κατάκτηση της “αντικειμενικής αλήθειας”, μα την άοκνη προσπάθεια να διακρίνουμε το αληθινά ουσιώδες από την ψευδαίσθηση—να κρατήσουμε ζωντανή την εγρήγορση για ό,τι συχνά παρουσιάζεται ως οριστικό και ακλόνητο, αλλά ίσως κρύβει μέσα του την πιο βαθιά πλάνη.

Δημήτρης Βίκτωρ





Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2025

Περί αθλίων των φημών

Η ανευθυνότητα όσων διασπείρουν φήμες μοιάζει με έναν ασκό γεμάτο τοξικό δηλητήριο. Αυτοί οι άθλιοι τύποι, χωρίς καμία τύψη ή σεβασμό, σκορπίζουν ψεύδη στις μάζες και πυροδοτούν μια απάνθρωπη οχλοποίηση. Η μάζα, μη μπορώντας να ξεχωρίσει την αλήθεια από την πλάνη, απεμπολεί κάθε ίχνος περί δικαίου και πνίγεται σ’ ένα σύνολο υστερίας που τρέφεται από κακοήθεια και μίσος. Το άδικο επικρατεί με τρομακτική ευκολία, γιατί η συλλογική κρίση θολώνει μπροστά στην ορμή του συγκινησιακού παραληρήματος.

Η αλήθεια, μέσα σ’ αυτό το χάος, καταλήγει να μοιάζει με φτερό στον άνεμο—ανύμπορη να σταθεί απέναντι στον όχλο που λειτουργεί σαν τυφλή χιονοστιβάδα, παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά της. Οι πρώτοι που ενέσπειραν τη διαβολή, εκείνοι που κρατούν τα νήματα της παραπληροφόρησης, παραμένουν στο απυρόβλητο: Ελεύθεροι να συνεχίζουν την αθλιότητά τους, να γεννούν νέους μύθους που χτίζονται πάνω στον φόβο και την απόγνωση. Όσο αυτοί οι αλαζόνες διακινητές ψεύδους δεν λογοδοτούν, η κοινωνική ισορροπία στέκει κλονισμένη, με τα θύματα να αδυνατούν να βρουν δικαιοσύνη και αποκατάσταση του ονόματός τους.

Σ’ αυτό το σκοτεινό τοπίο, η πνευματική διαύγεια και η κριτική ικανότητα γίνονται ζωτικές σαν τελευταίες γραμμές άμυνας. Η οχλοποίηση μπορεί να ξεκληρίσει τα πάντα αν δεν μπει φρένο στη μετατροπή του συλλογικού αισθήματος σε βάναυση δύναμη καταστροφής. Και για να υπάρξει δικαιοσύνη, είναι απαραίτητο να ξεσκεπαστούν όσοι σκοπίμως επιδιώκουν την πνευματική αφυδάτωση της κοινωνίας. Μόνον έτσι ίσως να μπορεί να γίνει εφικτή κάποια κάθαρση, να σπάσουν οι αλυσίδες της συλλογικής παράνοιας και να επιστρέψει η λογική σκέψη και το δίκαιο στην πραγματική του θέση.
Αφού δεν τιμωρούνται, (κάτι βέβαιο), αυτοί οι θρασύτατοι διακινητές ψευδών θα συνεχίσουν να οπλίζουν το πλήθος με ψεύτικη οργή, σκορπώντας καταστροφή και αφήνοντας το σκοτάδι να κυριαρχεί.

Δημήτρης Βίκτωρ



Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Ο Πόνος ως Πολιτικό Εμπόρευμα

Η Αισχρή Εκμετάλλευση της Ανθρώπινης Δυστυχίας

Η ανθρώπινη δυστυχία υπήρξε ανέκαθεν ένα φτηνό αλλά αποτελεσματικό πολιτικό εργαλείο. Ο πόνος, το πένθος, η απώλεια, όλα μετατρέπονται σε πρώτης τάξεως εμπορεύματα στο αδηφάγο παζάρι της εξουσίας. Σαν ύαινες που σέρνονται γύρω από τα κουφάρια της καταστροφής, οι πολιτικοί—οι κυνικοί έμποροι της ανθρώπινης οδύνης—δεν διστάζουν να μετατρέψουν τη δυστυχία σε προπαγάνδα, σε ρητορικά όπλα, σε μέσα για την εδραίωση της δύναμής τους.

Ο Πόνος ως Σκηνικό για τη Φαρισαϊκή Πολιτική

Η στρατηγική είναι πάντα η ίδια: εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου για την κατασκευή ενός πολιτικού αφηγήματος που εξυπηρετεί την εξουσία. Όταν μια τραγωδία συμβεί, είτε πρόκειται για φυσική καταστροφή, είτε για τρομοκρατική επίθεση, είτε για δυστύχημα, είτε για μια κοινωνική αδικία, οι πολιτικοί σπεύδουν να «οικειοποιηθούν» τον θρήνο. Τους βλέπουμε να περιφέρονται με αυστηρό ύφος, με χειρονομίες γεμάτες δήθεν ευαισθησία, να εκφωνούν λόγους υποκριτικής συμπόνιας και να υπόσχονται αλλαγές που ποτέ δεν έρχονται.
Και το χειρότερο; Ο πόνος δεν χρησιμεύει απλώς ως σκηνικό για την προβολή της πολιτικής τους περσόνας. Χρησιμοποιείται ως όπλο για τη χειραγώγηση του λαού. Τον τροφοδοτούν με οργή επιλεκτική, του δείχνουν ποιον να μισήσει, τον στρέφουν εναντίον κατασκευασμένων εχθρών. Η λογική θολώνει, το συναίσθημα γίνεται εργαλείο και, πριν το καταλάβει κανείς, ο ανθρώπινος πόνος έχει μετατραπεί σε μέσο πολιτικής κυριαρχίας. Η ουσία ξεχνιέται, καλπάζει το ψεύδος, η υπερβολή και η φήμη.

Το Άδικο Πένθος ως Πολιτική Ευκαιρία

Δεν υπάρχει τίποτα πιο βρώμικο από το να βλέπεις μια παράταξη να «πουλάει» πένθος. Οι νεκροί γίνονται σύμβολα όχι για να τιμηθούν, αλλά για να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Στημένες ειδήσεις σε τηλεοπτικά πάνελ από δημοσιογράφους που ενδιαφέρονται μόνον για την προβολή τους και την τηλεθέαση, αδιαφορώντας για το κακό που δημιουργούν στο κοινωνικό σύνολο. Πορείες που καθοδηγούνται από επαγγελματίες της προπαγάνδας, δάκρυα που έχουν προγραμματιστεί να χυθούν μπροστά στα μικρόφωνα. Κάθε θάνατος γίνεται εργαλείο πόλωσης. Δεν έχει σημασία η πραγματική ζωή του χαμένου ανθρώπου· αυτό που μετράει είναι πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μνήμη του για πολιτικό κέρδος.

Η υποκρισία αποκαλύπτεται όταν δει κανείς πώς αυτοί οι ίδιοι πολιτικοί, που κλαίνε δημοσίως για τις τραγωδίες, αδιαφορούν πλήρως για τις συστημικές αιτίες που τις προκαλούν. Δεν τους ενδιαφέρει να προλάβουν το κακό· τους ενδιαφέρει μόνο να το εκμεταλλευτούν όταν συμβεί.

Η Δύναμη του Φόβου και της Θυματοποίησης

Η πολιτική εκμετάλλευση του πόνου δεν περιορίζεται μόνο στο πένθος και τις τραγωδίες. Ολόκληρες κοινωνίες κρατούνται σε κατάσταση διαρκούς φόβου, με την αίσθηση ότι είναι θύματα. Οι πολιτικοί λατρεύουν τον ρόλο του σωτήρα, αλλά για να είναι σωτήρες πρέπει να υπάρχει πάντα μια διαρκής απειλή, ένας συνεχής πόνος. Έτσι, οι λαοί παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια ψυχολογία ανασφάλειας, έτοιμοι να δεχτούν οποιαδήποτε αυταρχική πολιτική «για το καλό τους».

Όταν οι άνθρωποι πονάνε, είναι ευάλωτοι. Κυριαρχεί το θυμικό πέρα από κάθε αντίσταση για λογική σκέψη. Και τότε, είναι εύκολο να χειραγωγηθούν. Ο φόβος είναι το απόλυτο όπλο πολιτικής κυριαρχίας. Οι εξουσιαστές γνωρίζουν καλά ότι ένας λαός που βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση πένθους ή φόβου δεν έχει ούτε τη διάθεση ούτε τη διαύγεια να αμφισβητήσει την εξουσία τους.

Η Αποδόμηση της Πολιτικής της Οδύνης

Το αντίδοτο σε αυτή την αηδιαστική εκμετάλλευση είναι η επίγνωση. Οι άνθρωποι πρέπει να κατανοήσουν πότε ο πόνος τους χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο. Πρέπει να μάθουν να διακρίνουν την αυθεντική συμπόνια από τη φαρισαϊκή εκμετάλλευση. Να αναγνωρίζουν τους ηθοποιούς της εξουσίας που παίζουν τον ρόλο του συμπονετικού ηγέτη, ενώ στην πραγματικότητα απλώς πατούν πάνω στις πληγές της κοινωνίας για να ανέβουν στην εξουσία.

Η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου πόνου πρέπει να προστατευθεί από τα χέρια των πολιτικών εμπόρων. Γιατί ο πόνος δεν είναι εργαλείο. Το πένθος δεν είναι πολιτικό σλόγκαν. Και η ανθρώπινη δυστυχία δεν πρέπει να γίνεται σκαλοπάτι για την εξουσία.

Μόνο όταν οι άνθρωποι πάψουν να επιτρέπουν την εμπορευματοποίηση του πόνου τους, σκεπτόμενοι με λογική για την εξεύρεση της αλήθειας, αντί να γίνονται οπαδοί της προπαγάνδας, μόνο τότε ίσως θα μπορέσουν να σπάσουν τις αλυσίδες της πολιτικής χειραγώγησης.
Αυτό όμως το καταφέρνουν λίγοι. Και όσο παραμένουν λίγοι, λίγο θα ακούγονται. Δυστυχώς…

Ως τότε, οι ύαινες θα συνεχίσουν να σέρνονται γύρω από τα ερείπια, έτοιμες να καταβροχθίσουν κάθε νέα τραγωδία που θα παρουσιαστεί στο δρόμο τους.
Δυστυχώς…

Δημήτρης Βίκτωρ



Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

Περί πένθους και θορύβου

Η θλίψη, ως βαθιά εσωτερική διαδικασία, μοιάζει με μια ερμητική σιωπή που απλώνεται μέσα μας, αναδεικνύοντας τις πιο ουσιώδεις πτυχές της ύπαρξής μας. Στον απροσπέλαστο αυτό χώρο, ο άνθρωπος αναμετριέται με την απώλειά του· όχι με φωνασκίες ή μεγαλοστομίες, αλλά με μια βουβή περισυλλογή που γεννά σεβασμό τόσο απέναντι σε εκείνον που θρηνεί, όσο και απέναντι στο ίδιο το γεγονός της απουσίας. Με τη σιωπή, ο νους επιτρέπει στον πόνο να εκδηλωθεί καθαρά και αληθινά, δίχως τις παραμορφώσεις που επιφέρει ο θόρυβος της επίδειξης.

Όταν το πένθος επιζητεί δημοσιότητα, χάνει την αληθινή του υπόσταση. Μοιάζει τότε σαν να χρησιμοποιείται η οδύνη ως βήμα αυτοπροβολής, διεκδικώντας εύκολα βλέμματα και επιδερμική συμπάθεια. Σε αυτή την περίπτωση, ο οδυρόμενος δεν βρίσκεται μόνος με τον πόνο του· αντιθέτως, επιλέγει την εξωστρέφεια του θορύβου, επιτρέποντας στον εγωισμό του να κυριαρχήσει και να απαλείψει την εσωτερική ενδοσκόπηση. Όμως ο αυθεντικός πόνος αρνείται να γίνει φανταχτερό θέαμα· δεν θέλει να προσφέρει υλικό στις επιπόλαιες ματιές του κόσμου, ούτε να μεταβληθεί σε εργαλείο εντυπωσιασμού.

Η αληθινή λύπη δεν έχει ανάγκη από εξωτερική επιβεβαίωση ή εντυπωσιακές εκδηλώσεις. Αντιθέτως, μέσα από την ησυχία και την ενδοσκόπηση, φανερώνεται η πιο καθαρή μορφή αυτογνωσίας και σεβασμού προς τον εαυτό μας, προς τον χαμένο άνθρωπο και προς το ίδιο το νόημα της ζωής.

Όσο μεγαλύτερο είναι το πένθος, τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η σιωπή, γιατί η ψυχή αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απώλειας και αποζητά την ευπρέπεια και τη σεμνότητα. Στην ουσία, η σιωπηλή διαδικασία του θρήνου επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώσει την απουσία και, σταδιακά, να την ενσωματώσει στο βίωμα της ζωής του. Αυτή η σεμνή σιωπή απελευθερώνει την εσωτερική κατανόηση πως είμαστε όλοι φθαρτοί και πεπερασμένοι.

Η ουσία της απώλειας βρίσκεται στο βίωμα και στη σιωπηλή επεξεργασία της. Εκεί, όπου η ψυχή αφουγκράζεται την έλλειψη, συγκατοικεί με την ανάμνηση και πορεύεται με την επίγνωση της θνητότητας. Μέσα από μια τέτοια σιωπηλή διαδικασία, ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη να ανασυγκροτηθεί και να αντικρίσει τη ζωή με νέα ματιά. Σε τελική ανάλυση, το αληθινό πένθος δεν χρειάζεται περιττές διακηρύξεις – αρκεί η ήρεμη, εσωτερική αποδοχή για να το κάνει βαθιά ανθρώπινο.

Το βαθύ πένθος δεν χρειάζεται κοινό· δεν απαιτεί επιβεβαίωση ούτε κολακείες. Αντιθέτως, η γνήσια οδύνη θέλει χώρο και σιωπή, ώστε να αποτυπωθεί αληθινά στην ύπαρξη. Όσο πιο απροσπέλαστη γίνεται η πληγή, τόσο πιο αληθινή η αναμέτρηση με την απώλεια. Και αυτή η ειλικρινής ενδοσκόπηση είναι η μόνη που επιτρέπει στην ψυχή να προχωρήσει, αναγνωρίζοντας με σεβασμό τόσο τη δική της θνητότητα όσο και την πραγματικότητα του κενού που αφήνει πίσω του ο χαμένος άνθρωπος.

Δημήτρης Βίκτωρ




Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 «Αν ψάχνεις τον Θεό πήγαινε μέσα σε έναν πόλεμο για να τον βρεις. Εκεί, Θεός είναι ο ίδιος ο Πόλεμος»

 Η ζωή του ανθρώπου αρχίζει πάντα με έναν πόλεμο: εκείνον της γέννησης. Από τη μήτρα του σκοταδιού στην έκθεση του φωτός, από την ασφάλεια στην αναμέτρηση, ο πρώτος μας αναστεναγμός είναι ήδη μια κραυγή μάχης. Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον κόσμο παρά μόνο μέσα από τη σύγκρουση — πρώτα με το σώμα, μετά με τους άλλους, έπειτα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

 Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων. Πίσω από κάθε πρόοδο, κάθε τέχνη, κάθε νόμο και κάθε λέξη, κρύβεται ένας πόλεμος – υλικός ή πνευματικός. Οι αυτοκρατορίες χτίστηκαν επάνω σε κραυγές και κατέρρευσαν μέσα σε ουρλιαχτά. Οι θρησκείες, οι επιστήμες, οι πολιτισμοί δεν γεννήθηκαν από τη γαλήνη αλλά από την ένταση, τον ανταγωνισμό, την ανάγκη για κυριαρχία ή σωτηρία. Αν απογυμνώσεις τον άνθρωπο από το ένστικτο της σύγκρουσης, δεν απομένει παρά μια άδεια μορφή, ένα είδος που ζει από φόβο και όχι από βούληση.

 Ο άνθρωπος, στην αληθινή του φύση, δεν είναι ειρηνοποιός· είναι δημιουργός μέσα από την καταστροφή. Ο πόλεμος δεν είναι μια παρένθεση στη φυσική του κατάσταση — είναι το καμίνι που σφυρηλατεί την ελευθερία, την ταυτότητα, το μεγαλείο. Ό,τι αξίζει να ονομαστεί αληθινό έχει δοκιμαστεί πρώτα στη φωτιά του αγώνα.

 Αν ψάχνεις τον Θεό, μην κοιτάς στα ιερά των ναών· εκεί ζει το είδωλο της προσδοκίας, όχι η αλήθεια. Ο Θεός, αν υπάρχει, ανασαίνει μέσα στις εκρήξεις. Είναι παρών στον πυρετό της μάχης, στις πληγές, στον ιδρώτα, στον πανικό της ύπαρξης που κινδυνεύει. Δεν είναι παρηγορία, είναι πρόκληση. Δεν προστατεύει, απαιτεί.

 Στην αληθινή σύγκρουση, ο άνθρωπος γνωρίζει το βάθος του. Εκεί, μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου, πέφτουν οι προσωπίδες της καθημερινότητας. Όταν δεν υπάρχει τίποτα να προσποιηθείς και όλα να υπερασπιστείς, τότε συναντάς το απόλυτο — αυτό που άλλοι ονόμασαν Θεό. Αλλά δεν είναι πρόσωπο. Δεν έχει όνομα. Είναι η ίδια η ένταση της ύπαρξης, η βούληση να είσαι, να σταθείς, να συνεχίσεις.

 Ο πόλεμος, φυσικά, δεν περιορίζεται στο πεδίο μάχης. Είναι παρών σε κάθε μας απόφαση, σε κάθε στιγμή που το “ναι” μας αντιστέκεται στο “όχι” των άλλων. Είναι παρών στην ποίηση που διεκδικεί λέξεις από το χάος, στην τέχνη που προκαλεί το βλέμμα, στην αγάπη που διαπραγματεύεται την υποταγή και την ελευθερία. Ο πόλεμος είναι παντού. Δεν τελειώνει όταν σιγούν τα όπλα — απλώς αλλάζει μορφή.

 Όσοι θέλουν να χτίσουν δίχως να γκρεμίσουν, να ζήσουν δίχως να χάσουν, να εξελιχθούν δίχως να συγκρουστούν, επιθυμούν έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει. Η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου — είναι η παύση ανάμεσα στις αναμετρήσεις. Είναι η σιωπή πριν το επόμενο βήμα στο σκοτάδι.

 Η ιστορία των ανθρώπων είναι ο πόλεμος — γιατί ο άνθρωπος είναι κίνηση, πάθος, υπέρβαση. Όσο επιθυμεί, όσο δημιουργεί, όσο διεκδικεί το απρόσιτο, θα πολεμά. Όχι για να καταστρέψει, αλλά για να γεννήσει. Και σ’ αυτό το πεδίο, ο πόλεμος είναι ιερός: όχι ως λατρεία της βίας, αλλά ως αλήθεια της φύσης.

 Ο Θεός εκεί δεν έρχεται να σώσει κανέναν. Εμφανίζεται μόνον όταν Τον αξίζεις. Και τότε δεν λέει τίποτα. Απλώς στέκεται δίπλα σου, ματωμένος κι Αυτός — ο ίδιος ο Πόλεμος.

Δημήτρης Βίκτωρ

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Όσα μας δανείζει η ζωή

"Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε"

Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή· κι όπως κάθε αγαθό που παραμένει για λίγο στα χέρια μας, έτσι κι αυτά δεν είναι ποτέ αποκλειστικά κτήμα αλλά πρόσκαιρη εναπόθεση. Ο κόσμος δεν μας ανήκει· μόνον η χρήση του περνά για μια στιγμή από το πεδίο της προαίρεσής μας. Άρα το πρώτο καθήκον είναι η νηφάλια επίγνωση: να μην ταυτίζουμε την αξία μας μ’ εκείνο που μπορεί αύριο να ανακληθεί.
 Ό,τι έρχεται, έρχεται ως δάνειο· ό,τι φεύγει, φεύγει ως φυσική εκκαθάριση. Μέσα σ’ αυτή την σιωπηλή λογιστική του Κόσμου δεν απομένει παρά να ασκηθούμε στην ελευθερία από τα εξωτερικά, να χτίσουμε τον εσωτερικό χαρακτήρα ώστε, όταν η ζωή ζητήσει πίσω τα χρήματά της, να μην παραδώσουμε κι εμείς τον εαυτό μας μαζί.

Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε τα δανεισμένα αγαθά με αρετή: να μην αφήσουμε τον φόβο τής απώλειας να ακρωτηριάσει την λογική· να μην επιτρέψουμε στον πλούτο ή στην φτώχεια να παρεισφρήσουν στο κέντρο της ψυχής μας. Εκεί όπου η θέληση αρκείται στην αρετή, η απώλεια μεταμορφώνεται σε φυσικό συμβάν, όπως ο άνεμος που σβήνει ένα φως το οποίο δεν άναψα εγώ ο ίδιος. Αυτή η γαλήνη — όχι αδράνεια, αλλά πράξη συμφιλίωσης — είναι η ύψιστη ανθρώπινη δυνατή απάντηση στην παροδικότητα.

Κι όμως, κάποια στιγμή η γαλήνη αυτή συγκρούεται μ’ ένα άλλο κάλεσμα — το πάθος της δημιουργίας, την δίψα να χαράξουμε παραπανίσια σημάδια πάνω στο αντίγραφο που λάβαμε. Ο Νίτσε θα γελούσε με την ιδέα ότι είμαστε απλοί λογιστές ενός κοσμικού δανείου∙ θα μας καλούσε να γίνουμε σπάταλοι, όχι με τα πράγματα αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε», θα έλεγε, «είναι να ανατρέψουμε τον πίνακα ισολογισμού, να μετατρέψουμε το χρέος σε χορό». Αν ο Στωικός προτάσσει την αυτάρκεια, ο Νιτσεϊκός άνθρωπος προτάσσει τη μεταμόρφωση: την θέληση να πλάσει νέες αξίες απ’ αυτό το ίδιο το δανεικό υλικό.

Ό,τι μας παραχωρεί η ζωή δεν είναι πια απλώς ενέχυρο άνευ συναισθημάτων· είναι άμορφη ύλη που αναμένει την σφραγίδα της δημιουργικής μας βούλησης. Να λοιπόν η δεύτερη ανάγνωση του αποσπάσματος: παίρνουμε τα δάνεια, αλλά το μόνο που μπορούμε — και οφείλουμε — είναι να τα υπερχειλίσουμε, να τα κάνουμε γιορτή, να τα μεταστρέψουμε σε προσωπικούς μύθους. Ο κόσμος μάς διαθέτει λίγες στιγμές, λίγη σάρκα, λίγη φωνή· εμείς τις πολλαπλασιάζουμε μέσα από την ποίηση, το γέλιο, τον έρωτα και την τραγική χαρά. Δεν επιστρέφουμε το κεφάλαιο ανέπαφο· το επιστρέφουμε φλεγόμενο από υπεραξία, σαν ακριβό κρασί που ζύμωσε η φωτιά του πνεύματος.

Έτσι το αρχικό στωϊκό «δέξου» συναντά το νιτσεϊκό «γίνε»· κι η ζωή, που εμφανίστηκε με τη μορφή ανελέητου τραπεζικού ιδρύματος, γίνεται στο τέλος συνένοχος και εραστής. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τιμήσουμε το δάνειο — είτε με την νηφάλια αρετή είτε με την διονυσιακή ακρότητα — έτσι ώστε, όταν φτάσει η ώρα του απολογισμού, να μη μας μετρήσουν σε νομίσματα αλλά σε λάμψεις.

Δημήτρης Βίκτωρ

……………………………………………………………………………

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Δάνειο ζωής

Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
σταγόνες χρόνου, σκιές, πλεούμενα όνειρα
τ
 απλώνουμε σε πάγκους ταπεινής λογιστικής·
με ήσυχους κόμπους δαχτύλων μετρ
άμε
πόσο φως χωρά στον κόκκο ενός ρολογιού.

«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
δεν έφυγε—απλώς
επέστρεψε εκεί όπου πάντοτε ανήκε».

Τίποτε δεν γράφεται στο όνομά μας
κάτω απ’ το τεφρό χαμόγελο
το δάνειο τρεμοπαίζει σαν κέρμα
στο χέρι ενός παιδιού:
θα γυρίσει στον τραπεζίτη
ή θα γίνει σφεντόνα
τραγούδι, θραύσμα παρ
άθυρου.

Τότε ο Νίτσε γελά και λογαριάζει.
Το ποσοτικό γίνεται ουρλιαχτό
μηδενικά πετούν σαν σπίθες
από σφυρήλατο αμόνι.
«Ξόδεψε τον εαυτό σου», κραυγάζει·
«μετέτρεψε τον τόκο σε γιορτή».

Μονάχα τότε ο θάνατος σκύβει
τα νομίσματά σου μετρ
ώντας
τα βρ
ίσκει χρυσόσκονη
ανέφικτη να δεθεί σε πουγκί.

Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
κι εμείς, το μόνο που μπορούμε
είναι να τα σπαταλήσουμε εμπρηστικά
ώσπου ν’ αφήσουμε στη νύχτα
κάτι που καίει σαν άστρο
απόδειξη 
για την αιώνια πληρωμή..

«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
επέστρεψε εκεί ...»

Δημήτρης Βίκτωρ
Αύγουστος - 2018