«Ελληνικόν Έθνος και κάθε έθνος σημαίνει:
Ομάδα ανθρώπων με εσφαλμένη αντίληψη για την
καταγωγή τους και απέχθεια για τους γείτονές τους»
Το έθνος δεν είναι
ένα “φυσικό” δεδομένο, αλλά μια «φαντασιακή κοινότητα» που διαμορφώνεται
ιστορικά, πολιτικά και πολιτισμικά. Ειδικά στη νεωτερική εποχή (18ος-19ος
αιώνας), η έννοια του έθνους συνδέθηκε με την ανάδυση εθνικών κρατών, την
διάδοση τυπογραφίας και τη συσπείρωση των λαών μέσα από κοινούς συμβολισμούς,
μύθους και αφηγήσεις.
Οι εθνικές
κοινότητες αναζητούν συχνά στο παρελθόν τους μια “αψεγάδιαστη” γραμμή καταγωγής
– έναν ή πολλούς ηρωικούς προγόνους, σπουδαία κατορθώματα, γενετική ή
πολιτισμική «καθαρότητα». Όμως, οι ιστορικές έρευνες συχνά δείχνουν πόσο
σύνθετες και ποικιλόμορφες είναι οι ρίζες των λαών. Στην πραγματικότητα, σχεδόν
καμία ανθρώπινη ομάδα δεν έχει «καθαρή», μονολιθική προέλευση.
Παρά τα αδύναμα
σημεία και τις υπερβολές, η κοινή αφήγηση περί καταγωγής συσπειρώνει τα μέλη
ενός έθνους, προσφέροντάς τους αίσθηση συνέχειας και ταυτότητας. Είναι, λοιπόν,
φυσικό πολλοί άνθρωποι να “υπερβάλλουν” ως προς την καταγωγή και τον ηρωισμό
του έθνους τους, καθώς μέσα από αυτήν την πεποίθηση αντλούν υπερηφάνεια ή
συνοχή.
Η φράση μιλά για
«απέχθεια προς τους γείτονες» ως σύμφυτο γνώρισμα κάθε έθνους. Στην πράξη,
είναι αλήθεια ότι τα εθνικά αφηγήματα συχνά περιλαμβάνουν κάποια μορφή
αντιδιαστολής ή ακόμα και αντιπαλότητας προς τις γειτονικές κοινότητες. Αυτός ο
μηχανισμός της «ταυτότητας μέσα από την διαφορά» λειτουργεί ιστορικά ως εξής:
Η συγκρότηση ενός
έθνους βασίζεται σε πολλά διχοτομικά σχήματα, π.χ. «εμείς οι πολιτισμένοι /
εκείνοι οι βάρβαροι», «εμείς οι δίκαιοι / εκείνοι οι επιθετικοί» κ.ο.κ. Οι
εθνικές ιστοριογραφίες συχνά παρουσιάζουν μεροληπτικά τις συγκρούσεις με τους
“άλλους”, ενισχύοντας δυσμενείς στερεοτυπικές απεικονίσεις των γειτονικών λαών.
Παράλληλα, δεν
είναι σπάνιο φαινόμενο οι λαοί να τείνουν να προβάλλουν τον εαυτό τους ως θύμα
(ήρωες που αδικήθηκαν από τους ξένους) και τους άλλους ως θύτες. Αυτό
δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο καχυποψίας και εθνικιστικών παθών.
Μέσα σ’ αυτό το
κλίμα, η ρητορική του μίσους ή της ξενοφοβίας μπορεί να καλλιεργηθεί
ευκολότερα, ιδίως σε περιόδους πολιτικών ή κοινωνικών εντάσεων. Η «απέχθεια»
προς τους γείτονες δεν είναι, βέβαια, προδιαγεγραμμένη· αποτελεί, ωστόσο, ένα
ιστορικό μοτίβο που, δυστυχώς, αναβιώνει σε διάφορες στιγμές.
Το απόφθεγμα
χαρακτηρίζει την αντίληψη για την καταγωγή ως «εσφαλμένη», αλλά θα μπορούσαμε
να τη χαρακτηρίσουμε και «μυθοποιημένη». Στην περίπτωση του Ελληνικού έθνους, η
αναγωγή στην κλασική αρχαιότητα και στους “αιώνιους” δεσμούς με την αρχαία
Ελλάδα λειτουργεί συχνά ως ιδεολογικό θεμέλιο για τη σύγχρονη εθνική ταυτότητα.
Όπως και σε κάθε άλλο έθνος, όμως, ο μύθος μπλέκει με την πραγματική ιστορία
και διαμορφώνει ένα σύνθετο πολιτισμικό αφήγημα.
Από φιλοσοφικής
άποψης, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε πώς αυτές οι «εσφαλμένες» ή ατελώς
ιστορικές πεποιθήσεις σχηματίζουν την «κοινή συνείδηση» ενός λαού. Ενδέχεται να
είναι αναγκαίες για την κοινωνική συνοχή, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να γίνουν
πηγή παρεξηγήσεων, φανατισμού και εσωστρέφειας.
Απέναντι στην
απέχθεια ή τον ανταγωνισμό μεταξύ των λαών, πάντα υπήρξαν και ρεύματα που
τόνισαν την αλληλεξάρτηση. Οι πολιτισμοί δεν διαμορφώθηκαν ποτέ σε απομόνωση·
κάθε έθνος υποδέχτηκε επιρροές από τους γείτονές του, άλλοτε μέσω ειρηνικών
επαφών κι άλλοτε μέσω συγκρούσεων. Η ανάδειξη αυτής της διάδρασης μπορεί να
αποδομήσει την απλοϊκή εικόνα της “καθαρής” καταγωγής και να αναδείξει μια πιο
ανοιχτή, “πολυεπίπεδη” εθνική ταυτότητα.
Η γλωσσική
επιρροή, οι τέχνες, τα έθιμα και η διατροφή δείχνουν ότι οι λαοί μετέχουν σε
μια αέναη αλληλοτροφοδότηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι οθωμανικές,
βυζαντινές, βαλκανικές και μεσογειακές επιρροές μαρτυρούν το “πολύχρωμο”
ψηφιδωτό της πολιτισμικής της κληρονομιάς.
Στον
παγκοσμιοποιημένο κόσμο, το να μένουμε στα παλιά μοτίβα εθνικού ανταγωνισμού
και απέχθειας είναι αναχρονιστικό και επιζήμιο. Η διεθνής συνεργασία, η
πολυπολιτισμικότητα και οι κοινές προκλήσεις (π.χ. περιβάλλον, οικονομία) ωθούν
τα έθνη να βρουν νέους τρόπους συνύπαρξης. Ωστόσο, η προδιάθεση για σύγκρουση ή
καχυποψία δεν εξαφανίζεται εύκολα, εφόσον στηρίζεται σε πανάρχαιες ανθρώπινες
φοβίες και μύθους.
Τα εθνικά αφηγήματα βασίζονται σε έναν βαθμό μυθοποίησης της καταγωγής, ενώ
συχνά καλλιεργούν αρνητικά ή έστω ανταγωνιστικά αισθήματα απέναντι σε άλλες
εθνικές κοινότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το έθνος, ως συλλογική ταυτότητα,
στερείται σπουδαιότητας. Σημαίνει, όμως, πως απαιτείται κριτική σκέψη και
ιστορική επίγνωση, ώστε να μην εγκλωβιζόμαστε σε στερεότυπα και προκαταλήψεις
που άλλοτε δηλητηριάζουν τις διακρατικές σχέσεις ή και τη σύγχρονη
πολυπολιτισμική συμβίωση.
Η συνειδητοποίηση
ότι πολλά από όσα θεωρούμε “αυτονόητα” στον εθνικό μας μύθο είναι
κατασκευασμένα ή υπερβολικά, μπορεί να μας βοηθήσει να χτίσουμε μια πιο
ουσιαστική και ανοιχτή εθνική ταυτότητα. Μία ταυτότητα που, αντί να στηρίζεται
στην απόρριψη του διαφορετικού, αναγνωρίζει τη βαθύτερη ενότητα της ανθρώπινης
εμπειρίας και κατανοεί πως τα “σύνορα” δεν είναι παρά τοπικές χαράξεις μέσα
στον απέραντο γεωγραφικό και πολιτισμικό χάρτη.
Δημήτρης Βίκτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου