Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

Ο Κολοκοτρώνης, ο Δήμαρχος – κλητήρας και η «Εξουσία Βλαχάρα»


Τα νεράντζια είναι έτοιμα ανά χείρας για να πέσουν σαν βροχή...

Το πλήθος ουρλιάζει καθώς περιμένει να φανεί ο κλητήρας που πριν ήταν δήμαρχος. Είναι όλοι στριμωγμένοι στο σταυροδρόμι απέναντι από τα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης.

Η αστυνομία έκλεισε τους γύρω δρόμους για να αποφύγει τα επεισόδια. Αλλά που να συγκρατηθεί τόσο πλήθος. Εκείνο που κατάφερε είναι να τοποθετήσει τα μεγάλα κάγκελα δεξιά και αριστερά του δρόμου ώστε να μην πλησιάσει κανείς τον πρώην αθληταρά και στη συνέχεια πρώην δήμαρχο, αγαπημένο της Νέας Σουμάδας και του πρωθυπουργού Αντώνη Καραμαρά.

Τους εκπροσώπους της εκκλησίας τους άφησαν ελεύθερους γιατί αυτοί είναι οι πιστοί υποστηρικτές του. Μάλιστα κάποιος από αυτούς φώναξε ότι, και τον Κολοκοτρώνη τον έστειλαν άδικα στη φυλακή!...

Έτσι, όλοι οι αγανακτισμένοι στριμώχτηκαν στο επόμενο σταυροδρόμι και περιμένουν με τα νεράντζια στα χέρια για να τα ρίξουν συγχρονισμένοι, μόλις θα ξεμυτίσει ο ...μεγάλος.

Δεν θα καταφέρουν βέβαια να τον πλησιάσουν για να τον ακουμπήσουν, αλλά είναι σίγουρο ότι τα νεράντζια θα κάνουν την δουλειά τους...
Ο χρόνος κυλάει αργά, όλοι είναι ανυπόμονοι.
Βγαίνουν και κάτι συνθήματα:
«Γεωργόπουλε παπά, Γεωργόπουλε παπά, τα έφαγες όλα τα λεφτά!».

 Ξαφνικά γίνεται μια αλλόκοτη αναταραχή, σημάδι ότι έφτασε η πολυπόθητη στιγμή και ότι ο κλητήρας και πρώην δήμαρχος θα καταφθάσει δεμένος και σκυφτός. Όλοι καρφώνουν το βλέμμα τους στη γωνία από όπου θα φανεί.

Τα χέρια με τα νεράντζια παίρνουν θέση. Θέλουν όλοι να συγχρονιστούν ώστε το πασάλειμμα να είναι ξαφνικό και γιγάντιο. Όλων τα μάτια εστιάζουν στη γωνία και νά, επιτέλους, φαίνονται οι πρώτοι της συνοδείας και σε λίγο φαίνεται και ο... Κολοκοτρώνης!!!

Ναι! Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο ήρωας, με την στολή του, τα φυσεκλίκια και τις κουμπούρες στη μέση! Φοράει και την ωραία κόκκινη περικεφαλαία με τον μεγάλο άσπρο σταυρό! Είναι αλήθεια!! Τι μοναδικό θέαμα είναι αυτό!!

Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης εδώ;

Και καθώς η ιστορία επαναλαμβάνεται, τον ξαναπηγαίνουν πάλι στη φυλακή; Μα είναι δυνατόν; Δεν μπορεί να επιτραπεί να ξανασυμβεί αυτό! Δεν είναι δυνατόν να ξαναπάει αυτός ο γίγαντας αδίκως, ξανά μέσα στη φυλακή...

Όλοι μένουν παγωμένοι με τα νεράντζια στα χέρια τους. Νοιώθουν ένα δέος και μία ανατριχίλα διαπερνάει τα σώματά τους. Τα μάτια βουρκώνουν, οι ενοχές είναι μεγάλες και ανυπόφορες. Μα πως έγινε αυτό; Ποιος παγίδευσε όλον αυτό τον συνειδητοποιημένο πληθυσμό και παρ' ολίγον να διαπράξει ένα τόσο εξευτελιστικό και απεχθές έγκλημα κατά του Μεγάλου Έλληνα και ήρωα, και μάλιστα για μία ακόμη φορά μέσα στην ιστορία;

 Το παράξενο σκηνικό διαρκεί και ο χρόνος κυλάει βασανιστικά αργά...

Ο Κολοκοτρώνης, με βήμα αγέρωχο, περνάει από μπροστά τους και η απογοήτευση, η ανείπωτη θλίψη είναι ζωγραφισμένη στο ολύμπιο πρόσωπό του και διακρίνεται κάτω από τα πολλά γένια και τα αρειμάνια μουστάκια του. Η άσπρη φούντα ανεμίζει πίσω από την περικεφαλαία στο λιγοστό αεράκι, κάνοντας την όλη παρουσία ένα έργο τέχνης, από τα σπάνια!

Τα σώματα του πλήθους τρέμουν από την συγκίνηση και από τα χέρια τους αρχίζουν να ξεφεύγουν τα νεράντζια κάτω στο έδαφος και να κατρακυλούν εδώ και εκεί. Γεμίζει το έδαφος από τα νεράντζια αλλά ποιος να δώσει σημασία σε αυτό;

Όλοι βουβοί, ακολουθούν με την κίνηση του κεφαλιού τους, την συγκλονιστική σιλουέτα που κατευθύνεται προς την μπλε κλούβα, που έχει τα πυκνά σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα. Όλοι θέλουν να φωνάξουν, να κραυγάσουν ενάντια στην φοβερή αδικία που συντελείται μπροστά στα μάτια τους. Κανείς όμως δεν κάνει την αρχή. Δεν υπάρχει η δύναμη ακόμα!

Η έκσταση κυριαρχεί. Η σιωπή είναι η ανώτατη έκφραση του σεβασμού.

Ο Κολοκοτρώνης περπατάει αργά, σταθερά και κατευθύνεται προς την πόρτα της κλούβας. Μετράει τα βήματά του με ακρίβεια. Γνωρίζει πως γράφει ιστορία. Ανεβαίνει το πρώτο σκαλί, το δεύτερο και προχωράει στο εσωτερικό της κλούβας.

Τα συγκλονισμένα βλέμματα ακολουθούν την κάθε κίνηση του μεγάλου ήρωα. Οι καυτοί κόμποι των δακρύων γεμίζουν τα ορθάνοικτα μάτια. Όλοι τα αφήνουν να τρέξουν ελεύθερα και να πυρωθούν τα μάγουλα…

Κυριαρχεί η απόλυτη σιωπή! Μια απέραντη, πρωτόγνωρη σιωπή!

Ο Κολοκοτρώνης κάθεται με αργή κίνηση στο δεύτερο κάθισμα, κοντά στο παράθυρο με τα σίδερα. Το θέαμα είναι αποκρουστικό! Ο Γέρος του Μωριά με την περικεφαλαία, μέσα στην κλούβα με τα σιδερένια κάγκελα στο παράθυρο, σαν κοινός εγκληματίας!

Σαν κανένας πολιτικός, πρωθυπουργός ή υπουργός ή γραμματέας ή διευθυντής εφορίας και πολεοδομίας ή δήμαρχος ή εκπρόσωπος με κατάχρηση εξουσίας, από εκείνους που κλέβουν τα χρήματα που τους εμπιστεύεται η πολιτεία!

Τι τραγωδία είναι αυτή! Πότε θα τελειώσει αυτή η αρχαία ελληνική τραγωδία;

 Το αυτοκίνητο παίρνει εμπρός και ο θόρυβος μαζί με τον καπνό που βγαίνει από την εξάτμιση είναι αυτό που κάνει το σκηνικό να αλλάξει έστω για λίγο. Τα μάτια όλων είναι σταθερά καρφωμένα στον γίγαντα ήρωα. Όλοι συνωστίζονται όπως-όπως στα πλάγια της κλούβας για να αντικρίσουν για τελευταία φορά την μεγαλειώδη μορφή.
Να χαραχτεί στην μνήμη η σπάνια σκηνή, η μοναδική!

Το αυτοκίνητο ξεκινάει με μεγάλη δυσκολία καθώς ο οδηγός προσέχει ώστε να το οδηγήσει μέσα από το πυκνό πλήθος. Τα καταφέρνει με προσοχή και το μπροστινό μέρος της κλούβας επιτέλους ξεκολλάει από τον ανθρώπινο κλοιό. Η συγκίνηση είναι στην κορύφωσή της τώρα! Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμια.
Οι ανάσες βαριές!...

Ο Κολοκοτρώνης, πάντα σιωπηλός και ανέκφραστος, κοιτάζει εμπρός του. Ξέρει ότι όλων τα βλέμματα τον καρφώνουν.

Μόλις η κλούβα απελευθερώνεται από το ανθρώπινο τείχος και ο οδηγός βάζει την δεύτερη ταχύτητα, αυτός ξαφνικά, με μία κίνηση βγάζει την περικεφαλαία από το κεφάλι του και την πετάει με νεύρα στο δίπλα κάθισμα! 

Αμέσως, με μία δεύτερη κίνηση τραβάει από το πρόσωπό του και ξεκολλάει τις πυκνές γκρίζες τρίχες και τα μουστάκια!! Γυρίζει δεξιά του και κοιτάζει έξω τον εκστασιασμένο λαό. Σκάει και ένα μικρό, γλοιώδες χαμόγελο!

Όλοι παρακολουθούν παγωμένοι!

Ξαφνικά ακούγεται μια δυνατή, διαπεραστική, στεντόρεια κραυγή:

«Αυτός είναι! Ο Παπαγεωργόπουλος! Αυτός είναι!».

Η αφύπνιση έρχεται σαν αστραπή! Ηλεκτρίζεται η ατμόσφαιρα!

 Φωνές μπερδεμένες κυριαρχούν:

«Αυτός είναι! Αυτός! Αυτός! Ο δήμαρχος! Μασκαρεύτηκε για να γλυτώσει!»

«Α! Τον μασκαρά!».

Πανικός! Παντζουρλισμός! Ο ένας αρχίζει να σπρώχνει τον άλλον σκύβοντας ώστε να προλάβει να πάρει από κάτω τα νεράντζια! Όσο πιο πολλά νεράντζια! Η κλούβα μουγκρίζει και προσπαθεί να αναπτύξει ταχύτητα. Τα καταφέρνει με δυσκολία.

Όλοι σκύβουν όπως-όπως και μέσα στις φωνές και τις κραυγές της αγανάκτησης, αρχίζουν να εκσφενδονίζουν με μανία τα νεράντζια.

Ο Παπαγεωργόπουλος συνεχίζει να γελάει και κουνάει και το αριστερό του χέρι τώρα, χαιρετώντας!!

Τα νεράντζια πολλά μαζί, όλα μαζί, πέφτουν επάνω στην κλούβα και σκάζοντας κολλούν παντού, στα παράθυρα, στα πλάγια, σε όλο το μήκος. Σκαλώνουν στα κάγκελα. Τρέχουν τα πηκτά ζουμιά! Άλλοι πατούν τα νεράντζια που είναι κάτω, άλλοι γλιστρούν, πέφτουν και γίνονται σωρός και ύστερα άλλοι από πάνω τους. Νεράντζια και άνθρωποι όλα μαζί!...

Το αυτοκίνητο μουγκρίζει και απομακρύνεται, πλήθος συνεχίζει να τρέχει πίσω του χρωματίζοντάς το από μπλε χρώμα σε… νεραντζί!

Καταφέρνει να στρίψει στην γωνία, ύστερα στην άλλη και χάνεται στο βάθος του δρόμου, ενώ ξωπίσω οι τελευταίοι λαχανιασμένοι εγκαταλείπουν την προσπάθεια βρίζοντας και αγκομαχώντας.

Εκεί, στην επόμενη πλατεία, μια παρέα τουριστών βλέπει το παράξενο χρωματιστό όχημα, καθώς κάνει τον κύκλο πριν βγει στον ανοικτό δρόμο. Όλοι τους ο ένας μετά τον άλλον, μέσα σε πανικό ενθουσιασμού, βγάζουν τα κινητά και αρχίζουν να το φωτογραφίζουν... Γράφουν την ιστορία...

 Από μακριά ακούγεται ο ήχος μιας παλιάς γνήσιας ελληνικής λατέρνας…

Το τραγούδι είναι, όπως πάντα, το μακρύ ζεϊμπέκικο της
«Εξουσίας Βλαχάρας».

Γυρίζει τον γλυκό της ήχο ξανά και ξανά, επαναλαμβάνοντας την δική της ιστορία… και την ιστορία όλων… Όλων μας!...

 Δημήτρης Βίκτωρ


( Τα υπόλοιπα στο βιβλίο μου «Εξουσία Βλαχάρα»).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου