"Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε"
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή· κι όπως κάθε αγαθό που παραμένει για
λίγο στα χέρια μας, έτσι κι αυτά δεν είναι ποτέ αποκλειστικά κτήμα αλλά
πρόσκαιρη εναπόθεση. Ο κόσμος δεν μας ανήκει· μόνον η χρήση του περνά για μια
στιγμή από το πεδίο της προαίρεσής μας. Άρα το πρώτο καθήκον είναι η νηφάλια
επίγνωση: να μην ταυτίζουμε την αξία μας μ’ εκείνο που μπορεί αύριο να
ανακληθεί.
Ό,τι έρχεται,
έρχεται ως δάνειο· ό,τι φεύγει, φεύγει ως φυσική εκκαθάριση. Μέσα σ’ αυτή την σιωπηλή λογιστική του Κόσμου δεν απομένει παρά να
ασκηθούμε στην ελευθερία από τα εξωτερικά, να χτίσουμε τον εσωτερικό χαρακτήρα
ώστε, όταν η ζωή ζητήσει πίσω τα χρήματά της, να μην παραδώσουμε κι εμείς τον
εαυτό μας μαζί.
Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε τα
δανεισμένα αγαθά με αρετή: να μην αφήσουμε τον φόβο τής απώλειας να
ακρωτηριάσει την λογική· να μην επιτρέψουμε στον πλούτο ή στην φτώχεια να παρεισφρήσουν στο κέντρο της ψυχής μας. Εκεί όπου η
θέληση αρκείται στην αρετή, η απώλεια μεταμορφώνεται σε φυσικό συμβάν, όπως ο
άνεμος που σβήνει ένα φως το οποίο δεν άναψα εγώ ο ίδιος. Αυτή η γαλήνη — όχι
αδράνεια, αλλά πράξη συμφιλίωσης — είναι η ύψιστη ανθρώπινη δυνατή απάντηση
στην παροδικότητα.
Κι όμως, κάποια στιγμή η
γαλήνη αυτή συγκρούεται μ’ ένα άλλο κάλεσμα — το πάθος της δημιουργίας, την δίψα να χαράξουμε παραπανίσια σημάδια πάνω στο
αντίγραφο που λάβαμε. Ο Νίτσε θα γελούσε με την ιδέα ότι είμαστε απλοί λογιστές
ενός κοσμικού δανείου∙ θα μας καλούσε να γίνουμε σπάταλοι, όχι με τα πράγματα
αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε», θα
έλεγε, «είναι να ανατρέψουμε τον πίνακα ισολογισμού, να μετατρέψουμε το
χρέος σε χορό». Αν ο Στωικός προτάσσει την αυτάρκεια, ο Νιτσεϊκός
άνθρωπος προτάσσει τη μεταμόρφωση: την θέληση να πλάσει νέες αξίες απ’ αυτό το ίδιο το δανεικό υλικό.
Ό,τι μας παραχωρεί η ζωή δεν είναι πια απλώς ενέχυρο άνευ συναισθημάτων·
είναι άμορφη ύλη που αναμένει την σφραγίδα της δημιουργικής μας βούλησης. Να λοιπόν η δεύτερη
ανάγνωση του αποσπάσματος: παίρνουμε τα δάνεια, αλλά το μόνο που μπορούμε — και
οφείλουμε — είναι να τα υπερχειλίσουμε, να τα κάνουμε γιορτή, να τα
μεταστρέψουμε σε προσωπικούς μύθους. Ο κόσμος μάς διαθέτει λίγες στιγμές, λίγη
σάρκα, λίγη φωνή· εμείς τις πολλαπλασιάζουμε μέσα από την ποίηση, το γέλιο, τον
έρωτα και την τραγική χαρά. Δεν επιστρέφουμε το κεφάλαιο ανέπαφο· το
επιστρέφουμε φλεγόμενο από υπεραξία, σαν ακριβό κρασί που ζύμωσε η φωτιά του
πνεύματος.
Έτσι το αρχικό στωϊκό
«δέξου» συναντά το νιτσεϊκό «γίνε»· κι η ζωή, που εμφανίστηκε με τη μορφή
ανελέητου τραπεζικού ιδρύματος, γίνεται στο τέλος συνένοχος και εραστής. Το
μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τιμήσουμε το δάνειο — είτε με την νηφάλια αρετή είτε με την διονυσιακή ακρότητα — έτσι ώστε, όταν φτάσει η ώρα του απολογισμού,
να μη μας μετρήσουν σε νομίσματα αλλά σε λάμψεις.
Δημήτρης Βίκτωρ
……………………………………………………………………………
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Δάνειο ζωής
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
σταγόνες χρόνου, σκιές, πλεούμενα όνειρα
τ’ απλώνουμε σε πάγκους ταπεινής λογιστικής·
με ήσυχους κόμπους δαχτύλων μετράμε
πόσο φως χωρά στον κόκκο ενός ρολογιού.
«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
δεν έφυγε—απλώς
επέστρεψε εκεί όπου πάντοτε ανήκε».
Τίποτε δεν γράφεται στο όνομά μας
κάτω απ’ το τεφρό χαμόγελο
το δάνειο τρεμοπαίζει σαν κέρμα
στο χέρι ενός παιδιού:
θα γυρίσει στον τραπεζίτη
ή θα γίνει σφεντόνα
τραγούδι, θραύσμα παράθυρου.
Τότε ο Νίτσε γελά και λογαριάζει.
Το ποσοτικό γίνεται ουρλιαχτό
μηδενικά πετούν σαν σπίθες
από σφυρήλατο αμόνι.
«Ξόδεψε τον εαυτό σου», κραυγάζει·
«μετέτρεψε τον τόκο σε γιορτή».
Μονάχα τότε ο θάνατος σκύβει
τα νομίσματά σου μετρώντας
τα βρίσκει χρυσόσκονη
ανέφικτη να δεθεί σε πουγκί.
Παίρνουμε όσα μας δανείζει η ζωή·
κι εμείς, το μόνο που μπορούμε
είναι να τα σπαταλήσουμε εμπρηστικά
ώσπου ν’ αφήσουμε στη νύχτα
κάτι που καίει σαν άστρο
απόδειξη για την αιώνια πληρωμή..
«Μην πενθείς ό,τι φεύγει
επέστρεψε εκεί ...»
Δημήτρης Βίκτωρ
Αύγουστος
- 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου