Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Περί αφανισμού του ανθρώπου

«Οι θρησκείες θα αφανίσουν τον άνθρωπο. Οι εκκλησίες το κάνουν με συνεργούς τους θεούς»

Ο άνθρωπος γεννιέται μέσα σε έναν κόσμο που δεν του ανήκει· έναν κόσμο που προϋπήρχε και θα υπάρχει μετά από αυτόν. Το μόνο που μπορεί να κατέχει είναι η στάση του απέναντι στα πράγματα — η νηφάλια αποδοχή του αναπόφευκτου και η εσωτερική πειθαρχία που του επιτρέπει να παραμένει ακέραιος, ακόμη και όταν όλα γύρω του καταρρέουν. Μέσα σε αυτή τη γαλήνια κατανόηση του πεπερασμένου, ο άνθρωπος θα μπορούσε να βρει την ελευθερία του. Όμως αντί να στραφεί προς τα μέσα, φοβήθηκε το σκοτάδι του και το βάφτισε Θεό. Έτσι γεννήθηκαν οι θρησκείες: όχι ως μονοπάτι σοφίας, αλλά ως καταφύγιο του φόβου.

Οι θρησκείες υποσχέθηκαν λύτρωση, μα στην πραγματικότητα έσπειραν εξάρτηση. Υποσχέθηκαν φως, μα οδήγησαν τον νου σε αιώνια τύφλωση. Ο άνθρωπος, αντί να σταθεί απέναντι στο άγνωστο με ανδρεία και νηφαλιότητα, προτίμησε να γονατίσει και να ζητήσει άφεση από δυνάμεις που ο ίδιος φαντάστηκε. Αυτή η πράξη γονυκλισίας ήταν το πρώτο του πνευματικό έγκλημα: παρέδωσε τη συνείδησή του, τη μόνη αληθινή του εξουσία. Από εκεί και πέρα, δεν σκεφτόταν — απλώς πίστευε. Δεν ρωτούσε — αποδεχόταν. Δεν ζούσε — περίμενε.

Οι εκκλησίες πήραν αυτή την ανθρώπινη αδυναμία και την έκαναν σύστημα. Οργάνωσαν τον φόβο, έβαλαν τιμή στην ενοχή, θεσμοθέτησαν τη δουλεία της ψυχής. Δεν χρειάζονται πια μαστίγια· ο άνθρωπος αυτομαστιγώνεται. Δεν χρειάζεται να σκοτώσουν· ο πιστός σκοτώνει για λογαριασμό τους. Έστησαν παλάτια πάνω στην απελπισία και έβαλαν τον ουρανό να τους χρηματοδοτεί. Έφτιαξαν μια μηχανή που παράγει νομοταγείς υπηκόους και ονομάζουν αυτό σωτηρία. Είναι οι αρχιτέκτονες ενός κόσμου όπου η υπακοή βαφτίζεται αρετή και η ελευθερία αμαρτία.

Μα ο άνθρωπος που σκύβει για να σωθεί, δεν σώζεται — εξαφανίζεται. Οι θρησκείες δεν θα χρειαστεί να τον σκοτώσουν· θα τον αδειάσουν από μέσα, ώσπου να γίνει σκιά χωρίς κρίση, σώμα χωρίς φωνή, πλάσμα χωρίς θέληση. Όποιος φοβάται να κοιτάξει το χάος, γίνεται το χάος του ίδιου του φόβου του. Ο θάνατος του ανθρώπου δεν είναι η σάρκα που σαπίζει, αλλά το πνεύμα που παραιτείται από τη δύναμη να σκέφτεται μόνο του.

Κι όμως, κάπου εκεί, μέσα στα ερείπια των ναών και των ύμνων, μπορεί ακόμη να ακουστεί μια φωνή — όχι προσευχής, αλλά εξέγερσης. Είναι η φωνή του ανθρώπου που θυμάται ότι δεν χρειάζεται θεούς για να σταθεί όρθιος. Δεν ζητά πλέον σωτηρία· απαιτεί αυτογνωσία. Δεν προσκυνά τον ουρανό· τον κατακτά. Εκεί αρχίζει η αναγέννηση: όταν η πίστη καίγεται και μένει μόνο η φλόγα της βούλησης.

Ο αληθινός άνθρωπος δεν γονατίζει· στέκεται. Δεν δέεται· δημιουργεί. Δεν φοβάται το άπειρο· το κατοικεί. Κι αν κάποτε οι θρησκείες τον αφανίσουν, θα το κάνουν γιατί ο ίδιος τους έδωσε το δικαίωμα. Μα εκείνος που θα σηκωθεί απ’ τα ερείπια τους, θα είναι πάλι ο άνθρωπος — μόνος, ελεύθερος, απειλητικά ζωντανός.

Δημήτρης Βίκτωρ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου