«Ο
αριστερός πιστεύει πως είναι ηθικά ανώτερος.
Ο δεξιός
πιστεύει πως είναι διανοητικά ανώτερος.
Όποιος
πιστεύει, είναι ή ηλίθιος ή απατεών»
Το παραπάνω απόφθεγμα εκφράζει με
αιχμηρό και προκλητικό τρόπο μια κριτική για τις πολιτικές “ταυτότητες” – ή για
την ακρίβεια, για τους ανθρώπους που τις ασπάζονται τυφλά. Ταυτόχρονα, θέτει
υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της πίστης σε μια πεποίθηση, υπονοώντας ότι
ο ισχυρός δογματισμός μπορεί είτε να προδίδει αφέλεια (ηλιθιότητα) είτε να
εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς (απατεωνιά).
Η φράση «Ο αριστερός πιστεύει πως είναι
ηθικά ανώτερος» στηλιτεύει την τάση πολλών ανθρώπων με αριστερές αντιλήψεις να
θεωρούν ότι η βάση των πεποιθήσεών τους (δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ισότητα)
καθιστά αυτομάτως τον χαρακτήρα τους “ανώτερο” σε σχέση με τους αντιπάλους
τους. Στον αντίποδα, «Ο δεξιός πιστεύει πως είναι διανοητικά ανώτερος» θίγει
ένα άλλο κλασικό στερεότυπο: ότι η συντηρητική ή φιλελεύθερη σκέψη αντανακλά,
δήθεν, μεγαλύτερη ορθολογικότητα ή “ρεαλισμό” σε σχέση με τον ιδεαλισμό της
Αριστεράς.
Κάθε πολιτικός χώρος, μέσα από την
ιστορική του εξέλιξη και τα κείμενά του, τείνει να υπερτονίζει τις αρετές του
και να υποτιμά τις αδυναμίες του. Έτσι, ο αριστερός προβάλλει πως νοιάζεται
περισσότερο για τον άνθρωπο και την κοινωνική δικαιοσύνη (άρα, ηθική
ανωτερότητα), ενώ ο δεξιός θεωρεί πως ο ρεαλισμός και η έμφαση στην ατομική
ευθύνη και την ελευθερία (ή τη “φυσική τάξη”) δείχνουν περισσότερη “εξυπνάδα” ή
τετράγωνη λογική (άρα, διανοητική ανωτερότητα).
Η αντίληψη περί “ανωτερότητας” είτε
ηθικής, είτε διανοητικής, είναι συχνά προϊόν ρητορικών απλουστεύσεων,
σχεδιασμένων να τονώσουν την αυτο-εκτίμηση της ομάδας και να αυξήσουν τη
συσπείρωση των οπαδών της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κάθε παράταξη βλέπει την
άλλη υπό το φως της “κατωτερότητας”.
Το τρίτο μέρος του αποφθέγματος,
«Όποιος πιστεύει, είναι ή ηλίθιος ή απατεών», σηκώνει μεγάλο βάρος ερμηνείας.
Εδώ, η λέξη “πιστεύει” δεν αφορά απλά μια ελπίδα ή μια προτίμηση, αλλά δείχνει
το δογματικό στοιχείο: την άκαμπτη, τυφλή πεποίθηση.
Αν κάποιος αποδέχεται ανεπιφύλακτα τη
δήθεν ηθική ανωτερότητα της μίας πλευράς ή τη δήθεν διανοητική ανωτερότητα της
άλλης, χωρίς να τη θέτει υπό κριτική, ενδέχεται να παραβλέπει αντιφάσεις, λάθη
ή ιστορικές αποτυχίες. Μια τέτοια αφέλεια μπορεί να ερμηνευτεί ως “ηλιθιότητα”
ή, πιο ήπια, ως πλάνη ή άγνοια.
Υπάρχει όμως και η πιθανότητα της
συνειδητής εκμετάλλευσης του δογματισμού. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο
προβάλλει τη μία “ανωτερότητα” ή την άλλη, προκειμένου να χειραγωγήσει τους
άλλους, να κερδίσει πολιτικό ή κοινωνικό κύρος, ή απλώς να διατηρήσει την
κυριαρχία του. Αυτή η συνειδητή κατάχρηση της πίστης δικαιολογεί τον
χαρακτηρισμό “απατεώνας”.
Αυτό το απόφθεγμα μπορεί να διαβαστεί
ως κυνικό – στο όριο της απαξίωσης κάθε ιδεολογίας. Μερικοί θα πουν ότι “πέφτει
στην παγίδα” ενός μηδενισμού, όπου τίποτα δεν αξίζει και όλα είναι ψεύτικα.
Ωστόσο, ίσως η ουσία βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα σε μια μετρημένη, κριτική
πίστη και σε μια δογματική, αδιάλλακτη πίστη.
Ναι, αρκεί η ιδεολογία (είτε αριστερή,
είτε δεξιά, είτε άλλη) να μην αντιμετωπίζεται ως απόλυτο “πιστεύω”· πρέπει να
υπόκειται σε διαρκή έλεγχο από τη λογική, την εμπειρία και τον διάλογο.
Άλλωστε, οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ξεκινάνε από ιδέες που προκαλούν ρήξη με
την κατεστημένη τάξη. Όταν όμως οι ιδέες γίνονται δόγμα, παύει η γόνιμη
αμφισβήτηση και γεννιέται η αυταρχική βεβαιότητα.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε
ορισμένες αξίες για να δώσει νόημα στη ζωή του. Η ρήση φαίνεται να καταδικάζει
όχι τόσο την ύπαρξη αξιών και ιδεών, όσο την τυφλή, δογματική προσκόλληση σε
αυτές.
Η αίσθηση ότι “ανήκουμε” σε μια
παράταξη και πιστεύουμε στη μοναδική της “ανωτερότητα” προσφέρει ασφάλεια και
ταυτότητα. Μας τοποθετεί σε ένα πλαίσιο, μας δίνει “εχθρούς” και “φίλους” με
σχετική ευκολία. Ωστόσο:
Όταν μια κοινωνική ομάδα θεωρεί εαυτήν
“ανώτερη” (στην ηθική ή τη διανόηση), συχνά καταλήγει σε αλαζονικές
συμπεριφορές, περιθωριοποιεί τους εκτός ομάδας και δεν μπορεί να δει τα δικά
της λάθη. Αυτός είναι ο “κλειστός ναρκισσισμός” της ομάδας, είτε αριστερής είτε
δεξιάς.
Η πεποίθηση “εμείς είμαστε οι καλοί” ή
“εμείς είμαστε οι έξυπνοι” ακυρώνει τη δυνατότητα ουσιαστικής ανταλλαγής
επιχειρημάτων. Ο διάλογος γίνεται ανταγωνισμός για το ποιος θα επικρατήσει,
αντί για αναζήτηση κοινής αλήθειας. Τα συμπεράσματα είναι προειλημμένα, καθώς ο
“άλλος” είναι είτε ανήθικος, είτε “λιγότερο ικανός”.
Το αποφθεγματικό ύφος συχνά παρακάμπτει
τις αποχρώσεις για να προκαλέσει σκέψη ή και ενόχληση. Η προκλητική διατύπωση
«είναι ή ηλίθιος ή απατεών» στοχεύει να ταρακουνήσει όποιον διαβάζει, ώστε να
διερωτηθεί: “Μήπως έχουμε υπεραπλουστεύσει τις απόψεις μας; Μήπως βρίσκουμε
‘παρηγοριά’ σε μια δήθεν ανωτερότητα;”
Η αξία του αποφθέγματος είναι ότι μάς
ζητάει να σκεφτούμε κριτικά τις ίδιες μας τις πεποιθήσεις. Πριν υιοθετήσουμε
κάποιο σχήμα “ανωτερότητας” (ηθικής, πνευματικής, πολιτισμικής κ.λπ.),
καλούμαστε να ελέγξουμε αν βασίζεται σε ουσιαστικά επιχειρήματα ή απλώς σε μια
αυτοαναφορική δικαίωση.
Ίσως η πιο δημιουργική ερμηνεία της
τελευταίας φράσης είναι ότι δεν πρέπει να παγιδευόμαστε στο τυφλό “πιστεύω”,
αλλά να διατηρούμε ανοιχτή τη δυνατότητα αμφιβολίας και έρευνας. Όταν κάποιος
εγκαταλείπει την κριτική σκέψη και αποδέχεται μια πεποίθηση σαν απόλυτο δόγμα,
χάνει ουσιαστικά την επαφή με την πραγματικότητα, γλιστρώντας είτε στην
αφέλεια, είτε στην εκμετάλλευση.
Το απόφθεγμα αυτό είναι, αναμφίβολα,
σκληρό και διατυπωμένο με πρόθεση να σοκάρει. Στην ουσία, όμως, έρχεται να
κρίνει την αλαζονεία που μπορεί να εμφανιστεί τόσο στην αριστερή, όσο και στη
δεξιά σκέψη. Όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε δόγμα ηθικής ή διανοητικής
υπεροχής, διαστρέφεται και οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο αλληλοκατηγοριών, στον
οποίο το πραγματικό περιεχόμενο των ιδεών πάει περίπατο.
Δημήτρης Βίκτωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου