Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

" ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ' --- Βιτριολήςς

" ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΑ " --- Ποίημσ - Σύνθεση: Δημήτρης Βίκτωρ

" ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΑ " - Ποίημα του Δημήτρη Βίκτωρ

Οι Φιλόζωοι των Χριστουγέννων


Έρχονται τα Χριστούγεννα και οι φιλόζωοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ξεχύνονται στους... Nαούς των Kρεοπωλείων και στη Μητρόπολη της Βαρβακείου, για να διαλέξουν αρνάκια, γουρουνάκια. γαλοπούλες και άλλα σφαγμένα σφαχτά, γιατί θα πεινάσουν απ’ τη χαρά τους, λόγω της γέννησης εκείνου του παιδιού!


(Τα σκυλάκια και τα γατάκια τα αποφεύγουν γιατί έχουν σκληρό κρέας, λέει!)


Οι φιλόζωοι!... Πολύ συγκινητικό!...





Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΨΕΥΤΙΚΟΥ

«Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο περισσότερους οπαδούς και θαυμαστές έχει»

Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο τέλεια προσαρμόζεται στα γούστα της μάζας. Το ψεύτικο είναι εύκαμπτο: κόβεται και ράβεται πάνω στις πιο πρόχειρες επιθυμίες, στις πιο χονδροκομμένες φαντασιώσεις. Η αλήθεια αντιστέκεται, δεν δέχεται εύκολα να παραμορφωθεί για να γίνει αρεστή. Γι’ αυτό και συχνά μένει χωρίς κοινό.
Το ψεύτικο, αντίθετα, γεννιέται ήδη ως προϊόν: υπολογίζει εντυπώσεις, συναισθήματα, ανάγκη ταύτισης. Όσο πιο πλήρως υπηρετεί αυτή τη λογική, τόσο πιο πολύ πληθαίνουν οι οπαδοί και οι θαυμαστές του.
Το ψεύτικο λειτουργεί ως παρακαμπτήριος της ευθύνης. Η αλήθεια απαιτεί από τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του χωρίς μακιγιάζ, να αναγνωρίσει ενοχές, μικρότητες, δειλίες. Το ψεύτικο του προσφέρει χάρη χωρίς κρίση: του λέει ότι είναι ήδη αρκετός, ότι φταίνε πάντα οι άλλοι, ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει, μόνο να πιστέψει. Αυτή η απαλλαγή από την αυτοκριτική είναι αφόρητα ελκυστική.
Οι άνθρωποι δεν γίνονται οπαδοί επειδή πείστηκαν από επιχειρήματα, αλλά επειδή βρήκαν μια ιδέα που τους δικαιώνει εκ των προτέρων. Όσο πιο ψεύτικη η ιδέα, τόσο πιο γενναιόδωρα μοιράζει αυτή τη φτηνή δικαίωση.
Κάθε ψεύτικο κατασκεύασμα υπόσχεται απλότητα εκεί όπου η πραγματικότητα είναι σύνθετη. Προσφέρει καθαρές εξηγήσεις, μονοδιάστατους ενόχους, συνταγές για σωτηρία.
Η αλήθεια είναι γεμάτη αποχρώσεις, αντιφάσεις, γκρίζες ζώνες. Η μάζα δεν έχει υπομονή για αυτή την πολυπλοκότητα· θέλει γρήγορα σχήματα που να χωρούν σε συνθήματα, σε εικόνες, σε «μικρές δόσεις» νοήματος.
Το ψεύτικο θριαμβεύει επειδή μπορεί να συμπυκνωθεί χωρίς να χάσει τίποτε – διότι δεν είχε από την αρχή βάθος. Όσο πιο επίπεδο είναι το περιεχόμενο, τόσο πιο εύκολα διαδίδεται.
Το ψεύτικο είναι από τη φύση του θεατρικό. Χρειάζεται σκηνή, φώτα, εντυπωσιασμό. Τρέφεται από ρόλους, σύμβολα, αφηγήματα που αγγίζουν το ένστικτο και παρακάμπτουν τη σκέψη.
Η αλήθεια δεν έχει ανάγκη το θέαμα· συχνά εμφανίζεται άχαρη, ασκητική, χωρίς στολισμούς. Η μάζα εκπαιδεύεται να πιστεύει μόνο ό,τι λάμπει, το ψεύτικο αποκτά προβάδισμα. Μετατρέπεται σε παράσταση, σε μάρκα, σε ταυτότητα. Ο θαυμαστής δεν προσκυνά ένα περιεχόμενο, αλλά ένα στιλιζαρισμένο είδωλο. Όσο πιο ψεύτικο το είδωλο, τόσο πιο ελεύθερο είναι να φορέσει πάνω του τις προβολές όλων.
Το ψεύτικο, τέλος, προσφέρει αυτό που η αλήθεια σπάνια υπόσχεται: αίσθηση συμμετοχής σε κάτι μεγάλο. Ο οπαδός δεν αντέχει τη μοναξιά της ατομικής κρίσης· ζητά να ανήκει σε πλήθος, να μοιράζεται συνθήματα, να χάνεται σε μια κοινή πίστη.
Η αλήθεια ζητά από τον άνθρωπο να σταθεί μόνος απέναντι στον εαυτό του και στον κόσμο. Το ψεύτικο του λέει, «έλα μαζί μας, εδώ δεν θα χρειαστεί να σκεφτείς, μόνο να χειροκροτείς».
Όσο πιο ψεύτικο είναι κάτι, τόσο πιο εύκολα μετατρέπεται σε καταφύγιο για όσους τρέμουν την ελευθερία τους.
Γι’ αυτό και μετρά τους θιασώτες του όχι σε βάθος, αλλά σε αριθμούς.

Δημήτρης Βίκτωρ




Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

Το Πένθος ως Δάσκαλος της Ύπαρξης

«Το πένθος είναι η αφόρητη πληγή που μας διδάσκει το μέτρο της αξιοπρέπειας, της λογικής, της αγάπης.»


Το πένθος δεν είναι παρά η αναπόδραστη συνθήκη της ανθρώπινης μοίρας. Κανείς δεν το διαλέγει, και κανείς δεν το αποφεύγει. Όπως ο πόνος του σώματος δείχνει το όριο της ύλης, έτσι και ο πόνος της ψυχής δείχνει το όριο της καρδιάς. Το πένθος μας φανερώνει το μέτρο: ότι τίποτε δεν ανήκει ολοκληρωτικά σε εμάς, όλα είναι δανεικά, ότι οι δεσμοί που πλέξαμε είναι θνητοί, όπως και εμείς οι ίδιοι. Σε αυτή την αποδοχή δεν υπάρχει παραίτηση· υπάρχει αξιοπρέπεια. Διότι το μεγαλείο του ανθρώπου δεν είναι να νικήσει τον θάνατο, αλλά να σταθεί όρθιος μπροστά του, χωρίς κραυγές, χωρίς υπερβολές, με εκείνη τη σιωπηλή λογική που δαμάζει την τρικυμία.

Κι όμως, το πένθος δεν είναι μόνο σιωπή. Είναι και κραυγή, είναι και παραλήρημα, είναι και τρέλα. Από την πληγή αυτή ξεπηδά η αγάπη σε όλο της το βάθος. Μόνο όταν χάνεις, κατανοείς τι κράτησες. Μόνο όταν απομένεις μόνος, καταλαβαίνεις πόσο βαθιά έζησες με τον άλλον. Το πένθος είναι η αφόρητη άβυσσος, αλλά και η γόνιμη γη· εκεί όπου η ψυχή δοκιμάζεται, εκεί σμιλεύεται μια δύναμη που ούτε ήξερε ότι διαθέτει. Όποιος δεν λύγισε στο πένθος, δεν γνώρισε ποτέ το ύψος της ίδιας του της ύπαρξης.

Ωστόσο, ας μιλήσουμε και για την υποκρισία. Πόσες φορές το πένθος δεν μετατρέπεται σε θέαμα; Σε κοινωνικό καθήκον; Σε μια πομπώδη επίδειξη δακρύων, στεφανιών και μνημοσύνων, που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια της ψυχής; Τότε το πένθος γίνεται ψεύδος: μια μάσκα που φοριέται για τα μάτια των άλλων, μια υποχρέωση που χάνει το ουσιώδες του βάρος. Αυτό το πένθος είναι κενό, στείρο, άψυχο. Είναι ο θάνατος της αλήθειας μέσα στη ζωή.

Μα το γνήσιο πένθος είναι άλλο: είναι εκείνο που δεν χρειάζεται θεατές· είναι η μυστική συνομιλία του ανθρώπου με την απουσία. Αυτό το πένθος δεν εξευτελίζει, δεν προσποιείται· φλέγει, καίει, αλλά και ανυψώνει. Διότι μόνο εκεί, στην έρημο της καρδιάς, ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει ότι το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στο να κρύψει τον πόνο του, ούτε στο να τον επιδεικνύει, αλλά στο να τον μεταμορφώσει σε γνώση, σε αγάπη, σε αξιοπρέπεια, σε δύναμη.

Το πένθος είναι πληγή που δεν κλείνει.
Κι όμως, ακριβώς επειδή δεν κλείνει, γίνεται η πιο βαθιά δίοδος προς την αλήθεια. Δίχως αυτό, θα ζούσαμε επιφανειακά, θα αγαπούσαμε ρηχά, θα παραιτούμασταν από την αναζήτηση του νοήματος.
Το πένθος, στοιχείο της φύσης, μάς διδάσκει πως η ζωή είναι τραγική.
Αυτή η τραγικότητα είναι και η μόνη της δόξα.
Κι εμείς, όντα τραγικά γιατί γνωρίζουμε από ενωρίς για
  το επερχόμενο τέλος, δεμένοι σε αυτήν την δόξα...

Δημήτρης Βίκτωρ

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Περί σκοπού...

«Είμαστε τόσο ασήμαντοι χωρίς σκοπό. Μόνο η αγάπη υποφέρεται· το κυνήγι της, δηλαδή»

Η ύπαρξη, όταν απογυμνωθεί από σκοπό, μοιάζει με μια σιωπηλή έκταση άνευ νοήματος· ένα τοπίο όπου η ψυχή περιπλανιέται χωρίς προσανατολισμό. Ο άνθρωπος, όντας συνειδητός της περατότητάς του, δεν μπορεί να αρκεστεί στο τυχαίο ή στο απλώς βιολογικό. Αναζητά κάτι που να δικαιολογεί το βάρος της επίγνωσης, μια κατεύθυνση που να μετατρέπει το ασήμαντο της καθημερινής ύπαρξης σε συμμετοχή στο όλον. Χωρίς σκοπό, κάθε πράξη καταντά μηχανική, κάθε απόλαυση πρόσκαιρη, κάθε σκέψη μια αντανάκλαση στο κενό. Ο σκοπός δεν είναι εξωτερική εντολή ούτε επιβεβλημένος στόχος· είναι η ίδια η αίσθηση ότι το Είναι βαδίζει προς κάπου, ότι ο πόνος και η προσπάθεια αποκτούν μέτρο και αξία.

Κι όμως, ο μοναδικός σκοπός που αντέχει στην αποσύνθεση των πάντων είναι εκείνος που πηγάζει από την αγάπη. Η αγάπη δεν υπόσχεται λύτρωση· δεν είναι καταφύγιο, αλλά δοκιμασία. Είναι το μόνο πάθος που ο άνθρωπος αποδέχεται να υπομείνει γνωρίζοντας πως θα τον πληγώσει. Επειδή μόνον εκεί, μέσα στο κυνήγι της, αναπνέει αληθινά. Η αγάπη είναι ο αγώνας του πνεύματος να υπερβεί τα όριά του μέσα από έναν άλλον, είναι η παραδοχή της ευθραυστότητας ως δρόμου προς το μεγαλείο. Δεν υποφέρεται η αγάπη καθαυτή, αλλά το αδιάκοπο της αναζήτησής της, η φλόγα που δεν σβήνει ποτέ, επειδή χωρίς αυτήν το Είναι χάνει τον παλμό του.

Ο άνθρωπος που δεν αγαπά ή δεν κυνηγά την αγάπη, βυθίζεται στην αδράνεια μιας ύπαρξης χωρίς πυρήνα. Μα εκείνος που την αναζητά, ακόμη κι αν την χάνει, δημιουργεί. Η αγάπη τον καθιστά ικανό να υπερβεί τον φόβο, να γεννήσει αξίες εκεί που δεν υπάρχουν, να σταθεί μόνος του απέναντι στο χάος και να πει: “Ναι, θα συνεχίσω”. Αυτή η αγάπη δεν είναι ρομαντική, ούτε τρυφερή· είναι δαιμονική, φλογερή, πηγή ζωής και καταστροφής. Είναι το ίδιο το πάθος της ύπαρξης να δημιουργεί νόημα. Όποιος τολμά να την κυνηγήσει, μαθαίνει ότι δεν είναι η κατοχή αλλά το κυνήγι που σώζει. Όχι το τέλος, αλλά η πορεία, όχι η ηρεμία, αλλά η φωτιά που καίει μέσα στο αδιάκοπο της προσπάθειας.

Έτσι, μέσα από την αγάπη –όχι ως συναίσθημα αλλά ως δημιουργική ένταση– ο άνθρωπος αρνείται τη μηδαμινότητά του. Γίνεται ο ίδιος σκοπός, το ίδιο το νόημα που αναζητούσε. Στην αγάπη, η ζωή παύει να είναι κάτι που πρέπει να αντέξει· γίνεται κάτι που αξίζει να καεί.

Δημήτρης Βίκτωρ


#Ποιηση_Βικτωρ

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Η γελοιοποίηση του πένθους

" Το πένθος είναι γυμνό, σιωπηλό, αδυσώπητο. Δεν έχει ανάγκη από θεατές, δεν ζητιανεύει δάκρυα, δεν πουλάει εισιτήρια ". 

Και όμως, η εποχή μας το ξεφτίλισε, το έκανε πανηγύρι λαϊκιστών  και πολιτικάντηδων, το σούβλισε στις κάμερες για να τραφούν οι αχόρταγοι της δημοσιότητας. Η τραγωδία των Τεμπών δεν έγινε μνήμη, έγινε πασαρέλα θρήνου. Εκεί, ανάμεσα στα καμένα βαγόνια και τα σώματα, ξεφύτρωσαν οι καριερίστες του πόνου, οι “δικαιωματιστές του θανάτου”, οι μαυροντυμένοι θιασώτες της αριστερίλας που αντί για σιωπή και τιμή στον νεκρό, φώναζαν για να χωρέσουν στα μικρόφωνα.

Ποιοι είναι αυτοί οι Καρυστιανοί και οι όμοιοί τους; Άνθρωποι που μετατρέπουν την απώλεια σε επάγγελμα. Αντί να πενθούν, διαπραγματεύονται. Αντί να θρηνούν, καμώνονται τους αυτόκλητους μάρτυρες. Μια ζωή διψασμένοι για χειροκρότημα, βρήκαν στον θάνατο την πιο φτηνή σκηνή για την κακοπαιγμένη παράστασή τους. Κι όταν ο πόνος γίνεται υλικό για αυτοπροβολή, δεν είναι πόνος· είναι ματαιοδοξία βαμμένη με μαύρη μπογιά.

Αλλά οι μεγαλύτεροι αλήτες δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι οι γελοίοι πολιτικοί, οι διάφοροι Κωνσταντοπουλαίοι, οι δήθεν προστάτες του λαού και της αλήθειας, οι διάφοροι ειδικοί φαιδροί επιστήμονες, που έκαναν το πένθος λάφυρο. Οι αριστερίζοντες δημαγωγοί, οι καραγκιόζηδες της αντιπολίτευσης, οι επαγγελματίες νεκροθάφτες της εξουσίας, που έτρεξαν πάνω στα κουφάρια για να κερδίσουν ψήφους. Με το γνωστό τους θράσος, πήραν την εθνική πληγή και την έκαναν κομματική αφίσα. Στήθηκαν μπροστά στις κάμερες με πρόσωπο πένθιμο, μα με μάτια που γυάλιζαν από την προσμονή του πολιτικού κέρδους. Δεν είναι πένθος αυτό· είναι πορνεία.

Το πένθος, όμως, δεν είναι κοινό μέτρο. Δεν είναι ούτε παντιέρα ούτε εμπορεύσιμο μέσο. Άλλος σωπαίνει, άλλος σβήνει, άλλος κλείνεται στο σκοτάδι του. Μόνο οι ειλικρινείς πενθούντες ξέρουν το βάρος της σιωπής· δεν φωνάζουν, δεν εμποδίζουν, δεν επιδεικνύουν. Η αξιοπρέπειά τους είναι η μόνη αλήθεια.

Οι υπόλοιποι; Είναι γελοίοι, θλιβεροί θίασοι του εαυτού τους. Τους βλέπεις να ποζάρουν βγάζοντας τον θρήνο σε ζωντανή μετάδοση, στήνοντας οδοφράγματα όχι από οδύνη αλλά από ματαιοδοξία. Ο θάνατος έγινε σκηνικό κιτσαρίας για την καριέρα τους. Αυτοί δεν πενθούν· αυτοί κάνουν δημόσιες σχέσεις. Και το πιο τραγικό; Τους πιστεύει ένα κομμάτι κοινωνίας που ακόμα χειροκροτά το δήθεν, που θέλει το δάκρυ να έχει σπόνσορα και το αίμα να έχει λογότυπο.

Η γελοιοποίηση του πένθους είναι η απόδειξη ότι δεν ξέρουμε πια να τιμούμε ούτε τον θάνατο ούτε την ζωή. Οι πραγματικά νεκροί δεν είναι στα Τέμπη. Είναι ανάμεσά μας. Είναι εκείνοι που κάνουν τον πόνο τους σημαία για να χωρέσουν στη φωτογραφία. Εκείνοι που ξεπουλάνε τον θρήνο για λίγη αναγνώριση. Εκείνοι που δεν σιώπησαν ποτέ, γιατί χωρίς το θέαμα του θανάτου θα ήταν πάλι αυτό που ήταν πάντα: Το απόλυτο Τίποτα...

Δημήτρης Βίκτωρ

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

Ο Πόνος ως Πολιτικό Εμπόρευμα

Η Αισχρή Εκμετάλλευση της Ανθρώπινης Δυστυχίας

Η ανθρώπινη δυστυχία υπήρξε ανέκαθεν ένα φτηνό αλλά αποτελεσματικό πολιτικό εργαλείο. Ο πόνος, το πένθος, η απώλεια, όλα μετατρέπονται σε πρώτης τάξεως εμπορεύματα στο αδηφάγο παζάρι της εξουσίας. Σαν ύαινες που σέρνονται γύρω από τα κουφάρια της καταστροφής, οι πολιτικοί—οι κυνικοί έμποροι της ανθρώπινης οδύνης—δεν διστάζουν να μετατρέψουν τη δυστυχία σε προπαγάνδα, σε ρητορικά όπλα, σε μέσα για την εδραίωση της δύναμής τους.

Ο Πόνος ως Σκηνικό για τη Φαρισαϊκή Πολιτική

Η στρατηγική είναι πάντα η ίδια: εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου για την κατασκευή ενός πολιτικού αφηγήματος που εξυπηρετεί την εξουσία. Όταν μια τραγωδία συμβεί, είτε πρόκειται για φυσική καταστροφή, είτε για τρομοκρατική επίθεση, είτε για δυστύχημα, είτε για μια κοινωνική αδικία, οι πολιτικοί σπεύδουν να «οικειοποιηθούν» τον θρήνο. Τους βλέπουμε να περιφέρονται με αυστηρό ύφος, με χειρονομίες γεμάτες δήθεν ευαισθησία, να εκφωνούν λόγους υποκριτικής συμπόνιας και να υπόσχονται αλλαγές που ποτέ δεν έρχονται.
Και το χειρότερο; Ο πόνος δεν χρησιμεύει απλώς ως σκηνικό για την προβολή της πολιτικής τους περσόνας. Χρησιμοποιείται ως όπλο για τη χειραγώγηση του λαού. Τον τροφοδοτούν με οργή επιλεκτική, του δείχνουν ποιον να μισήσει, τον στρέφουν εναντίον κατασκευασμένων εχθρών. Η λογική θολώνει, το συναίσθημα γίνεται εργαλείο και, πριν το καταλάβει κανείς, ο ανθρώπινος πόνος έχει μετατραπεί σε μέσο πολιτικής κυριαρχίας. Η ουσία ξεχνιέται, καλπάζει το ψεύδος, η υπερβολή και η φήμη.

Το Άδικο Πένθος ως Πολιτική Ευκαιρία

Δεν υπάρχει τίποτα πιο βρώμικο από το να βλέπεις μια παράταξη να «πουλάει» πένθος. Οι νεκροί γίνονται σύμβολα όχι για να τιμηθούν, αλλά για να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Στημένες ειδήσεις σε τηλεοπτικά πάνελ από δημοσιογράφους που ενδιαφέρονται μόνον για την προβολή τους και την τηλεθέαση, αδιαφορώντας για το κακό που δημιουργούν στο κοινωνικό σύνολο. Πορείες που καθοδηγούνται από επαγγελματίες της προπαγάνδας, δάκρυα που έχουν προγραμματιστεί να χυθούν μπροστά στα μικρόφωνα. Κάθε θάνατος γίνεται εργαλείο πόλωσης. Δεν έχει σημασία η πραγματική ζωή του χαμένου ανθρώπου· αυτό που μετράει είναι πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μνήμη του για πολιτικό κέρδος.

Η υποκρισία αποκαλύπτεται όταν δει κανείς πώς αυτοί οι ίδιοι πολιτικοί, που κλαίνε δημοσίως για τις τραγωδίες, αδιαφορούν πλήρως για τις συστημικές αιτίες που τις προκαλούν. Δεν τους ενδιαφέρει να προλάβουν το κακό· τους ενδιαφέρει μόνο να το εκμεταλλευτούν όταν συμβεί.

Η Δύναμη του Φόβου και της Θυματοποίησης

Η πολιτική εκμετάλλευση του πόνου δεν περιορίζεται μόνο στο πένθος και τις τραγωδίες. Ολόκληρες κοινωνίες κρατούνται σε κατάσταση διαρκούς φόβου, με την αίσθηση ότι είναι θύματα. Οι πολιτικοί λατρεύουν τον ρόλο του σωτήρα, αλλά για να είναι σωτήρες πρέπει να υπάρχει πάντα μια διαρκής απειλή, ένας συνεχής πόνος. Έτσι, οι λαοί παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια ψυχολογία ανασφάλειας, έτοιμοι να δεχτούν οποιαδήποτε αυταρχική πολιτική «για το καλό τους».

Όταν οι άνθρωποι πονάνε, είναι ευάλωτοι. Κυριαρχεί το θυμικό πέρα από κάθε αντίσταση για λογική σκέψη. Και τότε, είναι εύκολο να χειραγωγηθούν. Ο φόβος είναι το απόλυτο όπλο πολιτικής κυριαρχίας. Οι εξουσιαστές γνωρίζουν καλά ότι ένας λαός που βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση πένθους ή φόβου δεν έχει ούτε τη διάθεση ούτε τη διαύγεια να αμφισβητήσει την εξουσία τους.

Η Αποδόμηση της Πολιτικής της Οδύνης

Το αντίδοτο σε αυτή την αηδιαστική εκμετάλλευση είναι η επίγνωση. Οι άνθρωποι πρέπει να κατανοήσουν πότε ο πόνος τους χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο. Πρέπει να μάθουν να διακρίνουν την αυθεντική συμπόνια από τη φαρισαϊκή εκμετάλλευση. Να αναγνωρίζουν τους ηθοποιούς της εξουσίας που παίζουν τον ρόλο του συμπονετικού ηγέτη, ενώ στην πραγματικότητα απλώς πατούν πάνω στις πληγές της κοινωνίας για να ανέβουν στην εξουσία.

Η αξιοπρέπεια του ανθρώπινου πόνου πρέπει να προστατευθεί από τα χέρια των πολιτικών εμπόρων. Γιατί ο πόνος δεν είναι εργαλείο. Το πένθος δεν είναι πολιτικό σλόγκαν. Και η ανθρώπινη δυστυχία δεν πρέπει να γίνεται σκαλοπάτι για την εξουσία.

Μόνο όταν οι άνθρωποι πάψουν να επιτρέπουν την εμπορευματοποίηση του πόνου τους, σκεπτόμενοι με λογική για την εξεύρεση της αλήθειας, αντί να γίνονται οπαδοί της προπαγάνδας, μόνο τότε ίσως θα μπορέσουν να σπάσουν τις αλυσίδες της πολιτικής χειραγώγησης.
Αυτό όμως το καταφέρνουν λίγοι. Και όσο παραμένουν λίγοι, λίγο θα ακούγονται. Δυστυχώς…

Ως τότε, οι ύαινες θα συνεχίσουν να σέρνονται γύρω από τα ερείπια, έτοιμες να καταβροχθίσουν κάθε νέα τραγωδία που θα παρουσιαστεί στο δρόμο τους.
Δυστυχώς…

Δημήτρης Βίκτωρ



" ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ -1 " ---- (Εις Μνήμην) ---- Ποίημα - Μελοποίηση - Σύνθεση ...

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Λάμνουμε μέσα σε μια θάλασσα φρίκης

 «Λάμνουμε μέσα σε μια θάλασσα φρίκης. Κάποιες φορές ανασαίνουμε και κάποιες άλλες παίρνουμε βαθιές ανάσες»

Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται μια υπαρξιακή εμπειρία όπου ο άνθρωπος καλείται να πλεύσει – ή και να παλέψει – μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αντιξοότητες, απειλές και φόβους. Η «θάλασσα φρίκης» δεν αποτελεί απαραίτητα μια καταστροφική καταδίκη, αλλά μάλλον μια μεταφορά για τις πολλαπλές δοκιμασίες της ζωής: σωματικές, ψυχολογικές, κοινωνικές. Με άλλα λόγια, το «φρικτό» μπορεί να είναι τόσο τα συλλογικά δεινά του κόσμου (πόλεμοι, αδικίες, φτώχεια) όσο και οι βαθύτερες, προσωπικές αγωνίες που βιώνουμε σε ατομικό επίπεδο.

Το ρήμα «λάμνουμε» υποδηλώνει μια συνεχή προσπάθεια κίνησης. Δεν επιπλέουμε απλώς παθητικά, αλλά τραβάμε κουπί – με πιο έντονο ή πιο χαλαρό ρυθμό – για να προχωρήσουμε μέσα στη «θάλασσα φρίκης». Εκεί που άλλοτε η καθημερινότητα μάς επιτρέπει να αναπνέουμε σε πιο ήρεμους ρυθμούς, εμφανίζονται στιγμές όπου χρειάζεται να πάρουμε βαθιές ανάσες: να αντέξουμε το άγχος, να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας με την απαραίτητη ζωτική δύναμη, ώστε να αντιμετωπίσουμε κύματα που απειλούν να μας καταπιούν.

Το πέρασμα από την απλή αναπνοή στην «βαθιά ανάσα» συμβολίζει την εσωτερική ενεργοποίηση του ανθρώπου. Όταν τα προβλήματα συσσωρεύονται, όταν τα αρνητικά συναισθήματα ή τα εξωτερικά συμβάντα μας πιέζουν, μια βαθιά ανάσα γίνεται αφετηρία για να κρατηθούμε. Η ζωή, μολονότι σκληρή, απαιτεί διαρκή προσαρμοστικότητα: άλλοτε αρκεί μια απλή, σταθερή ρουτίνα για να διατηρούμε την ηρεμία μας, άλλοτε επιβάλλεται να βρούμε εκείνη την επιπλέον ψυχική δύναμη που επιτρέπει την υπέρβαση.

Αν και στοχασμοί γύρω από τη φρίκη μπορούν να οδηγήσουν σε σκοτεινά μονοπάτια απαισιοδοξίας, δεν παύει να υπάρχει και μια δημιουργική διάσταση. Οι προκλήσεις τείνουν να ξεκλειδώνουν δεξιότητες και αντοχές που ίσως αγνοούσαμε πως διαθέτουμε. Σε αυτό το πλαίσιο, η «θάλασσα φρίκης» δεν είναι απλώς ένα σκηνικό τρόμου, αλλά πεδίο δοκιμασίας και αυτογνωσίας. Εκεί δοκιμάζονται τα όρια μας: παραμένουμε αμέτοχοι ή επιστρατεύουμε το σθένος και την εφευρετικότητά μας;

Σημαντικό, βέβαια, είναι να θυμόμαστε ότι, όπως κάθε θάλασσα, έτσι και η θάλασσα της φρίκης δεν είναι πάντα τρικυμιώδης. Υπάρχουν περίοδοι νηνεμίας, μικρές ανάσες όπου ο ορίζοντας φαίνεται καθαρός. Τότε το «λάμνουμε» γίνεται ήρεμη πλεύση, ελπίδα πως ίσως οι συνθήκες βελτιώνονται. Αυτή η εναλλαγή μεταξύ συντριπτικής αβεβαιότητας και σπάνιας ηρεμίας, αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας: κάθε φορά που καταφέρνουμε να προχωρήσουμε, ακόμα και με ένα μόνο κουπί, φέρνουμε τη ζωή ένα βήμα πιο πέρα από τον τρόμο.

Τελικά, η εικόνα του ανθρώπου που λάμνει σε μια θάλασσα φρίκης υποδεικνύει μια κατάσταση αέναου αγώνα. Ωστόσο, σε αυτόν τον αγώνα, υπάρχει πάντα μια αναπνοή – βαθιά ή πιο ρηχή – που καθορίζει τον ρυθμό της επιβίωσης και της ελπίδας. Η φρίκη μπορεί να φωλιάζει παντού, μα εξίσου πανταχού παρούσα είναι και η ανθρώπινη ικανότητα να αντέχει, να συνεχίζει, να δίνει νόημα στο ταραγμένο τοπίο της ζωής. Κάπως έτσι, η κάθε «ανάσα» γίνεται ένδειξη ότι εμείς, οι εύθραυστοι αλλά αποφασισμένοι ταξιδιώτες, έχουμε τον τρόπο να διασχίσουμε και την πιο τραχιά θάλασσα.

Δημήτρης Βίκτωρ

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Περί οχλοποίησης

Η έννοια της «οχλοποίησης» του πλήθους εκφράζει μια διαδικασία όπου η ατομική σκέψη και ευθύνη αναδιπλώνονται ή συνθλίβονται από μια μαζική, ασυλλόγιστη παρόρμηση. Όταν το πλήθος μετατρέπεται σε όχλο – όχι απλώς ομάδα ή σύνολο ανθρώπων με κοινό σκοπό, αλλά ένα σώμα που χάνει κάθε κριτική σκέψη και ατομικότητα – τότε συχνά γινόμαστε μάρτυρες ιστορικών πράξεων βίας, καταπίεσης ή αδικίας. Το απόφθεγμα επισημαίνει ακριβώς τη ζοφερή πλευρά αυτής της κατάστασης: «Η οχλοποίηση του όχλου μέσα στην ιστορία έφερε ολέθρια αποτελέσματα με το συλλογικό άδικο να κυριαρχεί χωρίς τιμωρία των υπεύθυνων».

Σε μια κλασική θεώρηση, ο όχλος δεν λειτουργεί απλώς ως σύνολο ανθρώπων, αλλά ως αόριστη δύναμη που παρασύρει. Ο κάθε άνθρωπος μέσα σε αυτόν τον όχλο χάνει σταδιακά την αίσθηση της προσωπικής ευθύνης. Η έννοια του “απρόσωπου” ευθύνεται για το φαινόμενο όπου κανείς δεν νιώθει πως «πρέπει να λογοδοτήσει»∙ η μάζα απορροφά την ατομική ηθική. Στην ουσία, το άτομο δεν νιώθει ότι οι πράξεις του είναι καρπός δικής του βούλησης, αλλά αποτέλεσμα μιας ανώνυμης, συλλογικής παρόρμησης.

Στην ιστορία έχουν καταγραφεί άφθονα παραδείγματα όπου η κυριαρχία του όχλου οδήγησε σε φρικαλεότητες, όπως λιντσαρίσματα, διωγμούς ή ομαδικές πράξεις βίας. Το κακό συχνά εκδηλώνεται με όρους «συλλογικής τιμωρίας» ή «συλλογικής βίας». Εδώ γεννάται ένα οξύμωρο: ενώ μια δημοκρατική κοινωνία βασίζεται στη φωνή του πολίτη, αυτή η φωνή μετατρέπεται σε κραυγή της μάζας, όταν η ατομική κριτική στάση απουσιάζει. Το συλλογικό άδικο, αφού ενισχύεται από το ομαδικό πάθος, μένει πολλές φορές ατιμώρητο, καθώς δεν διακρίνονται σαφή όρια ευθύνης ούτε καθορίζονται ξεκάθαρα “αρχηγοί”.

Η Ψυχολογία του Όχλου
Η “αποπροσωποποίηση” και η “αποκτήνωση” του άλλου ευνοούνται ιδιαίτερα μέσα στον φανατισμό της μάζας. Όταν κάποιος δρα μέσα σε ένα σύνολο που χαρακτηρίζεται από ένταση, από άγνοια ή και από μίσος, αποκτά μια ψευδαίσθηση ότι «όλα επιτρέπονται». Σε τέτοιες στιγμές, η λογική ή η συμπόνια θεωρείται αδυναμία, και το συναίσθημα της ευθύνης θυσιάζεται στον βωμό του “κοινού πάθους”.

Ατιμωρησία: Το Παράλογο Αποτέλεσμα
Η «ατιμωρησία» προκύπτει εν μέρει διότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί ένας κεντρικός υπεύθυνος μέσα στη ρευστότητα του όχλου. Η δυσκολία να διακριθεί “ποιος έφταιξε πρώτος” επιτρέπει το αθώωση πολλών. Η συλλογική επίκληση της αυτοδικαίωσης («όλοι το έκαναν») επιδεινώνει το φαινόμενο: ένα κράμα φόβου και συνενοχής “νεκρώνει” κάθε προσπάθεια έρευνας της αλήθειας ή της απόδοσης ευθυνών.

Διέξοδος

Η παιδεία που αναπτύσσει τον κριτικό λόγο και τη φιλοσοφική σκέψη είναι το βασικό αντίδοτο στον όχλο. Το άτομο που έχει μάθει να ρωτάει “γιατί;” και “πώς;” δύσκολα παρασύρεται σε μαζικές παρακρούσεις.

Ατομική Ευθύνη: Προϋποθέτει ότι ο καθένας μας θα κρίνεται και θα κρίνει με βάση τις πράξεις του. Η ιδέα της «ατομικής ηθικής» μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην τυφλή ταύτιση με την ομάδα.

Δημοκρατικοί Θεσμοί και Έλεγχος: Όταν οι θεσμοί λειτουργούν ορθά, μπορούν να θέτουν φραγμούς στην ανεξέλεγκτη ισχύ της μάζας. Η δικαιοσύνη οφείλει να τιμωρεί τα άτομα ή τις ομάδες που διαπράττουν αδικήματα, ανεξαρτήτως του πόσο «δημοφιλείς» ή μαζικές είναι οι απόψεις τους. Μόνον έτσι αποτρέπεται η ατιμωρησία και θέτονται ηθικά όρια στην εξουσία του πλήθους.

Η «οχλοποίηση» δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα επικίνδυνο σημείο καμπής στην κοινωνία, όπου οι ενστικτώδεις ορμές υπερισχύουν της λογικής και η βία λειτουργεί ως πρόσχημα δικαίωσης. Όταν το αίσθημα του δικαίου, του μέτρου και της ηθικής ξεθωριάζει μπροστά στη “σύγκλιση των φωνών” του πλήθους, τα αποτελέσματα μπορεί να αποδειχτούν ολέθρια, όπως μαρτυρά η ιστορία. Για να αποφευχθεί αυτό, απαιτείται παιδεία, κριτική σκέψη, αυστηρή τήρηση των δημοκρατικών αρχών και μια αρετή που συχνά ξεχνιέται: το θάρρος να μη συμμετέχουμε σε άδικες συλλογικές πράξεις, ακόμη κι αν είμαστε η πλειοψηφία. Μόνον έτσι παύει η τυφλή υποταγή στους μηχανισμούς του όχλου και καλλιεργείται μια κοινωνία περισσότερο δίκαιη, στοχαστική και ανθρώπινη.

Δημήτρης Βίκτωρ 



Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Συζητήσεις και Αποχαιρετισμοί

«Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί»

Η φράση αυτή, λιτή και ταυτόχρονα φορτισμένη συναισθηματικά, θίγει ένα από τα πλέον οδυνηρά αλλά και βαθιά ανθρώπινα ζητήματα: Την σχέση μας με τον χρόνο και, κατ’ επέκταση, με την ιδέα του τέλους. Όσο περνούν τα χρόνια, η ζωή μάς υπενθυμίζει όλο και πιο έντονα την παροδικότητά της, και οι συζητήσεις μας παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα ενός «αντίο» — προς ανθρώπους, καταστάσεις, ακόμα και προς τον ίδιο μας τον εαυτό όπως υπήρξαμε.

Η μετάβαση σε μια “ηλικία” όπου όλα αρχίζουν να μοιάζουν με αποχαιρετισμούς δεν ταυτίζεται απαραίτητα με έναν συγκεκριμένο αριθμό χρόνων. Για κάποιους, μπορεί να συμβεί νωρίτερα, όταν μια απώλεια ή μια βαθιά εμπειρία φέρνει αντιμέτωπο το άτομο με τη θνητότητα. Για άλλους, έρχεται σταδιακά, σαν ένα αργό “ξεθώριασμα” των αυταπατών πως ο χρόνος είναι ανεξάντλητος.

Η νεότητα συχνά συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει άπλετος χρόνος για φίλους, σχέσεις, ταξίδια, στόχους. Με την πάροδο των ετών, γίνεται εμφανές πως κάθε επιλογή συνεπάγεται και κάτι που χάνεται οριστικά. Μια απροσδόκητη αρρώστια, η φυγή ενός αγαπημένου προσώπου ή ακόμα και μια αλλαγή επαγγελματική μπορεί να λειτουργήσει ως σήμα: “Τίποτα δεν κρατάει για πάντα”. Τότε, οι συζητήσεις δεν είναι πια μελλοντοκεντρικές, γεμάτες όνειρα. Γίνονται πιο στοχαστικές, με ένα βάρος αποχωρισμού.

Ο αποχαιρετισμός δεν είναι απλώς μια λύπη· εμπεριέχει και μια μορφή ωριμότητας. Η αποδοχή της έννοιας του τέλους συμβάλλει στη βαθύτερη εκτίμηση όσων έχουμε ζήσει ή ζούμε τώρα.

Σε μια κουβέντα με παλιούς φίλους ή συγγενείς, προβάλλεται έντονα ο απολογισμός των κοινών εμπειριών. Όχι σπάνια, ο αποχαιρετισμός ενσωματώνει και την ευγνωμοσύνη για όσα μοιραστήκαμε, αλλά και τη θλίψη για ό,τι δεν προλάβαμε ή δεν θα ξαναζήσουμε.

Καθώς συνειδητοποιούμε ότι οι ευκαιρίες να βρεθούμε με αγαπημένους ανθρώπους ίσως λιγοστεύουν, οι συζητήσεις γίνονται πιο ουσιαστικές. Σταδιακά, ο χρόνος για “επιφανειακές” συζητήσεις μειώνεται, κι αυτό ενίοτε οδηγεί σε μια αυθεντικότερη επικοινωνία.

Ο φόβος του θανάτου ή της οριστικής απώλειας, βρίσκεται πίσω από την αίσθηση ότι «όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί». Ο άνθρωπος, όντας προικισμένος με συνείδηση της παροδικότητας, αντιλαμβάνεται πως κάθε συνάντηση, κάθε κουβέντα, μπορεί να είναι η τελευταία.

Κάποιοι αποτραβιούνται και γίνονται απόμακροι, δυσκολεύονται να συνεχίσουν να χτίζουν σχέσεις για να μη βιώσουν άλλο πόνο. Άλλοι, αντίθετα, εμβαθύνουν ακριβώς στις σχέσεις τους, προτιμώντας να ζουν με ένταση το “τώρα”.

Αντί να βλέπουμε το τέλος ως κάτι τρομακτικό που στοιχειώνει τις συζητήσεις μας, μπορούμε να το αποδεχτούμε ως μια θεμελιώδη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για μια αγκαλιά της ζωής με μεγαλύτερη επίγνωση και αλήθεια.

Οι στοχαστές ανά τους αιώνες έχουν ασχοληθεί με το πώς ο χρόνος και η θνητότητα επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και συζητήσεις:

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, λ.χ., τονίζει πως η αυθεντική βίωση της ύπαρξής μας αναδύεται όταν συνειδητοποιούμε τη θνητότητα. Τότε προκύπτει η “φροντίδα” για το πώς θα αξιοποιήσουμε ουσιαστικά τον χρόνο μας.

Για τους Στωικούς, η επίγνωση του τέλους μεταφράζεται σε ηρεμία μπροστά στα ανθρώπινα πράγματα. Όταν ξέρουμε πως κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία, τότε παύουμε να ασχολούμαστε με ανούσιες ανησυχίες και επικεντρωνόμαστε στη βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης επαφής.

Μπορεί το απόφθεγμα να ακούγεται απαισιόδοξο, κρύβει όμως μια πιο φωτεινή διάσταση:

Σε πολλές παραδόσεις, ο αποχαιρετισμός συνοδεύεται από ευχές, ευγνωμοσύνη και σεβασμό. Γίνεται μια τελετουργία που τιμά τη διαδρομή που διανύσαμε μαζί.

Ακόμη κι αν, αντικειμενικά, οι πιθανότητες λιγοστεύουν, το ίδιο το γεγονός ότι συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε μια νέα συνάντηση δείχνει την επιμονή του ανθρώπινου πνεύματος να υπερβαίνει τα όρια.

Η ρήση «Από μια ηλικία και μετά, όλες οι συζητήσεις είναι αποχαιρετισμοί», μας υπενθυμίζει την εύθραυστη ουσία της ζωής. Καθώς ο χρόνος περνά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι και οι στιγμές δεν είναι δεδομένα. Κάθε κουβέντα μπορεί να έχει την γεύση του “αντίο”, όχι απαραίτητα λόγω απαισιοδοξίας, αλλά επειδή αυτή είναι η εγγενής συνθήκη της ύπαρξης: είμαστε παροδικοί και, αργά ή γρήγορα, στεκόμαστε μπροστά στον αποχωρισμό.

Δημήτρης Βίκτωρ



Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 «Αν ψάχνεις τον Θεό πήγαινε μέσα σε έναν πόλεμο για να τον βρεις. Εκεί, Θεός είναι ο ίδιος ο Πόλεμος»

 Η ζωή του ανθρώπου αρχίζει πάντα με έναν πόλεμο: εκείνον της γέννησης. Από τη μήτρα του σκοταδιού στην έκθεση του φωτός, από την ασφάλεια στην αναμέτρηση, ο πρώτος μας αναστεναγμός είναι ήδη μια κραυγή μάχης. Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον κόσμο παρά μόνο μέσα από τη σύγκρουση — πρώτα με το σώμα, μετά με τους άλλους, έπειτα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

 Η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων. Πίσω από κάθε πρόοδο, κάθε τέχνη, κάθε νόμο και κάθε λέξη, κρύβεται ένας πόλεμος – υλικός ή πνευματικός. Οι αυτοκρατορίες χτίστηκαν επάνω σε κραυγές και κατέρρευσαν μέσα σε ουρλιαχτά. Οι θρησκείες, οι επιστήμες, οι πολιτισμοί δεν γεννήθηκαν από τη γαλήνη αλλά από την ένταση, τον ανταγωνισμό, την ανάγκη για κυριαρχία ή σωτηρία. Αν απογυμνώσεις τον άνθρωπο από το ένστικτο της σύγκρουσης, δεν απομένει παρά μια άδεια μορφή, ένα είδος που ζει από φόβο και όχι από βούληση.

 Ο άνθρωπος, στην αληθινή του φύση, δεν είναι ειρηνοποιός· είναι δημιουργός μέσα από την καταστροφή. Ο πόλεμος δεν είναι μια παρένθεση στη φυσική του κατάσταση — είναι το καμίνι που σφυρηλατεί την ελευθερία, την ταυτότητα, το μεγαλείο. Ό,τι αξίζει να ονομαστεί αληθινό έχει δοκιμαστεί πρώτα στη φωτιά του αγώνα.

 Αν ψάχνεις τον Θεό, μην κοιτάς στα ιερά των ναών· εκεί ζει το είδωλο της προσδοκίας, όχι η αλήθεια. Ο Θεός, αν υπάρχει, ανασαίνει μέσα στις εκρήξεις. Είναι παρών στον πυρετό της μάχης, στις πληγές, στον ιδρώτα, στον πανικό της ύπαρξης που κινδυνεύει. Δεν είναι παρηγορία, είναι πρόκληση. Δεν προστατεύει, απαιτεί.

 Στην αληθινή σύγκρουση, ο άνθρωπος γνωρίζει το βάθος του. Εκεί, μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου, πέφτουν οι προσωπίδες της καθημερινότητας. Όταν δεν υπάρχει τίποτα να προσποιηθείς και όλα να υπερασπιστείς, τότε συναντάς το απόλυτο — αυτό που άλλοι ονόμασαν Θεό. Αλλά δεν είναι πρόσωπο. Δεν έχει όνομα. Είναι η ίδια η ένταση της ύπαρξης, η βούληση να είσαι, να σταθείς, να συνεχίσεις.

 Ο πόλεμος, φυσικά, δεν περιορίζεται στο πεδίο μάχης. Είναι παρών σε κάθε μας απόφαση, σε κάθε στιγμή που το “ναι” μας αντιστέκεται στο “όχι” των άλλων. Είναι παρών στην ποίηση που διεκδικεί λέξεις από το χάος, στην τέχνη που προκαλεί το βλέμμα, στην αγάπη που διαπραγματεύεται την υποταγή και την ελευθερία. Ο πόλεμος είναι παντού. Δεν τελειώνει όταν σιγούν τα όπλα — απλώς αλλάζει μορφή.

 Όσοι θέλουν να χτίσουν δίχως να γκρεμίσουν, να ζήσουν δίχως να χάσουν, να εξελιχθούν δίχως να συγκρουστούν, επιθυμούν έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει. Η ειρήνη δεν είναι το αντίθετο του πολέμου — είναι η παύση ανάμεσα στις αναμετρήσεις. Είναι η σιωπή πριν το επόμενο βήμα στο σκοτάδι.

 Η ιστορία των ανθρώπων είναι ο πόλεμος — γιατί ο άνθρωπος είναι κίνηση, πάθος, υπέρβαση. Όσο επιθυμεί, όσο δημιουργεί, όσο διεκδικεί το απρόσιτο, θα πολεμά. Όχι για να καταστρέψει, αλλά για να γεννήσει. Και σ’ αυτό το πεδίο, ο πόλεμος είναι ιερός: όχι ως λατρεία της βίας, αλλά ως αλήθεια της φύσης.

 Ο Θεός εκεί δεν έρχεται να σώσει κανέναν. Εμφανίζεται μόνον όταν Τον αξίζεις. Και τότε δεν λέει τίποτα. Απλώς στέκεται δίπλα σου, ματωμένος κι Αυτός — ο ίδιος ο Πόλεμος.

Δημήτρης Βίκτωρ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Στην Ελλάδα του σήμερα, κάθε μέρα μοιάζει με δοκιμασία. Βιώνουμε τραγωδίες, κοινωνικές αναταράξεις, οικονομικές στενωπούς. Κι όμως, μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, υπάρχουν εκείνοι που –αντί να προτείνουν ουσιαστικές λύσεις ή έστω να δείχνουν σεβασμό προς τον πόνο– επιλέγουν να αλωνίζουν μικροκομματικά, φορώντας τον μανδύα της προστασίας της ηθικής και του δικαίου. Αυτοί οι κατσαπλιάδες της αντιπολίτευσης εμφανίζονται με βαρύγδουπες δηλώσεις για το μεγάλο τους πένθος και την εξεύρεση της αλήθειας, ενώ στην πραγματικότητα, κρύβουν έναν κενό καιροσκοπισμό.

Μιλούν στα κανάλια, ουρλιάζουν σε τηλεπαράθυρα, ανεβάζουν αυθαίρετα «κατηγορώ» στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά οι λέξεις τους δεν συνοδεύονται από καμία υλοποιήσιμη πρόταση, κανένα βάσιμο σχέδιο που θα μπορούσε να δώσει ανάσα και προοπτική στην χώρα. Αρέσκονται να παραμονεύουν κάθε στραβοπάτημα, κάθε ολίσθημα, κι ύστερα ορμούν λυσσαλέα, περιφέροντας σα λάβαρο τη λέξη «ευθύνη» – λες και στόχος τους δεν είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά το πώς θα ρίξουν την λάσπη τους πιο εντυπωσιακά, αδιαφορώντας για το καταστροφικό αποτέλεσμα που θα προκαλέσουν οι πράξεις τους.

Στις δύσκολες στιγμές, όταν ο κόσμος απαιτεί σοβαρότητα, ωριμότητα και ουσιαστικό διάλογο, εκείνοι ταμπουρώνονται στα στενά κομματικά χαρακώματα. Εκτοξεύουν ατάκες αερολογίας, δίχως ίχνος πραγματικής ενσυναίσθησης. Τότε είναι που τα κροκοδείλια δάκρυα και οι ανέξοδες καταγγελίες γίνονται η αυλαία ενός κακότεχνου θεάτρου πολιτικής σκοπιμότητας.

Και ενώ ο λαός περιμένει καθαρές εξηγήσεις, πράξεις, μέτρα και λύσεις, το μόνο που εισπράττει είναι δημαγωγικές κορώνες και επικοινωνιακά τεχνάσματα. Τα κατεστημένα μικροσυμφέροντα, οι διαχρονικές αλληλεξαρτήσεις με συντεχνίες και η μόνιμη γκρίνια με τερατώδη ψέματα θολώνουν το τοπίο, εμποδίζοντας κάθε προοπτική ουσιαστικής αλλαγής. Οι «κατσαπλιάδες» δεν ενδιαφέρονται για το πώς θα αποφευχθεί το επόμενο τραγικό συμβάν. Θέλουν μονάχα να μαζέψουν πόντους από την κατακραυγή, θεωρώντας τον ανθρώπινο πόνο απλώς ως ακόμη ένα βολικό πυροτέχνημα.

Δυστυχώς μεγάλο μέρος του κόσμου, ίσως το μεγαλύτερο, παρασύρεται, δεν βλέπει, δεν αντιλαμβάνεται και κρίνει με το θυμικό. Παγιδεύεται με τις μεθοδεύσεις και τις ανέξοδες καταγγελίες. Δεν αρκεί να πετάς συνθήματα πάνω από τις στάχτες της καταστροφής, δεν αρκεί να λες «φταίνε αυτοί». Χρειάζεται θάρρος να πεις «ας αναλάβουμε κι εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας». Χρειάζεται πολιτική εντιμότητα να παρουσιάσεις ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες λύσεις και να δουλέψεις σκληρά για να πετύχουν.

Όσο εκείνοι, λοιπόν, παραμένουν στον μικρόκοσμο των κατσαπλιάδικων πρακτικών, τόσο οι πολίτες θα παγιδεύονται, συσσωρεύοντας οργή για ένα σύστημα που μαστίζεται από ανούσιους διαξιφισμούς και αδιάκοπη τοξικότητα. Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: θα καταφέρουμε άραγε κάποτε να φτάσουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου οι πολιτικές δυνάμεις, αντί να μετράνε πώς θα δυναμιτίσουν η μία την άλλη, θα συνεννοούνται για το κοινό καλό;

Το μέλλον αυτής της χώρας δεν έχει χώρο για κατσαπλιάδες˙ χρειάζεται υπεύθυνους, ειλικρινείς και ικανούς ηγέτες. Και μέχρι να εμφανιστούν πραγματικοί φορείς αλλαγής, η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει βαρύ τίμημα στους ανούσιους τακτικισμούς τους.

Άλλωστε στην ιστορία της Ελλάδας συνέβη τόσες και τόσες φορές. Αυτό παράγει ο λαός της. Δεν υπάρχει ελπίδα…!

Δημήτρης Βίκτωρ

 

  

Βικτωρ Αφορισμοι 951 - 960

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΟΥΡΓΕΛΩΝ

Είναι να απορεί κανείς πώς καταλήξαμε να δίνουμε βήμα και αξιώματα σε κάθε λογής «σούργελο» που επιπλέει στο θολό τέλμα της δημόσιας ζωής. Κατά κάποιον μαγικό τρόπο, οι πιο ανέμελοι, οι πιο ανίδεοι, οι πιο προκλητικά αστοιχείωτοι τύποι έχουν καταφέρει να φορούν τη μάσκα του σοβαρού προσώπου και να παριστάνουν τους ειδήμονες. Η τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα από φωνακλάδες «ξερόλες» που νομίζουν ότι οι ίδιες οι ανοησίες τους είναι η επιτομή της σοφίας.

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν τα αμέτρητα μεγάλα λόγια δεν συνοδεύονται από κανένα ουσιαστικό έργο. Μερικοί από αυτούς, με μια αυτάρεσκη ειρωνεία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, διατυμπανίζουν τις «πλούσιες γνώσεις» τους κι όμως στην πράξη αποδεικνύονται ικανοί μόνο να δημιουργούν φασαρία και διχόνοια. Με πρόσχημα την «δημοκρατία» ή –ακόμα χειρότερα– την «δικαιοσύνη», εκτοξεύουν ύβρεις και ψεύδη, κατηγορώντας τους πάντες και τα πάντα εκτός από τον εαυτό τους. Δικάζουν και καταδικάζουν με την εμπάθειά τους και την βλακεία τους, ενώ συγχρόνως σκίζουν τα ιμάτιά τους για απονομή δικαιοσύνης. Έτσι, σε ένα αλλόκοτο παιχνίδι προπαγάνδας, οι πραγματικοί προβληματισμοί και οι σοβαρές συζητήσεις αντικαθίστανται από κενά συνθήματα, ύβρεις και κουτσομπολιά της γειτονιάς.

Όταν δε, κάποιοι «κομπογιαννίτες της πολιτικής» βρεθούν σε θέσεις εξουσίας, παίρνουμε ένα δείγμα από το τι σημαίνει «σούργελο» που έχει και λόγο αποφασιστικό. Με περισσή αλαζονεία, παραμερίζουν ειδικούς, αγνοούν επιστήμονες και δυσφημούν όσους τολμούν να τους αμφισβητήσουν. Ξεφουρνίζουν ακατάπαυστα «σχέδια δράσης» που θυμίζουν φθηνή κωμωδία, ενώ η κοινωνία μένει να προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, πληρώνοντας τις συνέπειες της ανευθυνότητας και του λαϊκισμού τους.

Η αλήθεια είναι πως η επικράτηση των σούργελων δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη. Χρόνια τώρα καλλιεργείται μια κουλτούρα στην οποία επιβραβεύονται οι φωνασκίες, οι απλοϊκές ατάκες και ο «χαβαλές» χωρίς αντίκρισμα. Κι ενώ οι σοβαρές φωνές δυσκολεύονται να ακουστούν μέσα στον θόρυβο του δήθεν εντυπωσιασμού, οι «τεχνίτες του ψεύδους και της κοροϊδίας» απλώνουν ανεμπόδιστα τα δίχτυα τους. Ίσως, τελικά, αντί να γκρινιάζουμε για την άνοδο των σούργελων, θα έπρεπε να προβληματιστούμε για το γιατί τους δώσαμε εμείς οι ίδιοι τόσα χειροκροτήματα και τόσο εύκολο έδαφος για να ριζώσουν.

Όταν δε συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός, δυστύχημα ή τραγωδία, τότε τα σούργελα κυριαρχούν και οι ατυχώς αδικημένοι και πενθούντες μετατρέπονται, δυστυχώς και ξανά δυστυχώς και αυτοί σε σούργελα!
Ευτυχώς όχι όλοι!

Δημήτρης Βίκτωρ

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Η ΖΩΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ

«Η ζωή τραγουδάει γ’ αυτόν που ξέρει να ακούει»

Η ζωή αρχίζει ως ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος· αρκεί να σιωπήσεις αρκετά ώστε να αφουγκραστείς τον ρυθμό της.

 Ό,τι συμβαίνει είτε γλυκό σαν το πρωινό αεράκι είτε αιχμηρό σαν τον χειμωνιάτικο παγετό είναι απλώς μια νότα στη μεγάλη συμφωνία του κόσμου. Όταν ο νους μένει γαλήνιος, χωρίς να υψώνει τα τείχη της ανησυχίας, ακούει πεντακάθαρα την μουσική που κρύβεται πίσω από καθετί φαινομενικά τυχαίο. Σ’ αυτή την σιωπηλή εγρήγορση, η κάθε εμπειρία παρουσιάζεται ως εκπαιδευτής· διδάσκει πώς να επιλέγεις την στάση σου, ακόμη κι αν δεν μπορείς να διαλέξεις τα γεγονότα. Έτσι, ο άνθρωπος που ξέρει να ακούει μετατρέπει το αναπόφευκτο σε αρμονία, γιατί κατανοεί ότι ο ρυθμός του σύμπαντος είναι αμετάβλητος· το μόνο που μεταβάλλεται και έχει σημασία είναι το πώς προσφέρεται ο ίδιος σ’ αυτόν τον ρυθμό.

Κι όμως, όταν μάθει κανείς να αφουγκράζεται βαθύτερα, αντιλαμβάνεται πως η συμφωνία δεν αρκείται στην απλή αποδοχή· σε καλεί να υψώσεις την δική σου φωνή, να γίνεις εσύ ο ίδιος νότα που ανατρέπει την προβλέψιμη μελωδία.

Η ζωή δεν τραγουδά απλώς για τον ακροατή· απαιτεί απ’ αυτόν να γίνει συνθέτης, να τολμήσει στις παύσεις να χαράξει νέα μέτρα, νέα τονικότητα. Εκείνος που ακούει στ’ αλήθεια δεν μένει ποτέ σιωπηλός· μεταμορφώνει κάθε ήχο, κάθε κραυγή, κάθε ψίθυρο σε έναν ύμνο που δοκιμάζει τα όρια του ίδιου του σύμπαντος. Κι αν κάποια στιγμή η φωνή του λυγίσει, τόσο το καλύτερο· γιατί στους ραγισμένους φθόγγους ζει η αυθεντικότητα του πάθους και η άρνηση να γίνει η ύπαρξη απλή ηχώ.

Έτσι, το τραγούδι της ζωής ατίθασο, ειρωνικό, γεμάτο υποσχέσεις και κινδύνους μεγαλώνει μέσα σε όποιον αρνείται να μείνει αμέτοχος. Ό,τι προσφέρθηκε ως ταπεινός ψίθυρος τώρα γίνεται κραυγή λύτρωσης, έκστασης, ακόμη και άρνησης. Γιατί ο αληθινός ακροατής δεν αναπαύεται στο άκουσμα· αφήνεται να τον διαπεράσει η μελωδία ως βούληση για δημιουργία, γκρέμισμα, επανατοποθέτηση της ίδιας της αξίας των ήχων. Και τότε, η ζωή δεν τραγουδά απλώς γι’ αυτόν· τραγουδά μέσα απ’ αυτόν, αλλάζει τόνο, καταργεί τα κλειδιά, ανοίγει απροσδόκητα μονοπάτια. Η καθεμιά του ανάσα γίνεται μια νίκη πάνω στη σιωπή, μια ωδή στην αμείλικτη χαρά του να σφυρηλατείς ρυθμούς, εκεί που οι άλλοι αρκούνται να τους αποδέχονται.

Στο τέλος, δεν απομένει διαχωρισμός ανάμεσα σε τραγουδιστή και άκουσμα· ο άνθρωπος που έμαθε να ακούει γίνεται ο ίδιος η ορχήστρα, ο μαέστρος, το κοινό και η αίθουσα. Κι εκεί, στο σημείο όπου η συνείδηση φλέγεται από το ίδιο της το τραγούδι, καταλαβαίνει πως η ύπαρξη δεν του ψιθύριζε ποτέ για να τον νανουρίσει· του τραγουδούσε για να τον ξυπνήσει.

Δημήτρης Βίκτωρ