Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΑΥΤΑ ΑΦΑΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

 

«Οι πατριωτικές ανοησίες.
Οι κοινωνικές ανισότητες.

Οι κομουνιστικές ουτοπίες.
Οι θρησκευτικές ψευτιές.
Αυτά αφανίζουν τον άνθρωπο»

 

 Το παραπάνω απόφθεγμα ακούγεται σαν μια περιεκτική καταγγελία διαφορετικών πλευρών της ανθρώπινης εμπειρίας: τα «πατριωτικά φληναφήματα», οι «κοινωνικές ανισότητες», οι «κομμουνιστικές ουτοπίες» και οι «θρησκευτικές ψευτιές». Σε πρώτη ματιά, μοιάζουν σαν τέσσερις διακριτές όψεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου, οι οποίες ωστόσο συγκλίνουν σε έναν κοινό παρονομαστή: σύμφωνα με το απόφθεγμα, αυτές οι τέσσερις μορφές σκέψης ή πρακτικής «αφανίζουν τον άνθρωπο». Με άλλα λόγια, φαίνεται να υπονοείται ότι βλάπτουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ελευθερία ή ανάπτυξη.

Στην προσπάθεια να αναλύσουμε αυτό το τετράπτυχο, ας λάβουμε υπόψη ότι κάθε στοιχείο έχει τη δική του ιστορική και ιδεολογική φόρτιση. Στο βάθος αναδεικνύεται η αγωνία για την αναζήτηση αλήθειας, δικαιοσύνης και υγιούς κοινωνικής οργάνωσης, σε αντιδιαστολή με το ψέμα, την ανισότητα και την επιφανειακή, «οπαδική» ψυχολογία.

 «Οι πατριωτικές ανοησίες»

Ο όρος “πατριωτικές ανοησίες” (ή “πατριωτικά φληναφήματα”) στηλιτεύει την άκριτη ή φανατική υπερ-ταύτιση με μια πατρίδα, όταν αυτή στηρίζεται σε μύθους, ψευδαισθήσεις ή μισαλλόδοξες ιδέες. Η έννοια της πατρίδας ως κοινής ιστορικής και πολιτισμικής βάσης μπορεί να είναι αξιέπαινη, ωστόσο:

Συχνά, η αγάπη για την πατρίδα εκτρέπεται σε ακραίο εθνικισμό, που στρέφεται εναντίον άλλων λαών ή ενθαρρύνει την τυφλή υπακοή σε ηγέτες με υπερφίαλες φιλοδοξίες. Ο “πατριωτισμός” τότε λειτουργεί σαν εργαλείο χειραγώγησης των μαζών.

Ένας φιλοσοφημένος, κριτικός πατριωτισμός δεν απορρίπτει την αγάπη για τον τόπο και την ιστορία, αλλά αποφεύγει τις θεωρίες περί “ανωτερότητας” και τα εθνικιστικά παραληρήματα που θολώνουν την ανθρώπινη σκέψη. Η «ανοησία» έγκειται στο ότι το συλλογικό ένστικτο δικαιολογεί κάθε αδικία ή επιθετικότητα στο όνομα της “εθνικής υπερηφάνειας”.

 «Οι κοινωνικές ανισότητες»

Η δεύτερη κατηγορία συνιστά μια ουσιαστική πληγή της ανθρώπινης κοινωνίας: οι ταξικές, οικονομικές, μορφωτικές και πολιτισμικές ανισότητες. Αυτές εμφανίζονται διαχρονικά σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, διατηρώντας μια ιεραρχία εξουσίας και πλούτου:

Η κοινωνική ανισότητα σηματοδοτεί ότι ορισμένοι άνθρωποι αποκλείονται από βασικά αγαθά, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, πολιτικά δικαιώματα. Τούτη η κατάσταση παραβιάζει την ιδέα της “ισότητας” που εννοιολογικά χαρακτηρίζει τον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μια δίκαιη κοινωνία προσπαθεί να εξισορροπήσει τις “τυχαίες” κατανομές φυσικών ικανοτήτων ή κοινωνικής τάξης. Παρότι η πλήρης κατάργηση όλων των ανισοτήτων ίσως είναι αδύνατη, η μεγάλη ψαλίδα μεταξύ ευημερίας και φτώχειας καταδεικνύει ότι η κοινωνία μας απέχει πολύ από την ηθική ισορροπία.

Οι ανισότητες μπορούν να “αφανίσουν” τον άνθρωπο είτε σωματικά, μέσω της ανέχειας, είτε ηθικά, οδηγώντας σε απόγνωση, βία ή εκμετάλλευση. Παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων και βάλλουν στην αυτοεκτίμηση όσων είναι αποκλεισμένοι.

«Οι κομμουνιστικές ουτοπίες»

Το τρίτο σημείο επικαλείται τις “κομμουνιστικές ουτοπίες”. Με αυτό εννοούνται οι ιδεολογίες που οραματίζονται μια τέλεια, αταξική κοινωνία, όπου όλα τα αγαθά είναι κοινά και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο έχει εκλείψει. Αν και το όραμα του κομμουνισμού, σε θεωρητικό επίπεδο, γεννήθηκε ως αντίδραση στις κοινωνικές ανισότητες της βιομηχανικής εποχής, η πραγματικότητα υπήρξε συχνά πολύ διαφορετική:

Μια ουτοπική ιδέα, όσα αγαθά κι αν περιέχει, τείνει στη μονομέρεια και απλουστεύει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Ιστορικά, τα καθεστώτα που επιχείρησαν να εφαρμόσουν κομμουνιστικές αρχές επέβαλαν συνήθως κεντρικό έλεγχο, καταπίεση αντιφρονούντων και νέα ιεραρχικά στρώματα. Με άλλα λόγια, δεν κατάφεραν να πραγματώσουν την ιδεατή ισότητα.

Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που μπορεί να λειτουργήσει μόνο με ομαδική συνείδηση ή μόνον ως “κοινωνικό άτομο” χωρίς ατομικές φιλοδοξίες, ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Μια “ιδανική” κοινότητα, εάν δεν λάβει υπόψη τις σύνθετες ανθρώπινες παρορμήσεις και ελευθερίες, γίνεται απολυταρχική.

Όπως και με άλλες ιδεολογίες, η έμμονη πίστη σε μια πλήρως συλλογική “ουτοπία” μπορεί να συντρίψει την ανθρώπινη ελευθερία και ατομικότητα. Έτσι, αντί να απελευθερώσει, καταλήγει να ισοπεδώνει και τελικά να «αφανίζει» τον άνθρωπο, στερώντας του αυθορμητισμό, προσωπική έκφραση και κριτικό πνεύμα.

 «Οι θρησκευτικές ψευτιές»

Το τέταρτο στοιχείο αφορά στις “θρησκευτικές ψευτιές”. Εδώ η κριτική κατευθύνεται στις περιπτώσεις που οι θρησκείες ή οι θρησκευτικοί θεσμοί προβάλλουν ψευδή δόγματα, εκμεταλλεύονται την πνευματικότητα του ανθρώπου ή επιβάλλουν καταπιεστικές ηθικές.

Σε πολλά ιστορικά παραδείγματα, η εκκλησιαστική εξουσία συνεργάστηκε με πολιτικές ή οικονομικές ελίτ, νομιμοποιώντας αδικίες ή ακόμα και βία, για να διατηρήσει την επιρροή της. Στις περιπτώσεις αυτές, η θρησκεία μετατρέπεται σε μηχανισμό χειραγώγησης, αντί σε μέσο ηθικής καθοδήγησης.

Είναι προφανές πως ο άνθρωπος διαθέτει μια έμφυτη ανάγκη για το “υπερβατικό”. Όταν όμως αυτή η ανάγκη εκφυλίζεται σε δόγματα που επιστρατεύουν τον φόβο, τις προκαταλήψεις ή την εξουσία επί των συνειδήσεων, τότε η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στο ψέμα και την απάτη.

Όταν μια θρησκεία παραπλανεί τους οπαδούς της ή τους εγκλωβίζει σε αναληθείς εκδοχές του κόσμου, στερώντας τους το κριτικό τους πνεύμα και τη χαρά της πραγματικής πνευματικής αναζήτησης, τότε υπονομεύεται ο ίδιος ο σκοπός της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αντί να ελευθερώνει ή να παρηγορεί, εγκλωβίζει και εκφοβίζει.

Συνοψίζοντας, το αποφθεγματικό “τετράπτυχο” αναφέρει τέσσερις παράγοντες που, παρά τις διαφορές τους, έχουν κοινές παθογένειες:

Πατριωτισμός χωρίς κριτήριο Εθνικισμός / μισαλλοδοξία

Κοινωνικές ανισότητες Διάσπαση της κοινωνίας / αδικία

Κομμουνιστικές ουτοπίες Άρνηση ανθρώπινης πολυπλοκότητας / πιθανοί ολοκληρωτισμοί

Θρησκευτικά ψεύδη Παραπλάνηση και πνευματική καταπίεση

Όλα αυτά “αφανίζουν τον άνθρωπο” στο βαθμό που αφαιρούν από τη ζωή του ουσιώδεις διαστάσεις: την ελευθερία, την ισότητα, την αυθεντική πνευματικότητα και τη δυνατότητα να σκέφτεται και να δρα κριτικά. Μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ένα παθητικό ον ή σε “οπαδό” μιας ιδεολογίας, θρησκείας ή οικονομικής ανισότητας, που συχνά τροφοδοτεί τη βία και την αδικία.

Παρά τη ζοφερή πλευρά του αποφθέγματος, μπορούμε να αναζητήσουμε εναλλακτικές:

Μπορεί κανείς να αγαπά τον τόπο του, αναγνωρίζοντας συνάμα τις αδυναμίες και τα λάθη του έθνους του, προωθώντας συνεργασία και ειρηνικές σχέσεις με άλλους λαούς.

Η προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων, μέσα από αλληλεγγύη, πολιτικές πρόνοιας και προώθηση ίσων ευκαιριών, προάγει τον ανθρωπισμό.

Αντί των ουτοπιών (που συχνά καταλήγουν σε αυταρχισμό), μπορούμε να επιδιώκουμε μεταρρυθμίσεις με βάση τα ιστορικά διδάγματα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και των σχέσεων παραγωγής.

Η αυθεντική θρησκεία ή φιλοσοφική πνευματικότητα προσκαλεί τον άνθρωπο σε ενδοσκόπηση, αγάπη προς τον άλλον και διεύρυνση της συνείδησης· δεν επιβάλλει στείρα δόγματα, δεν αναλώνεται σε “ψευτιές”.

Το αποφθεγματικό «Αυτά αφανίζουν τον άνθρωπο» συνοψίζει με αιχμηρό τρόπο τις καταστάσεις που, άλλοτε φανατικά και άλλοτε από αδράνεια, οδηγούν σε διάβρωση της προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας, δικαιοσύνης και αλήθειας. Πατριωτισμός δίχως μέτρο, ανισότητα δίχως φρένο, ιδεολογική “ουτοπία” δίχως ρεαλισμό και θρησκευτική απάτη δίχως ηθική είναι όψεις ενός κόσμου που ευνοεί τη χειραγώγηση, την απόγνωση ή τον φανατισμό.

Εντέλει, το κρίσιμο δίλημμα είναι αν θα παραδώσουμε τις ζωές μας σε σχήματα που υπόσχονται τυφλή πίστη, υπακοή και υποταγή, ή αν θα επιδιώξουμε μια πιο κριτική, ισορροπημένη και αλληλέγγυα κοινωνία. Η φιλοσοφία, ως τέχνη του να σκεφτόμαστε ελεύθερα και να διακρίνουμε την ουσία από το ψέμα, μας βοηθά να μην παρασυρόμαστε από “φανταχτερές” ιδεολογικές ματαιότητες, αλλά να υπηρετούμε περισσότερο την ανθρωπιά και την αλήθεια.


 Δημήτρης Βίκτωρ




 

 

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ

«Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο είναι τυχαίες στιγμές στον χωροχρόνο του ανθρώπου και της ανθρωπότητας»

Η ρήση αυτή φέρνει στο προσκήνιο μια ριζοσπαστική οπτική σχετικά με την ανθρώπινη προσπάθεια να διαμορφώσει ηθικούς και νομικούς κανόνες. Συνήθως, θεωρούμε το δίκαιο και τη δικαιοσύνη ως αμετάβλητες, θεμελιώδεις έννοιες, που αντικατοπτρίζουν τον “ορθό” τρόπο οργάνωσης και απόδοσης ευθυνών σε μια κοινωνία. Ωστόσο, αν μελετήσουμε την ιστορία, διαπιστώνουμε ότι η αντίληψή μας για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη δεν είναι στατική. Αντιθέτως, μεταβάλλεται ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, τις ιστορικές συγκυρίες, τις εξουσιαστικές δομές και τις ανθρώπινες ανάγκες.

Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, η δικαιοσύνη συνδεόταν πρωτίστως με την ηθική τάξη όπως την αντιλαμβάνονταν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Σε εκείνο το πλαίσιο, το «δίκαιο» καθοριζόταν από μια κοσμική και φυσική ισορροπία, όπου το άτομο έπρεπε να δρά σύμφωνα με την αρετή (τον «ορθό λόγο»), και η κοινωνία μπορούσε να διατηρείται σε αρμονία όταν κάθε πολίτης εκπλήρωνε το «φύσει» χρέος του. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, όμως, η έννοια του δικαίου έπαιρνε χρώμα θεολογικό. Δηλαδή, η δικαιοσύνη ήταν ό,τι εναρμονιζόταν με το θείο σχέδιο, και το κοσμικό δίκαιο θεωρούνταν έκφραση του θεϊκού νόμου. Αργότερα, δόθηκε έμφαση στα ατομικά δικαιώματα, στον διαφωτισμό και στις δημοκρατικές αξίες που πηγάζουν από το αξίωμα της «αυτονομίας του ανθρώπου». Έτσι, κάθε εποχή αναδεικνύει διαφορετικές πτυχές της έννοιας του δίκαιου, εστιάζοντας σε ό,τι θεωρεί πρωταρχικής σημασίας για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της ηθικής τάξης.

Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η δικαιοσύνη και το δίκαιο αναδύονται ως «τυχαίες στιγμές στον χωροχρόνο», αυτό υποδηλώνει ότι η ύπαρξή τους δεν είναι δεδομένη ή αυτονόητη, ούτε εξασφαλισμένη από κάποια υπερβατική πηγή. Αντιθέτως, είναι το απόσταγμα ενός ιστορικού πλαισίου, όπου συγκρούονται και συμφιλιώνονται πολιτικές επιδιώξεις, πολιτισμικές αντιλήψεις και ανθρωπολογικές ανάγκες. Οι νόμοι και οι θεσμοί που θέτουμε σε ισχύ δεν αντανακλούν απαραίτητα μια «αιώνια», αμετάβλητη τάξη, αλλά περισσότερο αποτελούν εκφάνσεις της εκάστοτε ανθρώπινης κατάστασης. Είναι, κατά μία έννοια, προϊόντα συμβατικών συμφωνιών, οι οποίες μπορούν να αναθεωρηθούν ή να καταργηθούν, όταν οι ιστορικές ανάγκες και οι αξίες μετατοπιστούν.

Παράλληλα, το γεγονός ότι οι στιγμές δικαιοσύνης είναι «τυχαίες» δε μειώνει την ουσιαστική τους αξία. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε μια πράξη δικαιοσύνης, έστω και παροδική, προχωρούμε το ανθρώπινο πνεύμα ένα βήμα πιο πέρα. Αυτές οι παροδικές και συχνά εύθραυστες συγκυρίες εμβαθύνουν την ηθική μας συνείδηση και αφυπνίζουν την ανάγκη για περαιτέρω διεκδίκηση και επέκταση του δικαίου. Η διαρκής ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη που αναδύονται κάθε φορά που “δένει” η κοινωνική συνοχή γύρω από μια ιδέα δικαιοσύνης, δείχνουν την ανθρώπινη δυνατότητα να κατανοούμε τον Άλλον και να οργανωνόμαστε συλλογικά προς όφελος του κοινού καλού.

Υπό αυτό το πρίσμα, το απόφθεγμα μας καλεί σε μια πιο ταπεινή και συνάμα πιο δημιουργική ματιά. Μας υπενθυμίζει ότι καμία αντίληψη περί δικαίου δεν είναι τόσο απόλυτη, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί ή να τροποποιηθεί. Επιπλέον, τονίζει την ευθύνη μας να είμαστε σε εγρήγορση: να αναγνωρίζουμε ότι η ιστορική τυχαιότητα και οι συγκυρίες μπορούν να αμφισβητήσουν, να διαστρεβλώσουν ή και να διαγράψουν το αίσθημα δικαίου. Έτσι, όταν διαπιστώνουμε αδικίες, καλούμαστε να καινοτομήσουμε και να αναζητήσουμε καινούριους δρόμους, ώστε να αναγεννάμε ξανά εκείνες τις «τυχαίες στιγμές δικαιοσύνης», γιατί ακριβώς σε αυτές κρίνεται η ανθρωπιά και η ηθική αντοχή μιας κοινωνίας.

Δημήτρης Βίκτωρ




Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΟΣ

                              «Ο αριστερός πιστεύει πως είναι ηθικά ανώτερος.
                               Ο δεξιός πιστεύει πως είναι διανοητικά ανώτερος.                                                                     Όποιος πιστεύει, είναι ή ηλίθιος ή απατεών»

 Το παραπάνω απόφθεγμα εκφράζει με αιχμηρό και προκλητικό τρόπο μια κριτική για τις πολιτικές “ταυτότητες” – ή για την ακρίβεια, για τους ανθρώπους που τις ασπάζονται τυφλά. Ταυτόχρονα, θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της πίστης σε μια πεποίθηση, υπονοώντας ότι ο ισχυρός δογματισμός μπορεί είτε να προδίδει αφέλεια (ηλιθιότητα) είτε να εξυπηρετεί ιδιοτελείς σκοπούς (απατεωνιά).

Η φράση «Ο αριστερός πιστεύει πως είναι ηθικά ανώτερος» στηλιτεύει την τάση πολλών ανθρώπων με αριστερές αντιλήψεις να θεωρούν ότι η βάση των πεποιθήσεών τους (δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ισότητα) καθιστά αυτομάτως τον χαρακτήρα τους “ανώτερο” σε σχέση με τους αντιπάλους τους. Στον αντίποδα, «Ο δεξιός πιστεύει πως είναι διανοητικά ανώτερος» θίγει ένα άλλο κλασικό στερεότυπο: ότι η συντηρητική ή φιλελεύθερη σκέψη αντανακλά, δήθεν, μεγαλύτερη ορθολογικότητα ή “ρεαλισμό” σε σχέση με τον ιδεαλισμό της Αριστεράς.

Κάθε πολιτικός χώρος, μέσα από την ιστορική του εξέλιξη και τα κείμενά του, τείνει να υπερτονίζει τις αρετές του και να υποτιμά τις αδυναμίες του. Έτσι, ο αριστερός προβάλλει πως νοιάζεται περισσότερο για τον άνθρωπο και την κοινωνική δικαιοσύνη (άρα, ηθική ανωτερότητα), ενώ ο δεξιός θεωρεί πως ο ρεαλισμός και η έμφαση στην ατομική ευθύνη και την ελευθερία (ή τη “φυσική τάξη”) δείχνουν περισσότερη “εξυπνάδα” ή τετράγωνη λογική (άρα, διανοητική ανωτερότητα).

Η αντίληψη περί “ανωτερότητας” είτε ηθικής, είτε διανοητικής, είναι συχνά προϊόν ρητορικών απλουστεύσεων, σχεδιασμένων να τονώσουν την αυτο-εκτίμηση της ομάδας και να αυξήσουν τη συσπείρωση των οπαδών της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κάθε παράταξη βλέπει την άλλη υπό το φως της “κατωτερότητας”.

Το τρίτο μέρος του αποφθέγματος, «Όποιος πιστεύει, είναι ή ηλίθιος ή απατεών», σηκώνει μεγάλο βάρος ερμηνείας. Εδώ, η λέξη “πιστεύει” δεν αφορά απλά μια ελπίδα ή μια προτίμηση, αλλά δείχνει το δογματικό στοιχείο: την άκαμπτη, τυφλή πεποίθηση.

Αν κάποιος αποδέχεται ανεπιφύλακτα τη δήθεν ηθική ανωτερότητα της μίας πλευράς ή τη δήθεν διανοητική ανωτερότητα της άλλης, χωρίς να τη θέτει υπό κριτική, ενδέχεται να παραβλέπει αντιφάσεις, λάθη ή ιστορικές αποτυχίες. Μια τέτοια αφέλεια μπορεί να ερμηνευτεί ως “ηλιθιότητα” ή, πιο ήπια, ως πλάνη ή άγνοια.

Υπάρχει όμως και η πιθανότητα της συνειδητής εκμετάλλευσης του δογματισμού. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο προβάλλει τη μία “ανωτερότητα” ή την άλλη, προκειμένου να χειραγωγήσει τους άλλους, να κερδίσει πολιτικό ή κοινωνικό κύρος, ή απλώς να διατηρήσει την κυριαρχία του. Αυτή η συνειδητή κατάχρηση της πίστης δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό “απατεώνας”.

Αυτό το απόφθεγμα μπορεί να διαβαστεί ως κυνικό – στο όριο της απαξίωσης κάθε ιδεολογίας. Μερικοί θα πουν ότι “πέφτει στην παγίδα” ενός μηδενισμού, όπου τίποτα δεν αξίζει και όλα είναι ψεύτικα. Ωστόσο, ίσως η ουσία βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα σε μια μετρημένη, κριτική πίστη και σε μια δογματική, αδιάλλακτη πίστη.

Ναι, αρκεί η ιδεολογία (είτε αριστερή, είτε δεξιά, είτε άλλη) να μην αντιμετωπίζεται ως απόλυτο “πιστεύω”· πρέπει να υπόκειται σε διαρκή έλεγχο από τη λογική, την εμπειρία και τον διάλογο. Άλλωστε, οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ξεκινάνε από ιδέες που προκαλούν ρήξη με την κατεστημένη τάξη. Όταν όμως οι ιδέες γίνονται δόγμα, παύει η γόνιμη αμφισβήτηση και γεννιέται η αυταρχική βεβαιότητα.

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε ορισμένες αξίες για να δώσει νόημα στη ζωή του. Η ρήση φαίνεται να καταδικάζει όχι τόσο την ύπαρξη αξιών και ιδεών, όσο την τυφλή, δογματική προσκόλληση σε αυτές.

Η αίσθηση ότι “ανήκουμε” σε μια παράταξη και πιστεύουμε στη μοναδική της “ανωτερότητα” προσφέρει ασφάλεια και ταυτότητα. Μας τοποθετεί σε ένα πλαίσιο, μας δίνει “εχθρούς” και “φίλους” με σχετική ευκολία. Ωστόσο:

Όταν μια κοινωνική ομάδα θεωρεί εαυτήν “ανώτερη” (στην ηθική ή τη διανόηση), συχνά καταλήγει σε αλαζονικές συμπεριφορές, περιθωριοποιεί τους εκτός ομάδας και δεν μπορεί να δει τα δικά της λάθη. Αυτός είναι ο “κλειστός ναρκισσισμός” της ομάδας, είτε αριστερής είτε δεξιάς.

Η πεποίθηση “εμείς είμαστε οι καλοί” ή “εμείς είμαστε οι έξυπνοι” ακυρώνει τη δυνατότητα ουσιαστικής ανταλλαγής επιχειρημάτων. Ο διάλογος γίνεται ανταγωνισμός για το ποιος θα επικρατήσει, αντί για αναζήτηση κοινής αλήθειας. Τα συμπεράσματα είναι προειλημμένα, καθώς ο “άλλος” είναι είτε ανήθικος, είτε “λιγότερο ικανός”.

Το αποφθεγματικό ύφος συχνά παρακάμπτει τις αποχρώσεις για να προκαλέσει σκέψη ή και ενόχληση. Η προκλητική διατύπωση «είναι ή ηλίθιος ή απατεών» στοχεύει να ταρακουνήσει όποιον διαβάζει, ώστε να διερωτηθεί: “Μήπως έχουμε υπεραπλουστεύσει τις απόψεις μας; Μήπως βρίσκουμε ‘παρηγοριά’ σε μια δήθεν ανωτερότητα;”

Η αξία του αποφθέγματος είναι ότι μάς ζητάει να σκεφτούμε κριτικά τις ίδιες μας τις πεποιθήσεις. Πριν υιοθετήσουμε κάποιο σχήμα “ανωτερότητας” (ηθικής, πνευματικής, πολιτισμικής κ.λπ.), καλούμαστε να ελέγξουμε αν βασίζεται σε ουσιαστικά επιχειρήματα ή απλώς σε μια αυτοαναφορική δικαίωση.

Ίσως η πιο δημιουργική ερμηνεία της τελευταίας φράσης είναι ότι δεν πρέπει να παγιδευόμαστε στο τυφλό “πιστεύω”, αλλά να διατηρούμε ανοιχτή τη δυνατότητα αμφιβολίας και έρευνας. Όταν κάποιος εγκαταλείπει την κριτική σκέψη και αποδέχεται μια πεποίθηση σαν απόλυτο δόγμα, χάνει ουσιαστικά την επαφή με την πραγματικότητα, γλιστρώντας είτε στην αφέλεια, είτε στην εκμετάλλευση.

Το απόφθεγμα αυτό είναι, αναμφίβολα, σκληρό και διατυπωμένο με πρόθεση να σοκάρει. Στην ουσία, όμως, έρχεται να κρίνει την αλαζονεία που μπορεί να εμφανιστεί τόσο στην αριστερή, όσο και στη δεξιά σκέψη. Όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε δόγμα ηθικής ή διανοητικής υπεροχής, διαστρέφεται και οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο αλληλοκατηγοριών, στον οποίο το πραγματικό περιεχόμενο των ιδεών πάει περίπατο.

 Δημήτρης Βίκτωρ

 


Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Περί Δικαιοσύνης και Φήμης

«Ένα πράγμα νικά πάντα την δικαιοσύνη: Η φήμη»

Η ρήση «Ένα πράγμα νικά πάντα τη δικαιοσύνη: η φήμη» φανερώνει την τρομακτική δύναμη που ασκούν οι ανόητοι υπεύθυνοι της παραπληροφόρησης πάνω στην κοινωνική συνείδηση. Από τη μια, η δικαιοσύνη εκφράζει μια πανανθρώπινη απαίτηση για ηθική τάξη, αντικειμενικότητα και ισονομία. Από την άλλη, η φήμη—ιδίως όταν διασπείρεται από άτομα που διψούν για κουτσομπολιό ή εξουσία—λειτουργεί σαν άγριος ιός, μολύνοντας τα πάντα στο πέρασμά της.

Οι χειριστές αυτής της κίβδηλης πραγματικότητας χρησιμοποιούν τη φήμη ως όπλο: δεν διστάζουν να κατασκευάσουν ψεύδη, να παραποιήσουν γεγονότα και να εκμεταλλευτούν την αφέλεια του πλήθους. Η αγελαία συμπεριφορά τούς δίνει ακόμα μεγαλύτερη εξουσία, καθώς πολλές φορές τα πλήθη προτιμούν να καταβροχθίζουν σκανδαλοθηρικές ιστορίες, παρά να αναζητούν την αντικειμενική αλήθεια. Είτε βρίσκονται στα μέσα ενημέρωσης είτε κρυμμένοι πίσω από φαινομενικά αθώες διαδικτυακές αναρτήσεις, αυτοί οι απαράδεκτοι φορείς φημών αγνοούν πλήρως τις τραγικές συνέπειες που προκαλούν: σπίλωση προσώπων, διασάλευση κοινωνικών ισορροπιών, ακόμη και αναίτιες συγκρούσεις.

Η δικαιοσύνη, θεωρητικά, είναι αμερόληπτη και οφείλει να βασίζεται σε στοιχειοθετημένη απόδειξη, μαρτυρίες και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Αντιθέτως, η φήμη τρέφεται από την πλάνη και την εύπιστη πλευρά του ανθρώπου, πολλαπλασιάζοντας την επιρροή της χωρίς να συναντά όρια. Όταν κάποιος έχει ήδη καταδικαστεί στο δικαστήριο της κοινής γνώμης, οι πιθανότητες να κριθεί ψύχραιμα ελαχιστοποιούνται.

Αυτοί οι φορείς των σάπιων φημών στέκονται με αυθάδεια στο κέντρο της αρένας, κουνούν το δάχτυλο και διαμορφώνουν συνειδήσεις, αδιαφορώντας για την επιβάρυνση που προκαλούν σε ανθρώπινες ζωές. Είναι εκείνοι που αντί να σιωπήσουν μπροστά στην αβεβαιότητα, επιλέγουν να διασύρουν, να λοιδορήσουν, να χειραγωγήσουν. Είναι τοξικοί καθοδηγητές που παίρνουν ευχαρίστηση από τη δυναμική του ψεύδους, ενώ η δικαιοσύνη πασχίζει να υψώσει μια ασπίδα αλήθειας.

Είναι συνεπώς κρίσιμο, ως πολίτες, να αναγνωρίζουμε την υπονομευτική ισχύ αυτών των ανόητων και ανεύθυνων πλασιέ της φήμης, υιοθετώντας ουσιαστική κριτική σκέψη και μηδενική ανοχή στη συκοφάντηση. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να στερήσουμε από αυτούς τους διαμορφωτές ψεύτικων εντυπώσεων το καύσιμο που τους κινεί και να δώσουμε στη δικαιοσύνη τον χώρο που της αξίζει.

Δημήτρης Βίκτωρ 




Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΦΑΙΔΡΟΝ ΤΩΝ ΒΡΑΒΕΙΩΝ

Τα βραβεία δεν έπρεπε να υπάρχουν παντού και πουθενά. 
Δημιουργούν αλαζονείες, απογοητεύσεις, ψεύτικες ανωτερότητες και πλασματικές εξουσίες.
Ευγενής άμιλλα! Σιγά τώρα! Κρυφό μίσος και μισαλλοδοξία. Ευγένεια πως δήθεν δεν πειράζει τάχαμου αν είσαι δεύτερος ή τρίτος κ.λπ.


Τα Oscars:
Γκλαμουράτοι χαβαλέδες που παίζουν με δόξα της πλάκας, αλλά και με εκατομμύρια. Τόσα «φέσια», παίρνουν το βραβείο Όσκαρ και ξεχνιούνται αμέσως και δεν παίρνει Όσκαρ, για παράδειγμα, η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, το "
Citizen Kane" !


Τα Νόμπελ:
Παίρνει Νόμπελ ο Χάμπερ για τα λιπάσματα αλλά αυτός κατασκεύασε τα αέρια που εξολόθρευαν τους Εβραίους!
Παίρνει Νόμπελ ο Μονίζ για την λοβοτομή!
Δεν παίρνει το Νόμπελ η Τζόσελιν Μπελ για την ανακάλυψη των Πάλσαρ και το παίρνει ο καθηγητής της!
Δεν παίρνει Νόμπελ ο Αϊνστάιν για την Θεωρεία της Σχετικότητας, αλλά για κάτι άλλο, από υποχρέωση!
Παίρνει Νόμπελ ο αρχιεγκληματίας Κίσσιγκερ! Και άλλα, κι άλλα!…
Και αντί μετά από αυτά τα εξευτελιστικά να καταργηθεί ο θεσμός, τρέχουν οι σοβαροί επιστήμονες και οι μεγάλοι λογοτέχνες και ξερογλείφονται μήπως και βραβευτούν.


Για τα βραβεία στους αθληταράδες του πρωταθλητισμού, των ολυμπιακών κ.λπ., τι να πεις;
Για να είσαι πρωταθλητής θα πρέπει να είσαι από ευφυΐα κάπως, και φυσικά οπωσδήποτε πρεζόνι. (Εκείνο το,
 "νους υγιής εν σώματι υγιή", δεν ισχύει και δεν ειπώθηκε ποτέ από την ελληνική σκέψη! Έτσι;).
Όλα αυτά βέβαια τα εμπνεύστηκαν από τους αρχαίους μας με τα Διονύσια-Όσκαρ της εποχής και τα κλαδιά ελιάς και δόξας από τους αρχαίους Ολυμπιακούς. Τότε αυτά γίνονταν για άλλο λόγο και φόβο, τώρα γίνονται για λεφτά και χαβαλέ, μόνον!


Όσοι βραβεύονται μετατρέπονται επίσης και σε μεγαλοφυΐες υποκρισίας. Σεμνά σχόλια για να γίνουν αρεστοί και κουραστικά ευχαριστώ για εντύπωση.
Οι μικρομέγαλοι διανοητές, βρίσκουν και διάφορες δικαιολογίες , όπως ένας δικός μας , που δήλωσε πως το δέχεται για την Ελλάδα και μόνον. Αλλά τσέπωσε και το εκατομμυριάκι! Καλώς.


Σημ.: (Ο Ελύτης, δεν δέχτηκε να το μοιραστεί με τον Ρίτσο ούτε και εκείνος με τον Ελύτη, όταν τους έγινε πρόταση για συμβολικούς λόγους, να ξεχαστεί κάπως ο εμφύλιος. Και οι δυό τους είπαν: Ή αυτός ή εγώ!))


Οι άλλοι σε όλα αυτά, οι δεύτεροι και κάτω, μένουν μπουκάλα! Θλίψη! Δεν πειράζει, λέει, σημασία έχει η συμμετοχή! Ε, αφού έχει σημασία η συμμετοχή, τότε τι χρειάζονται τα βραβεία;


Θα μου πείτε τώρα, εγώ που τα γράφω αυτά, τα γράφω εκ του ασφαλούς και είστε έτοιμοι να με ρωτήσετε, τι θα έκανα αν μου δίνανε βραβείο.
Απάντηση: Όταν αυτό θα συμβεί, εγώ θα το πάρω. Και θα πω, πως το παίρνω γιατί συνοδεύεται και από τα χρήματα, γιατί με αυτά θα τελειώσω τα καλλιτεχνικά μου σχέδια. Και θα πω, επίσης, πως μου αρέσει να με βλέπουν ως ανώτερο, και θα ευχαριστήσω μόνο τον εαυτό μου, που κουράζομαι για να δημιουργήσω όσα δημιουργώ και τα προσφέρω. 
Θα γελάω κι όλας για τους φωτογράφους!

Δημήτρης Βίκτωρ





Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Η Πλάνη των Φημών και η Ηθική Ευθύνη

 «Μην υποστηρίζεις με πάθος τις φήμες, επειδή εκφράζουν την ιδεολογία σου και το θυμικό σου. Το πιθανότερο είναι να κάνεις λάθος»

Το πάθος αποτελεί κινητήρια δύναμη του ανθρώπου· μάς ωθεί να δημιουργήσουμε, να αγωνιστούμε, να καινοτομήσουμε. Ωστόσο, αυτό το πάθος μπορεί να εξελιχθεί σε δηλητήριο όταν στρέφεται προς τη στείρα υποστήριξη φημών, άκριτα και δίχως την απαραίτητη διερεύνηση. Οι φήμες τρέφονται από το θυμικό μας: επιβεβαιώνουν εκείνα που ήδη πιστεύουμε, παίζουν με τον φόβο μας, αυξάνουν την καχυποψία και τη μισαλλοδοξία. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: οι φήμες ενισχύουν τις στερεοτυπικές μας απόψεις, κι εμείς τις υποστηρίζουμε με μεγαλύτερη θέρμη γιατί νομίζουμε ότι επιβεβαιώνουν την κοσμοθεωρία μας.

Οι φήμες βασίζονται σε αφηγήσεις οι οποίες συχνά έχουν αλλοιωθεί από προϋπάρχουσες προκαταλήψεις ή κρυφές σκοπιμότητες. Όταν τις αποδεχόμαστε τυφλά επειδή ταιριάζουν με τις ήδη διαμορφωμένες ιδεολογικές μας θέσεις ή κινητοποιούν το θυμικό μας, είναι εύκολο να πέσουμε θύματα της ίδιας της προσωπικής μας προκατάληψης. Σε αυτή την περίπτωση, η λογική σκέψη παραμερίζεται, προκειμένου να επικρατήσει ένα συναίσθημα «δικαίωσης» της στάσης μας. Όμως αυτή η δικαίωση μπορεί να είναι απλώς η αντανάκλαση ενός αμφίβολου, μη επιβεβαιωμένου αφηγήματος

Από την αρχαιότητα, ιστορικά παραδείγματα μάς δείχνουν πώς ψεύδη και διαστρεβλώσεις κατέστρεψαν όχι μόνο ανθρώπους, αλλά και βασίλεια ολόκληρα. Διάφοροι λαοί εκδιώχθηκαν, θρησκείες διώχθηκαν, πολιτισμοί καταστράφηκαν από ανυπόστατες κατηγορίες. Από την εκστρατεία δυσφήμησης εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, μέχρι και την αξιοποίηση προπαγάνδας από αυταρχικά καθεστώτα, το μοτίβο επαναλαμβάνεται: οι ψεύτικες ειδήσεις πείθουν τις μάζες ευκολότερα από τις δύσκολες αλήθειες. Με τον ίδιο τρόπο, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, η ταχύτητα μετάδοσης μιας φήμης πολλαπλασιάζεται εκθετικά. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μια ανυπόστατη είδηση μπορεί να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου και να φυτέψει ζιζάνια εκεί που πριν επικρατούσε η λογική και η ψυχραιμία.

Στον σύγχρονο κόσμο της άμεσης πληροφόρησης και της υπερπληροφόρησης, οι φήμες διασπείρονται με πρωτοφανή ταχύτητα, συχνά συνοδευόμενες από συναισθηματική φόρτιση. Έχουν την ικανότητα να επιδρούν έντονα στις πεποιθήσεις μας, ιδίως όταν συμβαδίζουν με την ιδεολογία μας ή δικαιολογούν συναισθηματικές παρορμήσεις. Ωστόσο, αυτή η ενθουσιώδης υποστήριξη των φημών, δίχως κριτική εξέταση ή τεκμηρίωση, εγκυμονεί τον κίνδυνο αδικίας και προσωπικής ανεπανόρθωτης έκθεσης.

Η πιο σκοτεινή πλευρά αυτής της διαδικασίας είναι ότι, όταν τελικά αποδειχθεί πως κάτι ήταν ψευδές, για πολλούς είναι ήδη πολύ αργά. Η ζημιά έχει γίνει. Οι άνθρωποι που στοχοποιήθηκαν δεν επιστρέφουν ποτέ στην ίδια θέση που βρίσκονταν πριν. Η αξιοπιστία καταρρακώνεται, οι σχέσεις ραγίζουν, η κοινωνική συνοχή υπονομεύεται. Και βέβαια, κανείς δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη. Όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη διαπόμπευση “κρύβονται” πίσω από τη συλλογική μάζα: «Όλοι το έλεγαν, άρα δεν φταίω εγώ». Έτσι η ανηθικότητα διαιωνίζεται, και η αλήθεια χάνεται μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών.

Σε αυτή την κατάσταση, η πλειοψηφία μετατρέπεται σε δικαστή που δικάζει βάσει της στιγμιαίας εντύπωσης και όχι της τεκμηριωμένης σκέψης. Είναι γνωστό από πολλούς στοχαστές πως η πλειοψηφία δεν αποτελεί κριτήριο ορθότητας. Μάλιστα, κλίνει προς την πιο άμεση και εύπεπτη αφήγηση: εκείνη που κολακεύει τα ήδη υπάρχοντα πιστεύω της, που απλοποιεί περίπλοκες καταστάσεις και αναδεικνύει εχθρούς που οφείλουν –υποτίθεται– να “τιμωρηθούν”.

Όμως εδώ ακριβώς έγκειται η ατομική ευθύνη, ώστε να δει ο κάθε ένας πέρα από την συναισθηματική του φόρτιση και τον εγωισμό του, να αμφισβητήσει κριτικά τις πληροφορίες που λαμβάνει, ακόμα και όταν αυτές επιβεβαιώνουν τη δική του κοσμοθεωρία. Μόνο έτσι είναι δυνατό να διακοπεί η διασπορά του ψέματος και να τορπιλιστεί ο κύκλος της άλογης μισαλλοδοξίας.

Αυτό το κείμενο απευθύνεται σε όσους διαδίδουν φήμες, είτε από ημιμάθεια, είτε από κακεντρέχεια, είτε από υποταγή στη μάζα, χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες. Γιατί δυστυχώς, ο κόσμος αλλάζει όχι μέσα από αληθινές ιδέες, αλλά και μέσω του ψεύδους που αποκτά υπόσταση όταν υιοθετηθεί από αρκετούς ανθρώπους. Και το αποτέλεσμα; Αδικαίωτοι νεκροί, τσακισμένες κοινωνικές δομές, γενιές ολόκληρες που μαθαίνουν να ζουν με τον φόβο και τα απλοϊκά τους κλισέ.

Η ανθρώπινη κοινωνία τείνει να εκλαμβάνει οποιαδήποτε αδικία, μια φυσική καταστροφή ή ένα δυστύχημα, ως ένδειξη βαθιάς ηθικής απόκλισης. Έτσι, όταν κάποιος υποστηρίζει μια αβάσιμη φήμη που καταρρίπτεται εκ των υστέρων, γίνεται συνένοχος στο ψεύδος. Ακόμα κι αν υπήρξε αγαθός σκοπός (π.χ. ευαισθησία σε ένα κοινωνικό ζήτημα), η επιπόλαια αντιμετώπιση μιας πληροφορίας καταλήγει στην ανηθικότητα με ολέθρια αποτελέσματα για τους μη ενόχους.  Με αυτόν τον τρόπο, η απώλεια της αξιοπιστίας μπορεί να αποβεί μοιραία για τη φήμη του ατόμου που κατηγορήθηκε αδίκως.

Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, μία είναι η εσωτερική εντολή που καλούμαστε να ακολουθήσουμε: Να αμφισβητούμε τις “πληροφορίες” που μας γεμίζουν πάθος και εύκολη πειθώ. Να εξετάζουμε τα δεδομένα, ακούγοντας την φωνή της λογικής, να επιζητούμε την αλήθεια χωρίς εμπάθειες και ιδεοληψίες, όσο σκληρή κι αν είναι. Γιατί η αλήθεια, σε αντίθεση με το ψέμα, μπορεί να μας βοηθήσει να χτίσουμε έναν κόσμο δικαιότερο, πιο ανθρώπινο και ουσιαστικότερα ελεύθερο. Και τούτο οφείλουμε να το πράξουμε, αν επιθυμούμε το πάθος μας να μην καταλήγει όπλο καταστροφής, αλλά δύναμη δημιουργίας.

Δημήτρης Βίκτωρ

 


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Οι Χατζηαβάτηδες των ψεύτικων ειδήσεων

Σαν θεατρίνοι σε παρακμιακό πανηγύρι, οι Χατζηαβάτηδες των ψεύτικων ειδήσεων ξεπετάγονται με πασαλειμμένα χαμόγελα και ουρλιαχτά για «αποκαλύψεις». Στήνουν σκηνικά φτιαγμένα από κουρελιασμένα πρωτοσέλιδα, μαγειρεύουν τίτλους πιασάρικους και προσφέρουν στον κόσμο μια δήθεν αλήθεια σε λαδόκολλα, όσο θα περίμενες τον γύρο σου από ψεύτικο κρέας.
Δεν αρκούνται στη διαστρέβλωση της καθημερινότητας — θέλουν να μολύνουν ακόμα και την πιο βαθιά τραγωδία. Κοίτα πώς χοροπηδούν πάνω στα θύματα· τις οικογένειες που κλαίνε και τους επιζώντες που μετρούν τραύματα (σωματικά και ψυχικά) μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Εν μέσω σοκ, θυμού κι απόγνωσης, οι Χατζηαβάτηδες παρουσιάζουν «εναλλακτικά σενάρια» σαν φίδια που στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον πόνο. Φήμες για αόρατους εχθρούς, συνωμοσίες “εξωγήινων συμφερόντων” και ψεύτικες “πληροφορίες” που τάχα βρήκαν στο υπόγειο του διαδικτύου. Γιατί έτσι κρατιούνται στην επιφάνεια — με το αρρωστημένο οξυγόνο που δίνει ο θόρυβος της ανευθυνότητας.
Αυτοί οι ψευτο-δημοσιογράφοι, με την κουτοπόνηρη ματιά του Χατζηαβάτη, φωνάζουν και κρώζουν ό,τι χυδαιότητα τους περάσει από το μισό μυαλό τους. Τασάρουν την αλήθεια να μοιάζει με σαπουνόπερα, εθίζουν το κοινό σε πρόχειρο δράμα, σε χαζοχαρούμενες «εκρήξεις γεγονότων». Κι αν κάποιος τολμήσει να ζητήσει διασταύρωση, στοιχεία ή απτές αποδείξεις, πέφτει επάνω του η οργή της ψηφιακής αγέλης· «τρολ» σε λένε, «υποκινούμενο», «αόμματο», επειδή δεν συμφωνείς με το μπουρδολόγημα.
Στημένη παράσταση, λοιπόν: Καραγκιόζης δεν υπάρχει, γιατί ψάχνει αλήθεια στην ανέχεια του. Ξεμείναμε μόνο με τους Χατζηαβάτηδες, που γνέφουν ιλουστρασιόν εικόνες για να σου ρουφήξουν το μυαλό. Επενδύουν στην άγνοια, στην αφέλεια και στον παροξυσμό του πλήθους· άλλωστε, όσο πιο θορυβώδης η «είδηση», τόσο πιο κερδοφόρο το θέαμα.
Αν νομίζετε πως το πρόβλημα είναι «ο άλλος, ο τρελός που τα πιστεύει», προσέξτε μην είστε κι εσείς μέρος της βουβής πλατείας που χειροκροτεί από κεκτημένη ταχύτητα. Οι Χατζηαβάτηδες δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πυροβολούν τις αισθήσεις μας, γνωρίζοντας πως κάποια σφαίρα θα καρφωθεί στο κεφάλι μας. Και μέσα σ’ αυτόν τον καπνό της κατανάλωσης ψευτιάς, λίγοι αναρωτιούνται: «Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε την παράσταση και να σβήσουμε επιτέλους τα φώτα της;»
Μα η ευθύνη είναι συλλογική. Αν θέλουμε να ρίξουμε τους θεατρινισμούς των Χατζηαβάτηδων, πρέπει να τους αφήσουμε να πνιγούν στη σιωπή που τόσο φοβούνται. Αλλιώς, το κακόγουστο έργο θα συνεχίζει να ανεβαίνει σε αέναες επαναλήψεις, κι εμείς θα μένουμε να εισπνέουμε τη σκόνη από τους κουρνιαχτούς της παραπληροφόρησης, ενώ τα αληθινά γεγονότα —όπως το δυστύχημα στα Τέμπη— θα μένουν στην αφάνεια, μπλεγμένα σ’ ένα κουβάρι ψεμάτων, ώσπου κανείς να μη μπορεί να το ξεδιαλύνει.
Κι έτσι, όταν θα κλείσουν οι κουίντες και θα χαμηλώσουν τα φώτα, αυτοί που έστησαν την παράσταση θα ‘χουν ήδη φύγει για άλλες σκηνές. Κι εμείς θα μείνουμε πίσω, να χειροκροτούμε τα μάτια μας που δεν ανοίξαμε ποτέ.

Δημήτρης Βίκτωρ 




Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Η ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΙΚΟΥ

 «Όσο πιο σύνθετο φαίνεται ένα γεγονός τόσο πιο απλά πρέπει να σκέφτεσαι για την ανάλυσή του»

Στη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας, υπάρχει μια διαχρονική τάση του ανθρώπου να περιπλέκει την κατανόηση των γεγονότων. Ιδίως όταν ένα γεγονός φαντάζει εξαιρετικά σύνθετο, ο νους μας συχνά παγιδεύεται σε ένα λαβύρινθο εξηγήσεων, αιτιών και σκοπιμοτήτων. Ωστόσο, ο συλλογισμός ότι «όσο πιο σύνθετο φαίνεται ένα γεγονός, τόσο πιο απλά πρέπει να σκέφτεσαι για την ανάλυσή του» αποτελεί μια φιλοσοφική θεμελίωση της διαύγειας έναντι της υπερβολικής νοητικής φόρτισης.

Η ανάγκη να αποδοθεί ευθύνη, να βρεθούν αιτίες και να δοθεί νόημα σε τραγικά γεγονότα οδηγεί συχνά στη δημιουργία μιας ασταμάτητης ροής αφηγήσεων και ερμηνειών, πολλές από τις οποίες εξυπηρετούν συμφέροντα ή απλώς αποτελούν προϊόντα θυμικού φορτισμού. Όμως, η πραγματικότητα υπακούει σε απλούς κανόνες: ένα λάθος που οδηγεί σε μια καταστροφή δεν χρειάζεται να επενδυθεί με θεωρίες συνωμοσίας ή πολιτικές σκοπιμότητες. Η αναζήτηση σύνθετων δικαιολογιών είναι στην ουσία μια διανοητική απόπειρα να μετατεθεί η ευθύνη σε μια αφηρημένη συλλογικότητα, αντί να αποδοθεί εκεί που ανήκει.

Ο φριχτός χαρακτήρας ενός δυστυχήματος δεν εξαλείφεται ούτε με εξιδανικεύσεις ούτε με περίπλοκες αφηγήσεις. Το να αποδεχθεί κανείς ότι ένας και μόνο σταθμάρχης δεν έκανε σωστά τη δουλειά του ίσως είναι δυσάρεστο, αλλά είναι η πιο απλή και λογική εξήγηση. Όλες οι άλλες προσπάθειες είτε διαμορφώνονται για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα είτε προέρχονται από την ανάγκη του ανθρώπου να αρνηθεί την ευθύνη του μεμονωμένου ατόμου και να τη διαχέει στο αόριστο κοινωνικό σύνολο.

Η Οχλοποίηση του Όχλου και η Εντροπία του Θυμικού:

Εδώ, εισερχόμαστε σε μια βαθύτερη διάσταση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ο όχλος δεν λειτουργεί λογικά. Η οχλοποίηση, ως φαινόμενο, είναι μια διαδικασία κατά την οποία η ατομική σκέψη υποχωρεί μπροστά στη συλλογική υστερία. Ο θυμός, η θλίψη και η ανάγκη για απόδοση ευθυνών γίνονται οι κινητήριες δυνάμεις ενός ανεξέλεγκτου συναισθηματικού χάους – μιας εντροπίας του θυμικού που οδηγεί τους ανθρώπους στην υπερβολή, την υπεραπλούστευση, αλλά και την παραπλάνηση.

Η εντροπία, στη φυσική, αναφέρεται στη σταδιακή αύξηση της αταξίας σε ένα σύστημα. Αντίστοιχα, στην ανθρώπινη σκέψη και την κοινωνική δυναμική, η εντροπία του θυμικού αντιπροσωπεύει τη διάλυση της λογικής ανάλυσης μπροστά στο συναισθηματικό φορτίο των γεγονότων. Είναι ακριβώς αυτή η δυναμική που οδηγεί στην οχλοποίηση του όχλου: μια συλλογική παρεκτροπή από την ψυχρή λογική προς το θυμικό παραλήρημα.

Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες στιγμές. Από τις δημόσιες εκτελέσεις στη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι τις πολιτικές διώξεις και τις μαζικές εξεγέρσεις, η ανάγκη του όχλου να βρει ένα εύκολο εξιλαστήριο θύμα έχει αποτελέσει μοτίβο επαναλαμβανόμενο. Όταν μια κοινωνία λειτουργεί στη βάση της εντροπίας του θυμικού, η αναζήτηση της αλήθειας παραμερίζεται προς όφελος της συγκινησιακής εκτόνωσης.

Για να κατανοήσει κανείς σωστά τα γεγονότα, πρέπει να μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από τις υπερβολές που δημιουργεί το συλλογικό θυμικό. Ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση είναι η απλότητα. Δεν πρόκειται για αφέλεια, αλλά για μια πειθαρχημένη προσέγγιση της λογικής, όπου κάθε στοιχείο εξετάζεται χωρίς συναισθηματική φόρτιση.

Η σκέψη πρέπει να διατηρείται όσο το δυνατόν πιο καθαρή, ακολουθώντας έναν πυρήνα βασικών αρχών:

Η απλούστερη εξήγηση είναι συνήθως η σωστή.
Η συναισθηματική φόρτιση δεν είναι επιχείρημα:

Η οργή και η απογοήτευση μπορεί να είναι φυσιολογικές αντιδράσεις, αλλά δεν αποτελούν εργαλεία ορθολογικής ανάλυσης.

Η απόδοση ευθύνης πρέπει να είναι σαφής:
Αν η ευθύνη είναι ατομική, δεν έχει νόημα να αναζητούμε αφηρημένες ή πολιτικές θεωρίες που τη διαχέουν.

Η τραγωδία, η αδικία και το ανθρώπινο λάθος είναι αναπόφευκτα στοιχεία της ύπαρξης. Το ζήτημα δεν είναι να δημιουργούμε διανοητικές παγίδες που αποσπούν από την ουσία, αλλά να παραμένουμε πιστοί στην αρχή της απλής σκέψης μπροστά στη σύνθετη πραγματικότητα. Η εντροπία του θυμικού θα συνεχίσει να θρέφει την οχλοποίηση του όχλου, εκτός αν η συνειδητή και ψύχραιμη ανάλυση αποτελέσει εργαλείο μας απέναντι στην παραμόρφωση των γεγονότων.

Η ιστορία έχει δείξει πως η μαζική παράνοια γεννιέται όταν η λογική υποτάσσεται στο συναίσθημα. Όποιος θέλει να σκεφτεί καθαρά, πρέπει να μάθει να βλέπει την αλήθεια απαλλαγμένη από τις σκιές της συναισθηματικής εντροπίας.

Δημήτρης Βίκτωρ